Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Candlelight Records. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Candlelight Records. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

The Wounded Kings - Visions In Bone

 
Πριν από σχεδόν δώδεκα χρόνια σε μια γραφική επαρχιακή περιοχή της νοτιοδυτικής Αγγλίας πήραν σάρκα και οστά από τον George Birch σε φωνή, κιθάρα, πλήκτρα και πιάνο και από τον Steve Mills στην κιθάρα οι ανερχόμενοι τότε και φημισμένοι πια The Wounded Kings, οι οποίοι με τους Myke Heath στα ντραμς και Alex Kearney στο μπάσο, κυκλοφόρησαν στα τέλη του Αυγούστου μέσω της Candlelight Records την έκτη συνολικά και πέμπτη με full length μορφή δουλειά τους με τίτλο Visions In Bone, που αποτελεί το κύκνειο άσμα τους, καθώς τότε ανακοίνωσαν και την οριστική τους διάλυση.
 
Ουκ ολίγες ήταν οι συμπληγάδες μες από τις οποίες έπρεπε να βγουν αλώβητοι όλα αυτά τα χρονιά οι φοβεροί The Wounded Kings, που άλλαξαν αρκετές φορές, θέλοντας και μη, την σύνθεση τους, αλλά ποτέ δεν απογοήτευσαν, μιας και πάντοτε όλες τους οι studio δουλειές διακρίνονταν από μια σπάνια doom φινέτσα, όμοια της οποίας πολλά συγκροτήματα ποτέ σε όλη τους την πορεία δεν επιτυγχάνουν, ενώ το σημαντικότερο είναι ότι και το σπαρακτικά ωραίο και ιδιαιτέρως χορταστικό Visions In Bone δεν αποτελεί εξαίρεση, μιας και ξεχειλίζει από heavy μεράκι και βρίθει αγνής metal ποιότητας.
 
Βαρύς κι ογκώδης είναι ο μεστός ήχος του Visions In Bone, ο οποίος χρωστά την διαυγή και σχεδόν στεντόρεια του υφή στην αψεγάδιαστη παραγωγή, που καθιστά πελώρια τα βαφτισμένα σε μολυσμένα traditional doom ύδατα και μεγαλειώδη riffs της κιθάρας, τα οποία άλλοτε είναι ποτισμένα με blues δηλητήριο κι άλλοτε μοιάζουν σαν να προέρχονται από τα δαιδαλώδη βάθη της prog rock ψυχεδέλειας, χάρη στην αστείρευτη έμπνευση και την αχαλίνωτη φαντασία των The Wounded Kings, τα μεθυστικά solos των οποίων, στάζουνε hard rock τσαγανό και μαρτυρούν συνάμα τις αχνές τους retro ατασθαλίες.
 
Ισχνά ρινίσματα διαβολικής folk γοητείας ξεπετάγονται μες από τα καθαρά κι επικών διαστάσεων φωνητικά των The Wounded Kings, τα οποία με περισσή θεατρικότητα ερμηνεύουν occult αισθητικής ιστορίες κι εντείνουν έτσι με περισσή μαεστρία το μυστικιστικό rock πλαίσιο του μαγευτικού Visions In Bone, τα μόλις πέντε κομμάτια συνολικής διάρκειας περίπου 48 λεπτών, που αυτό περιέχει οφείλουν στα δυναμικά ντραμς τις σχεδόν ανεπαίσθητες boogie πινελιές τους και χρωστούν στις αχνές fuzz σκιές, που καλύπτουν αρμονικά το ρωμαλέο μπάσο, τα στιβαρά κι αναιμικά συνάμα stoner ηχοχρώματα τους.
 
Μια πυκνή μουντάδα πεπαλαιωμένης doom/death αισθητικής κυκλώνει απειλητικά το ιδιαιτέρως απολαυστικό Visions In Bone, χάρη στην διακριτική παρουσία των πλήκτρων, ενώ διάφανες drone σταγόνες κυλούν όπως τα δάκρυα από τις μελαγχολικές τους νότες, οι οποίες σε συνδυασμό με το εύθραυστο πιάνο και τις στοιχειωμένες του μελωδίες, συνεισφέρουν σημαντικά στην ομαλή του ροή και μας παρουσιάζουν συγχρόνως τον συμπαγή κι απαράμιλλης σαγήνης συνθετικό κι εκτελεστικό οίστρο των The Wounded Kings, οι οποίοι μας ταξιδεύουν σε παγερής κι ανείπωτης ομορφιάς ανήλιαγα doom metal ηχοτοπία.
 
Έμελλε λοιπόν το τρομακτικά όμορφο και πένθιμα συναρπαστικό Visions In Bone, που θαρρώ, πως αποτελεί ένα λαμπρό στολίδι για τον αγνό doom ήχο, μιας και μαρτυρά metal ειλικρίνεια κι ανόθευτο rock 'n' roll μεράκι σε κάθε νότα του, να είναι η έσχατη κυκλοφορία των εξαίρετων The Wounded Kings κι αυτό είναι τουλάχιστον κι επιεικώς λυπηρό, καθώς κρίνοντας από την αγέρωχη του heavy υπόσταση νομίζω, πως είχαν ακόμη πολλά να μας χαρίσουν όμως θέλει κότσια να σταματήσεις ενώ βρίσκεσαι ψηλά κι έτσι αν και σίγουρος για αυτό, που θα ευχηθώ, ελπίζω να μην λαθέψω και η αμείλικτη λήθη να τους αγνοήσει. Απελπιστικά όμορφο.
 
The Wounded Kings: Last.Fm
Candlelight Records: Official Website
 

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2015

Witchsorrow - No Light, Only Fire

 
Η Μεγάλη Βρετανία είναι ίσως το πιο μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία της metal μουσικής και του heavy ήχου γενικότερα, μιας κι από εκεί ξεκίνησαν όλα λίγο πολύ, ενώ και στις μέρες μας τούτη η περιοχή συνεχίζει να μας προσφέρει ποιοτικές μπάντες, όπως για παράδειγμα οι γεννημένοι το 2005 κι ανερχόμενοι Witchsorrow, που πρόσφατα κυκλοφόρησαν τη νέα τους δουλειά.
 
Το εν λόγω άλμπουμ φέρει τον τίτλο No Light, Only Fire και κυκλοφορεί μέσω της φημισμένης Candlelight Records, ενώ περιέχει 8 κομμάτια συνολικής διάρκειας 63 λεπτών και διακρίνεται για την αψεγάδιαστη παραγωγή του, που κολακεύει την αρχέγονη metal αύρα των συνθέσεων του και συνάμα καθιστά σχεδόν εθιστική την ωμή traditional doom ομορφιά των Witchsorrow.
 
Ο βαρύς κι αρχέγονος doom metal χαρακτήρας του χορταστικού No Light, Only Fire χρωστά την στιβαρή του υπόσταση και το συμπαγές του εκτόπισμα στο μεστό rythm section των άκρως ταλαντούχων Witchsorrow, καθώς η Emily γεμίζει τον ήχο του περίφημα με το βαφτισμένο σε fuzz ύδατα μπάσο της κι ο David του προσφέρει με τα ντραμς του, γενναίες ποσότητες groove.
 
Τα καθαρά κι ελαφρώς βραχνά φωνητικά του Nick αποδίδουν υπέροχα τους εμπνευσμένους από horror κι occult ιστορίες του Μεσαίωνα στίχους των Witchsorrow και βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με την σκοτεινή ατμόσφαιρα του No Light, Only Fire, ενώ η κιθάρα του ίδιου σκαρώνει συνεχώς αρκούντως heavy κι ορμητικά riffs και μεθυστικά solos σε παραδοσιακό doom ύφος.
 
Οι δηλητηριώδεις doom metal μελωδίες και οι πυκνές stoner αναθυμιάσεις των Witchsorrow, που είναι απόρροια της εκτελεστικής και συνθετικής δεινότητας τους, σε συνδυασμό με την αχαλίνωτη έμπνευση τους, μας προσφέρουν ένα άκρως απολαυστικό epic doom άλμπουμ και χάρη στο πλούσιο ταλέντο τους, καθιστούν το συναρπαστικό No Light, Only Fire, μαγευτικό.
 
Εν ολίγοις, αχνά stoner ηχοχρώματα πασπαλίζουν τις αναιμικές blackened doom πινελιές του No Light, Only Fire κι απογειώνουν έτσι την τραχιά doom metal υφή του, ενώ τα κλασσικά metal ψήγματα των Witchsorrow αποτελούν σωστή συντροφιά για το έμφυτο epic doom άρωμα τους και μας χαρίζουν έτσι έναν ιδιαιτέρως διασκεδαστικό κι ενδιαφέρον heavy δίσκο. Έξοχο.
 
Witchsorrow: Facebook
Candlelight Records: Official Website
 

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Galvano - Trail Of The Serpent

Οι ανερχόμενοι Galvano σχηματίστηκαν το 2005 στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας κι απαρτίζονται από δύο εξόχως ταλαντούχους μουσικούς και πιο συγκεκριμένα από τον Fredrik στα ντραμς και τον Mattias σε κιθάρα και φωνή, οι οποίοι πρόσφατα κυκλοφόρησαν την δεύτερη full length δουλειά τους με τίτλο Trail Of The Serpent μέσω της φημισμένης Candlelight Records.
 
Το εν λόγω άλμπουμ περιέχει μόλις 4 κομμάτια συνολικής διάρκειας 42 λεπτών και ξεχωρίζει για το σκοτεινό του artwork, που κολακεύει τους ερεβώδεις στίχους του και πλαισιώνει εξαίσια την σκαιή και τραχιά μουσική υφή του, ενώ διακρίνεται για την αψεγάδιαστη παραγωγή του, που χάρη στην ιδιαιτέρως ογκώδη διαύγεια της, απογειώνει το τερατώδες μουσικό του εκτόπισμα.
 
Ο σχεδόν ανεπαίσθητος post hardcore καπνός, που καλύπτει το χειμαρρώδες και χορταστικό Trail Of The Serpent προέρχεται από τα παθιασμένα φωνητικά τους και την ατίθαση brutal υφή τους, ενώ η δυναμική κιθάρα καλύπτει με το χαμηλό της κούρδισμα την απουσία του μπάσου από τον ήχο των Galvano και σκαρώνει συνεχώς ρωμαλέα riffs σε διάφορους heavy ρυθμούς.
 
Τα ορμητικά stoner ψήγματα των άκρως ελπιδοφόρων Galvano πλαισιώνουν υπέροχα το βαθύ doom υπόβαθρο τους και στολίζουν με την αλήτικη τους αύρα την ζοφερή prog μελαγχολία της κιθάρας και τη sludge ζοχάδα των φωνητικών, ενώ το βαφτισμένο σε δηλητηριώδεις heavy βάλτους groove του Trail Of The Serpent χρωστά στα κατακλυσμιαία ντραμς την ύπαρξη του.
 
Η αιχμηρή sludge υπόσταση του εξόχως απολαυστικού Trail Of The Serpent επιβεβαιώνει τα καλά σχόλια για τους δημιουργούς του με αφορμή το προ τριετίας full length ντεμπούτο τους και θαρρώ ότι ξεπερνά τις μεγάλες προσδοκίες, που οι Galvano είχαν δημιουργήσει με αυτό, καθώς συνδυάζει περίφημα το πρωτόγονο doom τσαγανό με την αβυσσαλέα stoner σπιρτάδα τους.
 
Εν ολίγοις, οι άκρως ταλαντούχοι Galvano εδραιώνουν την ήδη ισχυρή θέση τους ανάμεσα στις πλέον ελπιδοφόρες μπάντες του ακραίου stoner ήχου με το νέο τους δίσκο, καθώς το εκρηκτικό Trail Of The Serpent, το οποίο έρπει στα sludge καταγώγια της ανήλιαγης doom μουσικής, μας προσφέρει εξαιρετικά δυνατές στιγμές extreme κλειστοφοβικής heavy παράνοιας. Φανταστικό.
 
Candlelight Records: Official Website

 
 

Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

Sigiriya - Darkness Died Today


Από το Σουόνσι της Ουαλίας προέρχονται οι Sigiriya, που απαρτίζονται από μέλη θρυλικών συγκροτημάτων όπως είναι οι Acrimony και οι Iron Monkey και πιο συγκεκριμένα από τους Paul στο μπάσο, Darren στα ντραμς, Stuart στην κιθάρα και Matt στη φωνή. Τούτη η σχηματισμένη το 2009 μπάντα κυκλοφόρησε στα μέσα του περασμένου Απρίλη την δεύτερη full length δουλειά της, Darkness Died Today, η οποία περιέχει 8 κομμάτια συνολικής διάρκειας 39 λεπτών.

Ο εν λόγω δίσκος, που κυκλοφορεί μέσω της Candlelight Records, ξεχωρίζει για το εξαιρετικό artwork του, το οποίο αποτελεί δημιούργημα του James Isaac, μιας και ταιριάζει απόλυτα στο δυναμικό μουσικό και στιχουργικό του κλίμα, ενώ διακρίνεται για την πυκνή κι έχουσα αίσθηση ζωντάνιας παραγωγή του, η οποία πέτυχε να αποδώσει περίφημα τις ηχογραφημένες live στο στούντιο με αναλογικό εξοπλισμό συνθέσεις του, τις οποίες απογειώνει με τη δυναμική της.

Η εκρηκτική μουσική των Sigiriya στάζει αδρεναλίνη κι αποτελεί ένα έξοχο μείγμα stoner metal ηχοχρωμάτων και doom rock ηχοτοπίων vintage ομορφιάς, μιας και συνδυάζει υπέροχα τα πιο επιθετικά στοιχεία του stoner ήχου με κάμποσες εξόχως γαλήνιες κι αρμονικές doom μελωδίες, οι οποίες φέρουν στην ισχνή τους υπόσταση μια υφέρπουσα αύρα vintage ψυχεδέλειας, ενώ τα blues ψήγματα τους, αναδεικνύουν τις αιχμηρές κι άκρως απολαυστικές metal αναφορές τους.

Τα riffs της κιθάρας διακρίνονται για τον ορμητικό κι εξόχως heavy χαρακτήρα τους, ο οποίος αποκτά metal αισθητική από τα σαλεμένα της solos, ενώ τα άλλοτε μελωδικά κι άλλοτε πνιγμένα στο γρέζι φωνητικά ξεχειλίζουν πάθος κι ερμηνεύουν με περισσή πειστικότητα τους στίχους του Darkness Died Today, το οποίο οφείλει τον πυκνό κι ογκώδη ήχο του, στο θηριώδες ανάστημα του εξόχως δυναμικού και στιβαρού ωσάν σκυρόδεμα rythm section των πωρωμένων Sigiriya.

Το μπάσο γεμίζει με το απύθμενο και συνάμα απαλό του fuzz το τελικό ηχητικό σύνολο, στο οποίο προσφέρει μουσικό βάθος κι όγκο, εντείνοντας έτσι και την πυκνή του ατμόσφαιρα, ενώ τα δυναμικά ντραμς πλημμυρίζουν το ευωδιάζον μουσική πυρίτιδα Darkness Died Today με το αχαλίνωτο groove τους κι αναδεικνύουν με τον έμφυτο δυναμισμό τους, τόσο τις λιγοστές μα χορταστικές blues πινελιές του, όσο και το heavy ταμπεραμέντο του, που στάζει metal τσαγανό.

Οι σπιρτόζικες αρμονίες του Darkness Died Today αναδεικνύουν τον συνθετικό οίστρο των άκρως ταλαντούχων δημιουργών του, η αψεγάδιαστη απόδοση των οποίων, οφείλεται στην εκτελεστική τους δεινότητα, ενώ το αίσθημα αυθορμητισμού, που διακατέχει τούτο τον εξαίσιο δίσκο στην ολότητα του, οφείλεται τόσο στην ζωντανή του ηχογράφηση, όσο και στην ορμητική φύση των κομματιών του, η οποία μαρτυρά μεράκι κι αγνή αγάπη για τον ανόθευτο stoner ήχο.

Εν ολίγοις, το νέο πόνημα των ραγδαίως ανερχόμενων κι αποφασισμένων να σκαρφαλώσουν στις απόκρημνες heavy κορφές, Sigiriya, ενδείκνυται και προτείνεται ανεπιφύλακτα σε όσες κι όσους γουστάρουν τον επιθετικό stoner ήχο διανθισμένο με ισχνά doom ηχοτοπία ψυχεδελικής υφής, μιας και το εκπληκτικό Darkness Died Today, η κάθε νότα του οποίου στάζει ποιότητα και ξεχειλίζει από μεράκι, αποτελεί ένα άκρως απολαυστικό και μεστό heavy άκουσμα. Φοβερό.

Sigiriya: Facebook
Candlelight Records: Official Website


Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

The Wounded Kings - Consolamentum


Νέος δίσκος για τους σχηματισμένους το 2005 στην Αγγλία, The Wounded Kings, ο οποίος κυκλοφόρησε από την Candlelight Records στα τέλη του περασμένου Φλεβάρη υπό τον τίτλο: Consolamentum. Ο εν λόγω δίσκος αποτελεί την πέμπτη δουλειά της μπάντας και τέταρτη με full length μορφή κι αποτελείται από 7 κομμάτια συνολικής διάρκειας περίπου 48 λεπτών, ενώ η αψεγάδιαστη παραγωγή του, οφείλεται στον χρόνιο συνεργάτη της μπάντας, Chris Fielding.

Η μουσική παρέα του Steve Mills, που σε τούτο το άκουσμα χειρίζεται με δεξιοτεχνία την κιθάρα, το hammond και τα πλήκτρα, η οποία αποτελείται από τον Mike Heath στα ντραμς, τον Alex Kearney στην κιθάρα και την Sharie Neyland στα φωνητικά, απέκτησε ένα νέο μέλος σε σχέση με τον προ τριετίας δίσκο της, τον ταλαντούχο Al Eliadis στο μπάσο, που δείχνει να ταιριάζει απόλυτα και δίχως δυσκολία προσαρμογής, στο μουντό κι απόκοσμο doom ύφος της.

Δεν έχουν αλλάξει και πολύ τα πράγματα στον μουσικό κόσμο των The Wounded Kings, που συνεχίζουν με το Consolamentum να μας προσφέρουν ανίερες doom μελωδίες με occult αύρα, οι οποίες κινούνται σε σχεδόν funeral τέμπο, το οποίο απογειώνει την παραδοσιακή doom δομή τους. Οι κιθάρες σκαρώνουν αργόσυρτα riffs βγαλμένα μέσα από τα έγκατα του heavy χώρου και διανθίζουν την τραχιά ραχοκοκαλιά τους με ψυχεδελικά leads, που γοητεύουν τις αισθήσεις.

Ο περιορισμένος χρόνος των πλήκτρων και του hammond λειτουργεί ευεργετικά για την ροή του Consolamentum, που είναι εφάμιλλη με τα δηλητηριώδη νερά ενός υπόγειου και τοξικού ποταμού, ενώ το σφιχτό rythm section στηρίζεται στο μεστό μπάσο των The Wounded Kings, που πλαισιώνει υπέροχα τα σχεδόν κατακλυσμιαία χτυπήματα των ντραμς, τα οποία χαρίζουν απλόχερα groove μαγεία στο επηρεασμένο από horror θεματικές, τελικό ηχητικό αποτέλεσμα.

Αυτό όμως, που καθιστά μαγευτικό το Consolamentum είναι τα φωνητικά, τα οποία ξεχωρίζουν για τη περίσσια θεατρικότητα τους και για την πειστικότητα στην ερμηνεία των occult στίχων των The Wounded Kings, που φέρνει στο μυαλό κύκνειο άσμα κάποιας μάγισσας προ της πυράς, η οποία καταριέται με απύθμενο μίσος τους δικαστές της, σαγηνεύοντας τους όλους σαν άλλη Σειρήνα με την αισθαντική μα συνάμα κι άκρως ψυχρή ερμηνεία της, που παραλύει το μυαλό.

Το νέο πόνημα των The Wounded Kings, το οποίο ηχογραφήθηκε ζωντανά στο στούντιο, θαρρώ, πως αποτελεί την πλέον μεστή κυκλοφορία τους, καθώς αποδεικνύει την αγνή αγάπη τους για το ανόθευτο doom κι αναδεικνύει τα μουσικά ταλέντα των δημιουργών της με εύγλωττο τρόπο, ενώ το υπνωτικό Consolamentum είμαι σίγουρος, πως θα γοητεύσει τους απανταχού λάτρεις του ανίερου παραδοσιακού doom metal με την λάγνα ομορφιά του. Γλυκό σαν αμαρτία.

The Wounded Kings: Facebook
Candlelight Records: Official Website


Σάββατο 11 Μαΐου 2013

Altar Of Plagues - Teethed Glory & Injury


Οι Ιρλανδοί Altar Of Plagues γεννήθηκαν στο Cork το 2006 κι έκτοτε δεν έχουν σταματήσει να πειραματίζονται με τον ακραίο, μα γεμάτο μελωδικά σημεία ήχο τους, καθώς οι τρεις μουσικοί, που απαρτίζουν τούτη την ιδιαιτέρως ταλαντούχα μπάντα, οι Dave Condon σε φωνητικά και μπάσο, Johnny King σε ντραμς και James Kelly σε κιθάρες, φωνή και πλήκτρα, αναζητούν με κάθε νέο τους πόνημα τα καλλιτεχνικά και συναισθηματικά όρια της έμπνευσης τους.
 
Το ίδιο συμβαίνει και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό και στην τρίτη και καλύτερη ως τώρα, full length δουλειά τους, που κυκλοφορεί τούτες τις μέρες από την βρετανική Candlelight Records υπό τον τίτλο: Teethed Glory & Injury, καθώς σε τούτο το εξαιρετικό άκουσμα, που διακρίνεται εκτός των άλλων και για την αψεγάδιαστη πραγματικά παραγωγή του Jaime Gomez Arellano, η εξέλιξη και η πρόοδος είναι αναμφισβήτητα στοιχεία, όπως ακριβώς και οι καινοτομίες.
 
Η συνολική διάρκεια του δίσκου, που αγγίζει τα 49 λεπτά, είναι κατά τι μικρότερη από αυτή των πρότερων άλμπουμ της μπάντας, ενώ τα 9 κομμάτια του, είναι σχεδόν τα διπλάσια σε αριθμό σε σχέση με τους προηγούμενους δίσκους των Altar Of Plagues και αυτό έχει ως αποτέλεσμα το εντυπωσιακό Teethed Glory & Injury να είναι πιο εύκολα προσβάσιμο, παρά την ιδιαιτέρως δυναμική και σε στιγμές σχεδόν παράφωνη υπόσταση του, καθώς κολακεύει τη ροή του.
 
Το black μοτίβο των Altar Of Plagues έχει γίνει τραχύ κι ακάνθινο και το ονειρικά αποπνικτικό post στοιχείο τους έχει περάσει στο περιθώριο, αν και δεν έχει εξαφανιστεί σε καμία περίπτωση, ενώ τα αχνά drone ψήγματα και τα ανάγλυφα industrial ηχοχρώματα, που χαρακτηρίζουν το τρομερό Teethed Glory & Injury, απογειώνονται από το βαθύ πλέγμα noise και ambient ηχοτοπίων, που ενώνονται με τα ιερά δεσμά του extreme metal ήχου, εις σάρκαν μιαν.
 
Τα διάφορα samples εντείνουν την ηλεκτρονική υφή του Teethed Glory & Injury, καθώς δημιουργούν ένα όξινο ηχητικό σύννεφο, κάτω από το οποίο οι κιθάρες, που άλλοτε έχουν την μορφή δρεπανιών κι άλλοτε τη μορφή ονειροπαγίδας, θερίζουν με περισσή συναισθηματική φόρτιση τους βίαιους καρπούς των ντραμς, τα κατακλυσμιαία χτυπήματα των οποίων, είτε κρατούν τον ρυθμό, είτε οδηγούν τις συνθέσεις, το κάνουν πάντα με ζηλευτή μαεστρία.
 
Το μπάσο συμβάλει σημαντικά με τον δυνατό παλμό του στο παράφωνο μεγαλείο, που ακούει στο όνομα Teethed Glory & Injury, καθώς του προσδίδει όγκο και βάθος, ενώ εντείνει το fuzz της κιθάρας κι ενισχύει το groove των ντραμς, την ίδια στιγμή, που τα φωνητικά είναι τα πλέον ειλικρινή και παθιασμένα στην ιστορία των Altar Of Plagues, καθώς ερμηνεύουν τους γεμάτους αλήθειες στίχους, με πειστικότητα, που θρυμματίζει κόκαλα και που τσακίζει συνειδήσεις.
 
Τα πελώρια ηχητικά κύματα του φοβερού Teethed Glory & Injury σκάνε με μανία στα βράχια του extreme ήχου και συνθλίβουν με σφοδρότητα τα σύνορα του, δημιουργώντας ένα στιβαρό κράμα έντονων ηχητικών συναισθημάτων απαράμιλλης ομορφιάς, που καθηλώνει με κάθε του νότα, καθιστώντας παράλληλα το έσχατο χρονικά πόνημα των Altar Of Plagues ως ένα από τα μουσικά μνημεία της χρονιάς. Λάτρεις της συναισθηματικής βαρβαρότητας, σπεύσατε.

Altar Of Plagues: Facebook
Candlelight Records: Official Website

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Corrosion Of Conformity - Corrosion Of Conformity


Οι Αμερικάνοι Corrosion Of Conformity δημιουργήθηκαν το 1982 στη πολιτεία της North Carolina, ενώ τα διαλείμματα, που κατά καιρούς έκαναν, κάθε άλλο παρά τους έβλαψαν. Η μπάντα αποτελείται όλα αυτά τα χρόνια από τους Mike Dean σε μπάσο και φωνητικά, Reed Mullin στα ντραμς και Woody Weatherman σε κιθάρες και φωνητικά, ενώ ο τραγουδιστής και κιθαρίστας, Pepper Keenan, που εισχώρησε στο line up της μπάντας στα τέλη της δεκαετίας του '80, παραμένει ενεργό μέλος της, παρόλο, που δεν συμμετείχε στην ομώνυμη και όγδοη full length δουλειά της, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Φλεβάρη από την Candlelight Records.

Το Corrosion Of Conformity, που αποτελείται από 11 κομμάτια συνολικής διάρκειας 43 λεπτών, είναι το πρώτο άλμπουμ μετά το Animosity του 1985, στο οποίο συμμετέχουν μόνο τα τρία ιδρυτικά της μέλη, ενώ την πολύ καλή παραγωγή του έχει επιμεληθεί για ακόμη μια φορά στην ιστορία της μπάντας ο John Custer, ο οποίος κατάφερε να προσδώσει καθαρό, μα και οργανικό ήχο στα κομμάτια του συγκροτήματος, τα οποία αποτελούν ένα μεθυστικό απόσταγμα όλης της ως τώρα ηχητικής του πορείας, καθώς διαπερνώνται από την ωμότητα των πρώιμων punk χρόνων του, ενώ τα crossover περάσματα έχουν δέσει υπέροχα με τα southern στοιχεία.

Το tracklist του δίσκου είναι φανταστικό, καθώς η σειρά με την οποία έχουν τοποθετηθεί τα κομμάτια συμβάλει στην καλή ροή του άλμπουμ, ενώ οι εναλλαγές στο τέμπο κρατούν τον ακροατή στην τσίτα για όλη του τη διάρκεια. Η απόδοση της μπάντας δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη, μιας και τα παλικάρια παίζουν μαζί σχεδόν σε όλη τους την μουσική πορεία, οπότε το εκπληκτικό τους δέσιμο δεν αποτελεί πλέον έκπληξη, ενώ η όλη ατμόσφαιρα του δίσκου έχει μια αύρα από τα παλιά, καθώς η αισθητική των κομματιών είναι εμφανώς εμποτισμένη από τον αυθορμητισμό, που πάντα υπήρχε στον εκρηκτικά heavy ήχο των Corrosion Of Conformity.

Εν κατακλείδι, ο ομώνυμος νέος δίσκος των Corrosion Of Conformity, έχω την εντύπωση, πως θα ευχαριστήσει τους οπαδούς της μπάντας, ενώ κάτι μου λέει, πως θα φέρει και νέους φίλους στο συγκρότημα, καθώς το ηχητικό μείγμα του δίσκου, είναι άκρως δυναμικό. Η μπάντα επέστρεψε για τα καλά στο προσκήνιο, έπειτα από 7 χρονιά δισκογραφικής απουσίας, ενώ η συναυλιακή της πορεία τους τελευταίους μήνες καταδεικνύει, πως το συγκρότημα παρά τα σχεδόν 30 χρόνια, που κουβαλά στις πλάτες του, παραμένει άκρως ορεξάτο και ακμαίο, μιας και δεν στερείται έμπνευσης, ενώ φαίνεται, πως το μεράκι για ακόμη μια φορά περισσεύει. Welcome Back.


Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Orange Goblin - A Eulogy For The Damned


Δεκαεφτά χρόνια ζωής συμπληρώνουν φέτος οι Βρετανοί Orange Goblin, οι οποίοι από το 1995 και μετά, δεν έχουν σταματήσει να μας προσφέρουν εξαιρετικούς heavy rock δίσκους, η ποιότητα των οποίων, βρίσκεται σε σταθερά υψηλό επίπεδο, είτε αυτοί καμακώνουν την ψυχεδέλεια, είτε φλερτάρουν την ατίθαση metal μουσική. Αυτό, δεν θα μπορούσε να αλλάξει τώρα, καθώς το A Eulogy For The Damned, που αποτελεί την έβδομη full length δουλειά τους, αλλά και τον παρθενικό τους δίσκο υπό την σκέπη της Candlelight Records, αποδεικνύεται ιδιαιτέρως καλό.

Η παραγωγή του εν λόγω δίσκου είναι πεντακάθαρη, κάτι στο οποίο δεν μας έχει συνηθίσει τούτη η μπάντα, όμως αυτό τελικά λειτουργεί υπέρ της ξεσηκωτικής μουσικής της, μιας και ο Jamie Dodd, που ηγήθηκε της σχετικής διαδικασίας, κατάφερε να καθαρίσει τον ήχο της μπάντας, χωρίς να αλλοιώσει την αλήτικη αύρα των δυναμικών συνθέσεων της, ενώ εξίσου καλή είναι και η δουλειά που έχει κάνει ο ταλαντούχος Jimbob Isaac, o οποίος, φιλοτέχνησε το εντυπωσιακό artwork, που συνοδεύει τα δέκα κομμάτια συνολικής διάρκειας 49 λεπτών, που αποτελούν τούτο το πολύ καλό κι εξόχως δυναμικό άλμπουμ.

Τα δαιμονισμένα riffs του Joe Hoare ευωδιάζουν πυρίτιδα, ενώ το φιτίλι λαμπαδιάζουν τα σπινθηροβόλα χτυπήματα του Chris Turner, ο οποίος μεταχειρίζεται εξαίσια τα ντραμς του. Το μπάσο του Martyn Millard προσδίδει στις εύφλεκτες συνθέσεις του A Eulogy For The Damned το απαραίτητο groove, ενώ η ερμηνεία του Ben Ward ξεχειλίζει από πάθος για ακόμη μια φορά, κάτι που μοιάζει -και είναι- λογικό, καθώς οι στίχοι του είναι ως επί τω πλείστον βιωματικοί, κι αυτό φαίνεται πως το γνωρίζει ο τραγουδιστής των Roadsaw, Craig Riggs, που τον συνοδεύει με τον πλέον ταιριαστό τρόπο στα "Save Me From My Self" και "A Eulogy For The Damned", ενώ άξιο αναφοράς, θαρρώ, πως είναι το γεγονός ότι το κομμάτι "The Filthy And The Few", το οποίο ξεκινά με ένα sample από την cult horror ταινία του 1969, Satan's Sadist, είναι αφιερωμένο στους οπαδούς της μπάντας και κάπου εδώ, νομίζω, ότι πρέπει να αναφερθεί, πως το κερασάκι σε τούτη την ηχητική κι αλκοολούχα τούρτα, αποτελεί το hammond, το οποίο κάνει την εμφάνιση του σε κάποια από τα κομμάτια του A Eulogy For The Damned, ιδιαιτέρως αισθητή.

Εν κατακλείδι, οι Orange Goblin κατάφεραν να συνδυάσουν άψογα τα blues με την punk αισθητική του heavy rock τους, ενώ δεν δίστασαν να διανθίσουν το doom τους με southern πινελιές. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία ενός stoner δίσκου με μπόλικα metal ψήγματα, που θα λατρέψουν οι περισσότεροι -αν όχι όλοι- φίλοι του heavy ήχου. Κάτι, που είναι απόλυτα λογικό, μιας και τα περισσότερα από τα κομμάτια του εν λόγω άλμπουμ ξεχειλίζουν από ενέργεια, καθώς μοιάζουν φτιαγμένα για να ακουστούν ζωντανά στο σανίδι.

Τέλος, καλό θα ήταν να γνωρίζετε, πως τούτοι οι μουσάτοι Λονδρέζοι, που φημίζονται για τις εκρηκτικές συναυλιακές τους επιδόσεις, θα επιστρέψουν στην χώρα μας τον ερχόμενο Οκτώβρη για τρεις μοναδικές εμφανίσεις. Η πρώτη από αυτές, θα λάβει χώρα στο An Club της Αθήνας στις 4 του μήνα, η δεύτερη στο Stage Club της Λάρισας μια μέρα αργότερα, ενώ το τέλος στις εν Ελλάδι εμφανίσεις τους θα δοθεί στις 6 του μήνα στο Eightball Club της Θεσσαλονίκης.


Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Falloch - Where Distant Spirits Remain


Οι Falloch, είναι μια μπάντα που δημιουργήθηκε το 2010 στην Γλασκόβη της Σκωτίας, από τους Andy Marshall και Scott McLean -δύο άτομα ιδιαιτέρως κινητικά στην τοπική metal κοινότητα. Το όνομα της μπάντας είναι εμπνευσμένο από τους καταρράκτες Falls Of Epoch, που βρίσκονται στην περιοχή Crianlarich, των θρυλικών και πραγματικά μαγευτικών Highlands. Όποιος έχει επισκεφθεί τα μέρη αυτά -ανήκω στους τυχερούς, μπορεί να είναι σίγουρος ότι η μουσική της μπάντας, αποτελεί ένα πολύ καλό soundtrack για να συνοδέψει την θέαση των φωτογραφιών, αλλά και όποιος δεν έχει τύχει να ταξιδέψει εκεί, να είναι σίγουρος πως η μουσική αυτής της μπάντας, αποτελεί ιδεατό άκουσμα για να πάρει μια έστω ακουστική, γεύση, των Highlands.

Οι Falloch κυκλοφόρησαν πριν λίγες ημέρες την παρθενική τους full length δουλειά με τίτλο Where Distant Spirits Remain, μέσω της γνωστής δισκογραφικής, Candlelight Records. Ο δίσκος αποτελείται από 7 κομμάτια και διαρκεί περίπου 52 λεπτά. Η παραγωγή του έγινε από τον εξαιρετικό στο είδος του Ronan Chris Murphy, ο οποίος έχει συνεργαστεί με μπάντες όπως Ulver, King Crimson κλπ, οπότε τα όποια σχόλια σχετικά περιττεύουν. Εξώφυλλο και artwork δένουν απίστευτα καλά με το μουσικό περιεχόμενο του άλμπουμ ενώ, οι στίχοι πραγματεύονται θέματα όπως η νοσταλγία, η φύση και η μελαγχολία.

Τα δύο άτομα που αποτελούν την μπάντα κάνουν εξαιρετική δουλειά σε όλα τα μουσικά όργανα ενώ, ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην χρήση των πλήκτρων, μιας και εκτός των άλλων, μέσω αυτών, αναπαράγουν ήχους από τοπικά κελτικά όργανα, που δίνουν μια άκρως ενδιαφέρουσα διάσταση στα κομμάτια τους. Η μουσική τους βασίζεται στο post rock ενώ, περιέχει πολλά folk στοιχεία, shoegaze ψήγματα, περάσματα που σου φέρνουν στο μυαλό ατμοσφαιρικές metal μπάντες, αλλά δεν λείπουν και οι αναφορές στο black παρελθόν της δυάδας -κυρίως ως προς την τεχνοτροπία κάποιων σημείων σε ορισμένα τραγούδια τους.

Οι Falloch έκαναν εντυπωσιακό μπάσιμο στα μουσικά δρώμενα, μιας και το Where Distant Spirits Remain, έχει αγαπηθεί ήδη, τόσο από τον κόσμο, όσο κι από τον μουσικό τύπο. Νομίζω πως η υποδοχή μπάντας και δίσκου υπήρξε εντυπωσιακή, κάτι που εκτός από έκπληκτο -λόγω έκτασης, με βρίσκει και απόλυτα σύμφωνο, καθώς φαίνεται ότι το συγκρότημα θα μας απασχολήσει αρκετά στο μέλλον. Ελπίζω να καταφέρουν σύντομα να βρουν τα άτομα που ψάχνουν για να τους πλαισιώσουν σε live εμφανίσεις, κι εύχομαι να μην τα παρατήσουν διότι νιώθω πως έχουν να προσφέρουν πολλά στον χώρο στον οποίο επέλεξαν να κινηθούν. Η μουσική τους είμαι σίγουρος ότι θα αποδειχθεί όμορφη συντροφιά για πολλούς, οπότε, δεν υπάρχει λόγος για να το καθυστερείτε. Απλά, απολαύστε τους.

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Cruachan - Blood On The Black Robe


Οι Ιρλανδοί Cruachan, που δημιουργήθηκαν στο Δουβλίνο το 1992, θεωρούνται -και είναι, από τους πρωτοπόρους του Pagan Metal ιδιώματος, μιας και υπήρξαν μόλις το δεύτερο συγκρότημα που ενσωμάτωσε folk στοιχεία στον ακραίο metal ήχο του. Σκοπός τους ήταν να συνδυάσουν το -ιρλανδικής αισθητικής, black metal τους, με στοιχεία -μουσικά και μη, από την κέλτικη καταγωγή τους. Ο χρόνος δείχνει πως τα έχουν καταφέρει περίφημα, παρά τις πολλές δυσκολίες που συνάντησαν στο διάβα τους.

Τα τελευταία χρόνια, η μπάντα προχώρησε σε κάποιες αλλαγές. Οι σημαντικότερες από αυτές, νομίζω πως είναι η αποχώρηση από το συγκρότημα της τραγουδίστριας Karen Gilligan -η οποία και δεν αντικαταστάθηκε από τη μπάντα, αλλά και η υπογραφή συμβολαίου με την δισκογραφική Candlelights Records, μέσω της οποίας, πριν λίγους μήνες, κυκλοφόρησαν τον έκτο τους δίσκο, ο οποίος φέρει τον τίτλο: Blood On The Black Robe και αποτελείται από 11 κομμάτια ενώ, η διάρκεια του αγγίζει τα 58 λεπτά.

Η παραγωγή του δίσκου είναι πολύ καλή και θαρρώ, πως είναι η καλύτερη που είχε ποτέ η μπάντα. Οι στίχοι είναι στο γνωστό τους μοτίβο ενώ, η μουσική τους έχει γίνει περισσότερο ωμή, μιας και έχει στραμμένο το βλέμμα της στα πρώτα χρόνια της μπάντας. Φυσικά, τα folk στοιχεία παραμένουν σε πρώτο πλάνο, αφού το μπουζούκι, τα βιολιά, το φλάουτο, το μαντολίνο, αλλά και τα λιγοστά γυναικεία φωνητικά -της αποχωρήσασας πλέον, Karen Gilligan, προσδίδουν την απαραίτητη ποικιλία στις συνθέσεις του δίσκου.

Οι Cruachan επέστρεψαν με τον πλέον δυναμικό τρόπο στο προσκήνιο, έχοντας στην φαρέτρα τους το Blood On The Black Robe, που αποτελεί ένα να από τα πιο ακραία τους άλμπουμ. Τα πέντε χρόνια που χρειάστηκε να περάσουν για να κυκλοφορήσουν το φετινό τους πόνημα, ίσως να είναι πολλά, αλλά κρίνοντας από το αποτέλεσμα, μπορώ να πω με σιγουριά, πως η αναμονή άξιζε και με το παραπάνω. Για του λόγου το αληθές...