Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Spelljammer - Vol II


Οι Spelljammer, οι οποίοι αποτελούνται από τους Robert Sorling, Niklas Olsson, Cloffe Caspersson και Oscar Olseryd, δημιουργήθηκαν το 2007 στην Στοκχόλμη της Σουηδίας. Το 2010 κυκλοφόρησαν την πρώτη τους δουλειά, το EP Inches From The Sun, το οποίο περιείχε 4 κομμάτια πρώιμου desert/stoner rock χαρακτήρα, ενώ στα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου, τούτη η μπάντα μας προσέφερε την δεύτερη δουλειά της, η οποία τιτλοφορείται Vol II, ενώ κι αυτή κυκλοφόρησε σε μορφή EP.

Το εν λόγω EP αποτελείται από τρία κομμάτια συνολικής διάρκειας 25 λεπτών, τα οποία καταδεικνύουν μια στροφή στον ήχο της μπάντας προς περισσότερο doom μονοπάτια, κάτι, που σίγουρα αποτελεί -ευχάριστη- έκπληξη, ενώ έχω την εντύπωση, πως ο νέος τους ήχος, τους ταιριάζει πολύ. Το εκπληκτικό του εξώφυλλο, που χρονολογείται στα 1857 και τιτλοφορείται Plate X: Canto III: Charon herds the sinners onto his boat, ενώ αποτελεί δημιούργημα του Γάλλου καλλιτέχνη Paul Gustave Dore, έχει επεξεργαστεί ο Niklas Olsson. 

Η παραγωγή είναι πάρα πολύ καλή, κι αυτό, μάλλον οφείλεται στο ότι την επιμελήθηκε η ίδια η μπάντα, αν και η συνεισφορά του γνωστού και μη εξαιρετέου στον heavy χώρο, Billy Anderson, ήταν ιδιαιτέρως σημαντική σε αυτόν τον τομέα. Ο ήχος της μπάντας έχει πλέον αισθητά λιγότερες αναφορές στις Kyuss επιρροές του πρώτου EP της, καθώς πλέον βρίσκεται πιο κοντά στον ήχο των Electric Wizard, όμως, το προσωπικό της ηχητικό στίγμα, έχω την αίσθηση, πως έχει γίνει αρκετά εντονότερο.

Οι υπέρβαρες κιθάρες παράγουν θηριώδη riffs και σαλεμένα solos, ενώ τα χτυπήματα των ντραμς ακούγονται λες και προέρχονται από τα έγκατα της κόλασης του Δάντη. Το απίστευτα groovy μπάσο προσδίδει διόλου ευκαταφρόνητες ποσότητες όγκου στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, ενώ τα φωνητικά αποδίδουν με περισσή πειστικότητα τους στίχους.

Όλα τα παραπάνω, με οδηγούν στο συμπέρασμα, πως οι Spelljammer, δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τα μεγαθήρια του heavy χώρου, ενώ κλείνοντας, οφείλω να παραδεχθώ, πως η επιθυμία μου για μια full length δουλειά από τους συγκεκριμένους Σουηδούς ανέβηκε κατακόρυφα έπειτα από το πραγματικά αριστουργιματικό Vol II, το οποίο είμαι σίγουρος, πως θα τους κάνει ευρύτερα γνωστούς στον heavy χώρο, τον θρόνο του οποίου, κάτι μου λέει, πως αν συνεχίσουν έτσι, δεν θα αργήσουν και πολύ να κατακτήσουν.

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Pallbearer - Sorrow And Extinction


Οι Αμερικάνοι Pallbearer, οι οποίοι γεννήθηκαν το 2008 στο Little Rock του Αρκάνσας, όπως μαρτυρά το εύγλωττο όνομα τους, εξερευνούν μέσω της πένθιμης μουσικής τους τα πλέον μίζερα από τα γεμάτα λύπη ηχοτοπία του heavy ήχου, καθώς οι θλιμμένες τους μελωδίες, που ξεχειλίζουν από κατήφεια, αποτελούν τον ορισμό της αγνής doom μουσικής, μιας και οι ως επί τω πλείστον αργόσυρτες συνθέσεις τους, τόσο αυτές, που περιέχονται στο Demo, που η μπάντα κυκλοφόρησε το 2010, όσο κι αυτές που είναι το περιεχόμενο του ντεμπούτου τους full length δίσκου, Sorrow And Extinction, ξεχειλίζουν από συναίσθημα.

Ο εν λόγω δίσκος, ο οποίος κυκλοφόρησε στα τέλη του τρέχοντος Φλεβάρη από την Profound Lore Records, αποτελεί δημιούργημα των Joseph D. Rowland (μπάσο), Brett Campbell (φωνητικά, κιθάρες), Zach Stone (ντραμς) και Devin Holt (κιθάρες), ενώ τα 5 κομμάτια, που τον αποτελούν, διαρκούν συνολικά 49 λεπτά. Την πυκνή παραγωγή του, που κολακεύει τις μεγαλειώδεις συνθέσεις του, έχει επιμεληθεί σε συνεργασία με την ίδια την μπάντα, ο Chuck Schaaf, ο οποίος αμέσως μετά το πέρας των ηχογραφήσεων αντικατέστησε τον Zach Stone, που αποχώρησε από τούτο το νεοσύστατο κι άκρως ελπιδοφόρο μουσικό συγκρότημα.

Τα εκπληκτικής ποιότητας, παθιασμένα φωνητικά, προσδίδουν υπαρξιακή διάσταση στους στίχους, ενώ το ηχόχρωμα τους μοιάζει βγαλμένο από κλασικές doom κυκλοφορίες της δεκαετίας του '90. Οι κιθάρες κινούνται σε αργό, σχεδόν funeral doom, τέμπο, ενώ τα solos τους, αντί να αποτελέσουν νησίδα ευδαιμονίας στην μέση του αχαλίνωτου και μελαγχολικού ηχητικού ωκεανού, που τιτλοφορείται Sorrow And Extinction, εντούτοις, σε παρασύρουν όλο και πιο βαθιά στην γοητευτικά αποπνικτική τους δίνη, η οποία θυμίζει κάτι από τις απελπισμένα πικρόχολες ηχητικές πινελιές του doom/death ήχου. Το μπάσο με τον υπόκωφο ήχο του, στέκει αγέρωχο παρά το δυσβάσταχτο σε στιγμές φορτίο του, ενώ στηρίζει υποδειγματικά τα δυναμικά ντραμς.

Εν κατακλείδι, οι Pallbearer έδειξαν με το προ διετίας demo τους, το οποίο προσφέρετε για δωρεάν download από την επίσημη ιστοσελίδα τους, ότι είναι αποφασισμένοι να αφήσουν ανεξίτηλο για πάντα το στίγμα τους στον heavy ήχο, ενώ οι μεγάλες προσδοκίες, που είχαν δημιουργήσει με αυτό, όχι μόνο εκπληρώθηκαν, αλλά παραχώρησαν την θέση τους σε άλλες, ακόμη μεγαλύτερες, μιας και το Sorrow And Extinction είναι ένας εξαιρετικός -από όλες τις απόψεις- δίσκος, που έχω την εντύπωση, πως θα αρέσει στην πλειοψηφία των φίλων του σκληρού ήχου, ενώ κάτι μου λέει, πως όσοι -όπως η αφεντιά μου- γουστάρουν την heavy μουσική λίγο παραπάνω, από ότι τις υπόλοιπες εκφάνσεις του ακραίου ήχου, όχι μόνο θα λατρέψουν τούτο το άκουσμα, αλλά -δικαίως- θα το κατατάξουν και στις πλέον αγαπημένες τους κυκλοφορίες, για την χρονιά, που ήδη διανύουμε.


Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

Necronomicon - The Queen Of Death


Η πόλη Maceió της Βραζιλίας αποτελεί την πρωτεύουσα της πολιτείας Alagoas, περιοχή, από την οποία προέρχεται μια σχετικά νέα μπάντα, οι Necronomicon, οι οποίοι είναι γεννημένοι το 2009. Η μπάντα αποτελείται από τρία άτομα: τον Thiago Alef σε ντραμς και κρουστά, την Lillian Lessa σε ηλεκτρικές και ακουστικές κιθάρες, ενώ τα μπάσο, όργανο, πλήκτρα, φωνητικά και πιάνο, έχει αναλάβει ο ιθύνων νους της μπάντας, Pedro Ivo Araujo, ο οποίος είναι κι ο κύριος στιχουργός και συνθέτης της.

Η μουσική της μπάντας, το πρώτο δείγμα από την οποία, το πήραμε από το περσινό ομώνυμο ντεμπούτο της, που κυκλοφόρησε από την Hydro-Phonic Records, συνδυάζει στοιχεία από αλλοτινές εποχές, καθώς το 70's doom rock, που αποτελεί την ηχητική βάση των Necronomicon, συνδυάζεται άψογα με τις έντονες occult 70's prog rock πινελιές, ενώ δεν απουσιάζουν από τον ήχο της τα heavy psych ψήγματα, τα οποία προσδίδουν μια space rock διάσταση στον ηχητικό καμβά τούτης της άκρως ελπιδοφόρας μπάντας.

Η δεύτερη δουλειά της μπάντας, που θα κυκλοφορήσει στις αρχές του ερχόμενου καλοκαιριού υπό τον τίτλο The Queen Of Death, θα διαρκεί περίπου 39 λεπτά, ενώ θα αποτελείται από 6 κομμάτια, το concept στιχουργικό περιεχόμενο των οποίων, θα είναι βασισμένο σε μια Lovecraft αισθητικής ιστορία, που εμπνεύστηκε ο ηγέτης της, Pedro. Το εξώφυλλο και το artwork, που θα συνοδεύσει τον εν λόγω δίσκο, ταιριάζει απόλυτα με τους στίχους, αλλά και με την μουσική της μπάντας, ενώ η παραγωγή του άλμπουμ, την οποία έχει επιμεληθεί η ίδια η μπάντα, είναι αρκετά καλή, καθώς αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τόσο τις συνθέσεις του δίσκου, όσο και την εκτελεστική ικανότητα της μπάντας, που όπως ίσως υποψιάζεστε, είναι σχεδόν εξαιρετική.

Η μικροκαμωμένη Lillian, το παρουσιαστικό της οποίας, δεν προδίδει σε καμία περίπτωση το τεράστιο μουσικό της ταλέντο, σε παρασέρνει στους μαγευτικούς της ρυθμούς με το ζωηρό κιθαριστικό της παίξιμο, ενώ ο Thiago κάνει εκπληκτική δουλειά στα ντραμς, καθώς το blues υπόβαθρο του προσφέρει στα κομμάτια μια εξόχως γοητευτική για αυτά, retro αύρα, η οποία ενισχύεται από την παθιασμένη και θεατρική ερμηνεία του πολυπράγμονα Pedro, ο οποίος χειρίζεται με αριστοτεχνικό τρόπο τα πλήκτρα, το πιάνο, όπως και το -hammond ηχοχρώματος- όργανο, ενώ η φανταστική του απόδοση στο μπάσο, προσδίδει έναν σπιρτόζικο χαρακτήρα στις vintage συνθέσεις του.

Εν κατακλείδι, έχω την εντύπωση, πως οι Necronomicon έχουν όλα τα φόντα για να ξεχωρίσουν στον heavy χώρο, καθώς εκτός από το αναμφισβήτητο μουσικό τους ταλέντο, δείχνουν ότι διαθέτουν και την -πάντα απαραίτητη για τις νέες μπάντες- πίστη στις ικανότητες τους, κι αυτό, μόνο καλό μπορεί να αποδειχθεί για το μέλλον τους. Όσοι λοιπόν, θέλετε να ακούσετε κάτι, που φέρνει στο νου αλλοτινές ηχητικές εποχές, ενώ διαθέτει τον δικό του ξεχωριστό χαρακτήρα και δεν αποτελεί απλά ακόμη μια κόπια του ήχου των μουσικών συγκροτημάτων τού τότε, δεν έχετε παρά να τσεκάρετε τούτη την φιλόδοξη και πολλά υποσχόμενη, νεοσύστατη μπάντα.

Υ.Γ. Θερμές ευχαριστίες στον Pedro, που απάντησε τάχιστα, αλλά και απολύτως κατατοπιστικά, στις αρκετές είναι η αλήθεια, απορίες μου.


Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Black Pyramid - Black Pyramid II


Από την Μασαχουσέτη των Η.Π.Α. προέρχονται οι δημιουργημένοι το 2007 Black Pyramid, η πορεία των οποίων στα μουσικά δρώμενα, αν και μετρά μόλις πέντε χρόνια, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, καθώς η μπάντα κατάφερε να προκαλέσει το θαυμασμό του συνόλου των ακροατών της heavy μουσικής με τον προ τριετίας εκπληκτικό κι ομώνυμο ντεμπούτο δίσκο της, ενώ παρά την επιτυχία, που δικαιωματικά γνώρισε, λίγο έλειψε να διαλυθεί τον περασμένο χειμώνα όταν ο τραγουδιστής, κιθαρίστας, αλλά και βασικός της συνθέτης, Andy Beresky, την εγκατέλειψε εντελώς ξαφνικά χωρίς προφανή λόγο. Ευτυχώς για εμάς όμως, οι Clay Neely και Gein, οι οποίοι χειρίζονται τα ντραμς και το μπάσο αντίστοιχα, αποφάσισαν να συνεχίσουν την ηχητική τους πορεία και μάλιστα, έχουν ήδη βρει τον αντικαταστάτη του ως άνω αναφερθέντα αποχωρήσαντα στο πρόσωπο του Darryl Shepard.

Βέβαια, η δεύτερη και σχεδόν ομώνυμη δουλειά τους, Black Pyramid II, που κυκλοφόρησε επίσημα την τελευταία ημέρα του περασμένου Ιανουαρίου από την MeteorCity Records, έχει ηχογραφηθεί με την πρώην πλέον σύνθεση της μπάντας, οπότε το νεοαφιχθές σε αυτήν μέλος, δεν έχει συμμετάσχει ως τώρα σε κάποια ηχογράφηση της, αν και αυτό νομίζω, πως δεν θα αργήσει να συμβεί, διότι αν κρίνω από τον πρότερο βίο της, όλο και κάποιο split ή single θα κυκλοφορήσει τους επόμενους μήνες. Δεν γνωρίζω όμως, αν και πότε θα συμβεί κάτι τέτοιο, οπότε προς το παρόν, θα ασχοληθούμε με το νέο της δίσκο, οι απαιτήσεις για τον οποίο, ήταν ιδιαιτέρως αυστηρές, μιας κι όπως προαναφέρθηκε, το ντεμπούτο της είχε εγείρει υψηλότατες προσδοκίες.

Και το Black Pyramid II, όχι μόνο ανταποκρίθηκε σε αυτές, αλλά τολμώ να πω, πως τις ξεπέρασε με χαρακτηριστική ευκολία, καθώς τα εννέα του κομμάτια, συνολικής διάρκειας 62 περίπου λεπτών, είναι όλα τους φανταστικά, κι αυτό, έχω την εντύπωση, πως δεν οφείλεται στην πολύ καλή παραγωγή του άλμπουμ, που τα αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο, αλλά στην εξαιρετική απόδοση της μπάντας, η οποία μας προσφέρει ένα σαγηνευτικό μείγμα heavy metal και doom μουσικής, το οποίο έχει στολίσει με ηχητικές πινελιές, που φέρνουν στο νου τις hippie μελωδίες της δεκαετίας του '70 ή/και του '60, ενώ το γοητευτικό και άκρως κολακευτικό για τις συνθέσεις της μπάντας, επικό feeling, αποτελεί για ακόμη μια φορά, το κερασάκι στην τούρτα.

Είναι γεγονός, πως οι μπάντες, που δεν καταφέρνουν ποτέ να ξεπεράσουν το έξοχο ντεμπούτο τους είναι πολλές, κι αυτός, έχω την εντύπωση, πως είναι ο λόγος, που πολλοί ισχυρίζονται ότι οι πραγματικά καλές μπάντες ξεχωρίζουν από τον δεύτερο δίσκο τους. Δεν έχω κατασταλάξει ακόμη στο κατά πόσο συμφωνώ ή όχι με αυτό, αλλά είμαι κάτι παραπάνω από σίγουρος για το ότι οι Black Pyramid είναι ικανοί, αλλά κι αποφασισμένοι, να αφήσουν ανεξίτηλο το στίγμα τους στον heavy ήχο, διότι δεν ξέρω αν το κατέστησα σαφές, αλλά το Black Pyramid II έχει ήδη καπαρώσει μια θέση στη λίστα με τους καλύτερους δίσκους για το 2012.


Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Pilgrim - Misery Wizard


Οι γεννημένοι το 2010 και προερχόμενοι από το Rhode Island των Η.Π.Α., Pilgrim, υπέπεσαν στην αντίληψη μου τον περασμένο Δεκέμβρη, όταν και κυκλοφόρησαν ένα 10" Split με τους επίσης Αμερικάνους Ice Dragon, το οποίο ανέβασε τις προσδοκίες μου για το επερχόμενο πρώτο τους full length, μιας και το κομμάτι με το οποίο συμμετείχαν σε αυτό ήταν εκπληκτικό, ενώ και η υπογραφή συμβολαίου με την Poison Tongue, που αποτελεί θυγατρική της γνωστής και μη εξαιρετέας στο metal χώρο Metal Blade Records, άφησε υπόνοιες για πολύ καλά πράγματα από τούτο το νεοσύστατο μουσικό συγκρότημα, το οποίο απαρτίζεται από τρεις νεαρούς μουσικούς: τον Krolg Splinterfirst, Slayer Of Man στα ντραμς, τον Count Elric The Soothslayer στο μπάσο και τον πολυπράγμων και μοναδικό συνθέτη της μπάντας, The Wizard, ο οποίος εκτός όλων των άλλων, έχει αναλάβει τις κιθάρες, τα φωνητικά και τους στίχους.

Η μουσική των Pilgrim προσδιορίζεται από τους περισσότερους ως παραδοσιακό doom και δεν έχω κανέναν απολύτως λόγο για να διαφωνήσω μαζί τους, διότι κύριες επιρροές τούτης της μπάντας αποτελούν συγκροτήματα όπως οι Black Sabbath, Saint Vitus, Reverend Bizarre, Cathedral και Candlemass, ενώ δεν απουσιάζουν οι αναφορές στον ήχο των Electric Wizard.

Ο ντεμπούτο δίσκος της μπάντας, που κυκλοφόρησε τελικά στα τέλη του περασμένου Γενάρη, τιτλοφορείται Misery Wizard και περιέχει έξι κομμάτια, η συνολική διάρκεια των οποίων, αγγίζει τα 56 λεπτά. Το εν λόγω άλμπουμ συνοδεύεται υπέροχα από το artwork, που φιλοτέχνησε ο Paul McCarol της Unhinged Art. Η παραγωγή του δίσκου είναι πολύ καλή, καθώς προσφέρει τον απαραίτητο όγκο στις συνθέσεις του άλμπουμ, ενώ με την διαύγεια της αναδεικνύει την πολύ καλή απόδοση και των τριών μουσικών, που αποτελούν τούτη την ελπιδοφόρα μπάντα.

Όπως ίσως υποψιάζεστε, η συντριπτική πλειονότητα των συνθέσεων της μπάντας κινείται σε βασανιστικά αργούς ρυθμούς, ενώ ένα epic πέπλο καλύπτει την occult αισθητική τους. Το groovy μπάσο, που δεν διστάζει να πρωταγωνιστήσει όταν αυτό απαιτείται, σιγοντάρει τα μεγαλειώδη riffs της κιθάρας, τα solos της οποίας, λειτουργούν λυτρωτικά για την ροή των συνθέσεων, ενώ τα ιδιαιτέρως δυναμικά χτυπήματα των ντραμς φέρνουν στο νου τις πλέον εκκωφαντικές από τις βροντές, που παράγουν οι θυμωμένοι κεραυνοί, αλλά κι οι μανιασμένες αστραπές.

Είναι γεγονός, πως οι Pilgrim δεν διεκδικούν δάφνες πρωτοτυπίας, καθώς η αργόσυρτη μουσική τους βασίζεται εν πολλοίς στα πεπραγμένα των προαναφερθέντων μεγαθηρίων του doom ήχου, αλλά αυτό θαρρώ, πως δεν θα πρέπει να μας ξενίζει, διότι έχω την εντύπωση, πως δεν είναι και πάρα πολλοί εκείνοι, που πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρξει παρθενογένεση στη doom μουσική εν έτη 2012, αν και η ιστορία έχει καταδείξει, πως καλό είναι ποτέ να μη λες ποτέ. Λίγη σημασία έχουν όμως αυτά, μιας και τούτοι οι φερέλπιδες νεαροί doomsters, μοιάζουν ικανοί να μας κρατήσουν για αρκετό καιρό καλή συντροφιά με τις καταρεμένες τους μελωδίες.