Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Nuclear Blast. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Nuclear Blast. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

Blues Pills - Lady In Gold

 
Ήταν το έτος 2011 όταν από το Έρεμπρο της Σουηδίας ξεκίνησαν οι ανερχόμενοι Blues Pills την ξέφρενη τους πορεία στα heavy αύρας retro σοκάκια του rock ήχου και πέντε χρόνια μετά το παθιασμένο κι ορμητικό τους διάβα συνεχίζεται το ίδιο δυναμικά, καθώς η Elin Larsson στην φωνή, ο Dorian Sorriaux στην κιθάρα, ο Zack Anderson στο μπάσο και ο André Kvarnström στα ντραμς κυκλοφόρησαν δια μέσω της Nuclear Blast το δεύτερο full length τους άλμπουμ.
 
Πριν από αυτό όμως, οι τρομερά ταλαντούχοι Blues Pills είχαν σπείρει τον πανικό με τις πολλές και συνήθως εκρηκτικές τους live εμφανίσεις, αλλά και με το προ διετίας παρθενικό κι ομώνυμο τους άλμπουμ και σε συνδυασμό με τα διάφορα EPs και Singles, που κατά καιρούς έβγαλαν, οι προσδοκίες για το νέο τους δίσκο, που φέρει τον τίτλο Lady In Gold και περιέχει 10 κομμάτια συνολικής διάρκειας 40 λεπτών, είχαν φυσιολογικά ανέλθει σε τρομακτικά και δυσθεώρητα ύψη.
 
Αυτή η τεράστια ίσως πίεση, που δέχτηκαν από media και οπαδούς οι Blues Pills δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω εάν και κατά πόσο τους επηρέασε όμως σίγουρα δεν άλλαξε τα σχέδια τους για το Lady In Gold και την ηχητική κατεύθυνση του, καθώς αντί να επαναπαυθούν κι απλώς να αντιγράψουν τους εαυτούς τους και την φοβερά επιτυχημένη συνταγή του ντεμπούτο τους, εδώ έχουν ενσωματώσει αρκετά νέα στοιχεία στον ήχο τους, που σίγουρα ξένισαν κάμποσο κόσμο.
 
Μελωδικά soul ηχοχρώματα πλαισιώνουν στο χορταστικό Lady In Gold τη blues σπιρτάδα και τον αρκούντως heavy χαρακτήρα των Blues Pills, οι οποίοι εδώ διανθίζουν με αχνά και σχεδόν ανεπαίσθητα gospel νοοτροπίας ψήγματα το εκρηκτικό τους rock 'n' roll ταμπεραμέντο, το οποίο χάρη στην τολμηρή τους έμπνευση και φαντασία, μαρτυρά τα ασθενικά τους pop ψήγματα και στολίζει με μοντέρνας alternative αύρας αιχμές την ξεθωριασμένη τους πλέον vintage αισθητική.
 
Ισχνές αχτίδες 60's ευωδίας συντροφεύουν αρμονικά τις σύγχρονης rock ιδιοσυγκρασίας blues πινελιές του εύφλεκτου Lady In Gold και αχνή heavy ψυχεδέλεια σκεπάζει την ευαίσθητη pop πλευρά του, η οποία μαρτυρείτε κυρίως μες από τη μοντέρνα συνθετική προσέγγιση του, που σε συνδυασμό με την διαυγή και ρωμαλέα παραγωγή του Don Alsterberg, μας παρουσιάζει με τρόπο εύγλωττο την στροφή των Blues Pills μακριά από τις θερμές τους retro rock καταβολές.
 
Φυσικά και τα σπιρτόζικα 70's αρώματος blues rock στοιχεία δεν λείπουν από το γοητευτικό Lady In Gold όμως έχουν παραδώσει τον μέχρι πρότινος κυρίαρχο τους ρόλο στον φλογερό ήχο των Blues Pills στα αναιμικής pop αισθητικής τους soul ρινίσματα, τα οποία βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με τις μοντέρνας rock 'n' roll ευωδίας ανησυχίες και την εγγενή τους heavy αύρα, προσφέροντας μας ένα μάλλον άνισο μα κι απολαυστικό συνάμα rock άκουσμα. Έξοχο.
 
Blues Pills: Official Website
Nuclear Blast: Official Website
 

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016

Mantar - Ode To The Flame

 
Από την Γερμανία όπου και σχηματίστηκαν στα τέλη του 2012 προέρχονται οι ραγδαίως ανερχόμενοι κι άκρως ταλαντούχοι Mantar, που παρά το σχεδόν εκκωφαντικά heavy εκτόπισμα τους, απαρτίζονται από μόλις δυο μουσικούς και πιο συγκεκριμένα από τον Erinc σε φωνητικά και ντραμς κι από τον Hanno σε φωνητικά και κιθάρα, οι οποίοι στα μέσα του περασμένου Απρίλη κυκλοφόρησαν δια μέσω της Nuclear Blast Records τη νέα τους full length δουλειά.
 
Πρόκειται για το εξαιρετικό Ode To The Flame, που αποτελεί τον δεύτερο ολοκληρωμένο studio δίσκο τους, καθώς περιέχει δέκα κομμάτια συνολικής διάρκειας 44 λεπτών, ενώ ειδικής μνείας αξίζει τόσο το φανταστικό artwork της νέας δουλειάς από τους φοβερούς Mantar, που μας βάζει για τα καλά στο σκαιό μουσικό κλίμα τους, όσο κι η τρομερή κι άκρως δυναμική παραγωγή τους, που ισορροπεί τέλεια μεταξύ χειμαρρώδους heavy διαύγειας και ακανθώδους fuzz βρωμιάς.
 
Ιδιαιτέρως συμπαγή και ρωμαλέα είναι τα παχιά και πυκνά riffs της κιθάρας, τα οποία άλλοτε μας οδηγούν σε τραχιά κι αιχμηρά black ηχοτοπία μες από στενές sludge ατραπούς κι άλλοτε μας βυθίζουν σε ανίερους και δηλητηριώδεις doom βάλτους, που αναδύουν έντονα punk αρώματα, ενώ τα οπιούχα της leads οδηγούν στα πλέον extreme και διεστραμμένα metal μονοπάτια το εφιαλτικά παραμυθένιο Ode To The Flame από τους πάρα πολλά υποσχόμενους Mantar.
 
Βορβορώδη σε στιγμές είναι τα ως επί τω πλείστο καταιγιστικά ντραμς στο απόκοσμα μαγευτικό Ode To The Flame, το οποίο διανθίζουν επιτυχώς με το σκληρής κι ακραίας metal αισθητικής groove τους, απογειώνοντας έτσι τις νοσηρά θελκτικές μελωδίες της μοναχικής και ιδιαιτέρως στιβαρής κιθάρας των Mantar, παρέα με την οποία συνθέτουν ένα τρομακτικά heavy δίδυμο, τόσο βαρύ και αβυσσαλέα ορμητικό, που ισοπεδώνει τα πάντα στο μανιασμένο του διάβα.
 
Ουρλιαχτά brutal χροιάς, πότε με σχιστή black υφή και πότε με ακραία punk ηχοχρώματα στην αλήτικη τους sludge ανάσα ερμηνεύουν με περισσή κι ανησυχητική συνάμα πειθώ τους όχι και τόσο χαρωπούς στίχους του Ode To The Flame, το οποίο χρωστά στην εκτελεστική δεινότητα και τον συνθετικό οίστρο των διαβολικά ικανών Mantar, τόσο την στιβαρή doom υφή του, όσο και την επιεικώς θηριώδη του heavy υπόσταση, που τρομάζει με το τερατώδες της παράστημα.
 
Σε σχετικά υψηλούς ρυθμούς κινούνται οι ματωμένες κι αιμοβόρες συνάμα heavy αναζητήσεις των Mantar στο νέο πόνημα τους, αν και σε στιγμές τα βασανιστικά όμορφα τους mid-tempo περάσματα εδραιώνουν με τρόπο εύγλωττο την επιβλητική τους παρουσία στο ζωώδες λάγνο κτήνος, που ακούει στο όνομα Ode To The Flame και το οποίο με την λυσσαλέα του sludge γοητεία ωθεί τους δημιουργούς του κοντά στις απόκρημνες blackened doom κορφές. Θαυμάσιο.
 
Nuclear Blast: Official Website
 

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Witchcraft - Nucleus

 
Θαρρώ ότι δεν χρειάζονται και ιδιαίτερες συστάσεις οι σχηματισμένοι το 2000 στην Σουηδία Witchcraft, οι οποίοι αν και χρησιμοποιούν μια όχι και τόσο σπάνια λέξη για όνομα εντούτοις έχουν επιτύχει να ξεχωρίσουν δια της μαγευτικής τους μουσικής από τον σωρό, καθώς υπήρξαν από τους πρωτοπόρους της αναβίωσης του doom rock ήχου, που συντελείται ακόμη και τώρα.
 
Αφορμή για τούτες τις γραμμές όμως δεν είναι κάποια αναδρομή στο συγκεκριμένο rock είδος γενικότερα μα ο καινούριος δίσκος από τους Witchcraft, ο οποίος κυκλοφόρησε πρόσφατα από την επίσης γνωστή Nuclear Blast Records υπό τον τίτλο Nucleus κι ο οποίος περιέχει εννέα εξόχως χορταστικά κι άκρως περιπετειώδη κομμάτια συνολικής διάρκειας περίπου 70 λεπτών.
 
Δυναμικές hard rock μελωδίες αποτελούν σε συνδυασμό με τον έμφυτο blues χαρακτήρα των Witchcraft το ιδιαιτέρως απολαυστικό Nucleus, το οποίο είναι διανθισμένο επιτυχώς με ισχυρά folk στοιχεία και με αχνές prog πινελιές, που καθιστούν σχεδόν ακαταμάχητη την doom rock αύρα του κι αναδεικνύουν συνάμα τα heavy ευωδίας occult ψήγματα του vintage του αρώματος.
 
Υφέρπουσα rock ψυχεδέλεια και ψευδαισθήσεις old school metal αλητείας διαπερνούν αρμονικά τα ιδιαιτέρως βαριά κομμάτια του Nucleus, μαρτυρώντας τον συνθετικό κι εκτελεστικό οίστρο των Witchcraft, που σε τούτο τον δίσκο απαρτίζονται από τον ιδρυτή τους Magnus Pelander σε κιθάρα και φωνή, τον Tobias Anger στο μπάσο κι από τον Rage Widerberg στα τύμπανα.
 
Σημαντική είναι η συμβολή του πολυπράγμων αρχηγού των Witchcraft και στην παραγωγή του νέου τους άλμπουμ, την οποία επιμελήθηκε παρέα με τους Philip Gabriel Saxin κι Anton Sundell, χαρίζοντας έτσι την απαραίτητη διαύγεια στο σκαιό και ισχνό fuzz μοτίβο του Nucleus, το οποίο διακρίνεται εκτός όλων των άλλων για την ηχητική του θέρμη και την αβυσσαλέα του ζεστασιά.
 
Riffs άλλοτε στιβαρά και συμπαγή κι άλλοτε κοφτά και παιχνιδιάρικα σκαρώνει με μαεστρία η κιθάρα των Witchcraft, η οποία συχνά πυκνά μας ταξιδεύει σε ανείπωτης ομορφιάς retro rock σοκάκια με τα μεθυστικά της leads και τα εθιστικά της solos, ενώ ντραμς και μπάσο υπέροχα συνεργάζονται και χαρίζουν όγκο και βάθος με το τραχύ τους groove στο εξαιρετικό Nucleus.
 
Παθιασμένα κι αισθαντικά είναι τα φωνητικά και θαρρώ ότι κλέβουν δίκαια την παράσταση στο ιδιαιτέρως απολαυστικό Nucleus, μιας και μαρτυρούν δυναμισμό παλαιάς rock υφής, ενώ το φλάουτο πασπαλίζει τις συνθέσεις των Witchcraft με folk σκόνη και την ίδια στιγμή τα διακριτικά πλήκτρα ενισχύουν άψογα τις ήδη πυκνές τους prog αναθυμιάσεις με την λυρική τους ευωδία.
 
Τέλος, νομίζω ότι το μελαγχολικό ambient πέπλο, που παραμονεύει στο blues τσαγανό και στο hard rock ταμπεραμέντο του Nucleus, ταιριάζει γάντι στον doom rock λυρισμό του κι αναδεικνύει έτσι την αρκούντως heavy αύρα του, η οποία χάρη στο περίσσιο ταλέντο και την δεξιοτεχνία των έξοχων Witchcraft, αποθεώνει τις folk αποχρώσεις της vintage ψυχεδέλειάς τους. Εκπληκτικό.
 
Witchcraft: Facebook
Nuclear Blast: Official Website
 

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015

Kadavar - Berlin

 
Οι ανερχόμενοι Kadavar σχηματίστηκαν στην Γερμανία πριν από λίγα χρόνια και ύστερα από τις λιγοστές αλλαγές στη σύνθεση τους, πλέον απαρτίζονται από τον Lupus σε κιθάρα και φωνή, τον Tiger στα ντραμς και τον Simon στο μπάσο, οι οποίοι στα τέλη του περασμένου Αυγούστου κυκλοφόρησαν τη νέα και τρίτη συνολικά full length δουλειά τους μέσω της Nuclear Blast.
 
Το εν λόγω άλμπουμ, που φέρει τον τίτλο Berlin, περιέχει 11 κομμάτια συνολικής διάρκειας 46 λεπτών και πλαισιώνεται από ένα retro αισθητικής artwork, που κολακεύει την παλιομοδίτικη rock αύρα του, ενώ ξεχωρίζει για την διαυγή κι αναλογικής υφής παραγωγή του, που ενισχύει σημαντικά με την ηχητική της ζεστασιά το vintage άρωμα των συναρπαστικών του συνθέσεων.
 
Ο οργανικός χαρακτήρας του χορταστικού Berlin ευνοεί τις περιπετειώδεις συνθέσεις του και τους χαρίζει μια απολαυστική ευωδία hard rock πυρίτιδας, που κολακεύει το ισχνό stoner άρωμα τους και συνάμα καθιστά μεθυστικό το σπινθηροβόλο heavy rock ταμπεραμέντο των Kadavar, οι οποίοι έχουν επενδύσει με σπιρτόζικη vintage φρεσκάδα την εκρηκτική retro τους ψυχεδέλεια.
 
Τα δυναμικά ντραμς των Kadavar με μαεστρία κρατούν τα μπόσικα των νέων τους συνθέσεων, τις οποίες πλημμυρίζουν με το χειμαρρώδες κι ορμητικό τους groove, ενώ συνθέτουν ένα στιβαρό και συμπαγές rythm section με το μεστό τους μπάσο, το οποίο γεμίζει φανταστικά τα κομμάτια του Berlin κι αναδεικνύει συνάμα τις αιχμηρές, αν και μάλλον αχνές, funk πινελιές του.
 
Η ρωμαλέα κιθάρα των Kadavar, άλλοτε σκαρώνει δυνατά riffs, που ξεχειλίζουν αδρεναλίνη κι ενέργεια τραχιάς hard rock αύρας κι άλλοτε υφαίνουν solos εμποτισμένα με ισχυρές heavy psych αναθυμιάσεις κι αβυσσαλέας γοητείας leads βαριάς heavy rock αύρας, που σε συνδυασμό με την metal χροιά της φωνής, ενισχύουν σημαντικά την ήδη πλούσια rock ποικιλία του Berlin.
 
Εν ολίγοις, στο εξαιρετικό Berlin η υφέρπουσα prog αίσθηση και τα σχεδόν ανεπαίσθητα garage σκιρτήματα των Kadavar, αναδεικνύουν τον έμφυτο hard rock χαρακτήρα τους κι απογειώνουν την retro τους υπόσταση, μιας και καθιστούν άκρως δροσερή τη vintage αισθητική, καθώς και την ατίθαση rock ψυχεδέλεια, που διαπερνά το ρωμαλέο heavy rock υπόβαθρο τους. Εξαίρετο.
 
Kadavar: Facebook
Nuclear Blast: Official Website
 

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

Amorphis - Under The Red Cloud

 
Η μεγάλη metal σχολή της Φινλανδίας έχει την τύχη να φιλοξενεί μερικές πραγματικά εξαιρετικές και σημαντικές μπάντες, όπως για παράδειγμα οι φημισμένοι Amorphis, οι οποίοι γεννήθηκαν στο Ελσίνκι το 1990 κι έκτοτε δεν έχουν σταματήσει να μας κρατούν συντροφιά με τις διάφορες studio δουλειές τους, οι οποίες κατά γενική ομολογία δεν έφτασαν δυστυχώς ποτέ στο επίπεδο των 2-3 πρώτων τους δίσκων, αν και σε κάποιες περιπτώσεις πλησίασαν αρκετά σε αυτό.
 
Το γεγονός βέβαια, πως ποτέ δεν έμειναν στάσιμοι σε ένα είδος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αποδοχή των εκάστοτε δουλειών τους, καθώς η σταδιακή μεν, σχεδόν ριζική δε, μετάβαση από τα death νιάτα και την doom/death εφηβεία τους σε melodic death και γαλήνια heavy metal ηχοτοπία με μοναδικές σταθερές τις άλλοτε έντονες κι άλλοτε αχνές folk και prog αναφορές τους, δεν τους βοήθησε καθόλου στο να κρατούν συνεχώς ικανοποιημένο το μεγάλο τους κοινό.
 
Ο λόγος φυσικά δεν είναι άλλος από το ότι οι λάτρεις των Amorphis όπως συμβαίνει σε πολλές πτυχές της μουσικής κι όχι μόνο, δεν θα μπορούσαν εκ των πραγμάτων ποτέ να φθάσουν σε μια άτυπη συμφωνία ως προς το τι τους ταιριάζει καλύτερα και κάπου εδώ μπαίνει στην κουβέντα το νέο τους πόνημα, που κυκλοφόρησε με τίτλο Under The Red Cloud μέσω της Nuclear Blast, το οποίο θαρρώ ότι αποτελεί την πλέον ισορροπημένη και μεστή studio δουλειά τους ως τώρα.
 
Τα γνωστά progressive στοιχεία των Amorphis εδώ είναι διανθισμένα με σχεδόν ανεπαίσθητα doom/death ηχοχρώματα κι έντονες folk πινελιές με βαριά oriantal αύρα, ενώ τα ελεγχόμενα death ξεσπάσματα του Under The Red Cloud απογειώνουν τη melodic πτυχή των δημιουργών του και το καθιστούν έτσι ένα εξόχως απολαυστικό metal άκουσμα, τα 10 κομμάτια συνολικής διάρκειας σχεδόν 50 λεπτών του οποίου, μας ταξιδεύουν σε πολύχρωμα σκληρά rock σοκάκια.
 
Οι ρωμαλέες κιθάρες υφαίνουν συνεχώς δυνατά κι ορμητικά riffs κι εναλλάσσονται αρμονικά με τα πλήκτρα στην δημιουργία εθιστικών leads και solos, ενώ τα πότε brutal και πότε καθαρά φωνητικά των Amorphis είναι εμπλουτισμένα με διακριτικά γυναικεία φωνητικά κι αναδεικνύουν έτσι υπέροχα την γαλήνια υφή του πιάνο, του φλάουτου, του hammond και του οργάνου, τα οποία προσφέρουν στο Under The Red Cloud μεθυστικές λεπτομέρειες folk metal νοσταλγίας.
 
Όμως, πολύ σημαντικό ρόλο στην ομαλή ροή και την αψεγάδιαστη εξέλιξη του χορταστικού Under The Red Cloud παίζουν τα ντραμς και το μπάσο, που συγκροτούν ένα ιδιαιτέρως στιβαρό και συμπαγές rythm section κι ενισχύουν έτσι την heavy δυναμική του, ενώ ειδικής μνείας αξίζουν οι ίδιοι οι Amorphis, καθώς εδώ όλα δείχνουν ότι έχουν φθάσει στο σημείο, που πάντοτε ήθελαν, δηλαδή στην απόλυτη ισορροπία της πλούσιας μουσικής τους κληρονομιάς.
 
Εν ολίγοις, το υπ' αριθμόν δώδεκα full length άλμπουμ των Amorphis, που πλαισιώνεται από ένα φανταστικό artwork, θαρρώ ότι αποτελεί έναν εξαιρετικό metal δίσκο, που θα ικανοποιήσει τόσο τους φαν των παλαιότερων άλμπουμ τους, όσο και των λάτρεις της νεότερης δισκογραφίας τους, μιας και το έξοχο Under The Red Cloud περιέχει κι έχει συνδυάσει με περισσή μαεστρία και τιμιότητα τα πιο εκλεκτά στοιχεία των διαβολικά ταλαντούχων δημιουργών του. Εξαίρετο.
 
Amorphis: Official Website
Nuclear Blast: Official Website
 

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Graveyard - Innocence & Decadence

 
Οι εξαιρετικοί Graveyard σχηματίστηκαν στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας πριν από περίπου δέκα χρόνια κι απαρτίζονται από τον Joakim Nilsson σε κιθάρα και φωνή, τον Axel Sjöberg στα ντραμς, τον Jonatan Ramm στην κιθάρα και τον Truls Mörck, πρώην κιθαρίστα τους, που σχετικά πρόσφατα αντικατέστησε τον οικειοθελώς αποχωρήσαντα Rikard Edlund στο μπάσο.  
 
Το νέο πόνημα των Graveyard και συνολικά τέταρτη ως τώρα full length δουλειά τους, που είναι η αφορμή για τούτο το κείμενο, κυκλοφόρησε πρόσφατα μέσω της Nuclear Blast υπό τον τίτλο Innocence & Decadence και περιέχει έντεκα κομμάτια συνολικής διάρκειας 43 λεπτών, ενώ διακρίνεται εκτός όλων των άλλων και για το χρωματιστό του και γεμάτο retro φαντασία artwork.
 
Η ζωντανή ηχογράφηση του Innocence & Decadence και η αναλογικής αύρας παραγωγή του πλημμυρίζουν τα εθιστικά του κομμάτια με vintage ζεστασιά κι αναδεικνύουν υπέροχα το εύφλεκτο rock 'n' roll τσαγανό των Graveyard, οι οποίοι σε τούτο το δίσκο μοιράζονται μεταξύ τους τα φωνητικά κι ενισχύουν έτσι σημαντικά τόσο την ποικιλία του, όσο και την ομαλή του ροή.
 
Τα παθιασμένα κι αισθαντικά φωνητικά επενδύουν με το έμφυτο τους γρέζι τον αχνό fuzz χαρακτήρα της κιθάρας κι εμπλουτίζουν έτσι το Innocence & Decadence με heavy psych πινελιές, ενώ οι ανέμελες κιθάρες των Graveyard υφαίνουν συνεχώς εκρηκτικά riffs, άλλοτε σε κλασσικό rock ύφος κι άλλοτε πάνω σε ένα στολισμένο με soul ηχοχρώματα blues rock μοτίβο.
 
Ο σπινθηροβόλος rock 'n' roll χαρακτήρας των Graveyard οφείλει τις ισχνές jazz ατασθαλίες του στα δυναμικά τους ντραμς, που φλερτάρουν με τα blast beats σε στιγμές και το σκανδαλιάρικο groove τους, ενώ το μεστό τους μπάσο ζωγραφίζει ανάγλυφα heavy rock ηχοτοπία στο έξοχο Innocence & Decadence με την έμφυτη stoner ενέργεια και την αχαλίνωτη του αδρεναλίνη.
 
Τέλος, τα περιορισμένα θηλυκά ala gospel φωνητικά ενισχύουν την υφέρπουσα μελαγχολία και την ξεθωριασμένη φρεσκάδα του Innocence & Decadence και με τα σχεδόν αόρατα πλήκτρα σταθεροποιούν την απόλυτη ισορροπία της εκρηκτικής hard rock υπόστασης και της γαλήνιας αύρας των Graceyard κι αυτό αν και ίσως ξενίζει κάμποσους, θαρρώ ότι εδώ λειτουργεί θετικά.
 
Εν ολίγοις, το χορταστικό Innocence & Decadence, που κινείται στο γνωστό vintage μοτίβο των Graveyard, αποτελεί έναν εξαιρετικό, γεμάτο συναισθήματα κι αρκούντως διασκεδαστικό δίσκο, μιας και μπορεί να στερείται πρωτοτυπίας, εντούτοις όμως, βρίθει από αγνό rock 'n' roll μεράκι και ξεχειλίζει με κάθε του νότα heavy psych αλητεία, soul γοητεία και blues αδρεναλίνη. Έξοχο.
 
Graveyard: Facebook / Twitter
Nuclear Blast: Official Website
 

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

Orchid - The Mouths Of Madness


Από το 2006 οπότε και γεννήθηκαν στο Σαν Φρανσίσκο οι απαρτιζόμενοι από τους Theo Mindell σε φωνητικά, Carter Kennedy σε ντραμς, Mark Thomas Baker σε κιθάρα και Keith Nickel σε μπάσο, Orchid, έχουν καταφέρει να τραβήξουν τα βλέμματα της heavy σκηνής κι όχι μόνο, πάνω τους, καθώς κάθε τους βήμα αποτελεί αιτία για σχολιασμό, αλλά και διαφωνίες.
 
Ένας από τους λόγους για αυτό είναι η εμφανής επιρροή τους από τους πατέρες του heavy ήχου, Black Sabbath, την οποία ποτέ δεν αρνήθηκαν και ποτέ δεν προσπάθησαν να κρύψουν και αυτό φυσικά και είναι προς τιμήν τους, καθώς καταδεικνύει εμπιστοσύνη στις επιλογές τους, αλλά και θάρρος, καθώς για να ξεχωρίσουν, πρέπει να ακολουθήσουν τον δύσκολο δρόμο.
 
Βέβαια, η πρόσφατη σύναψη συνεργασίας με την τεράστια Nuclear Blast έριξε κι άλλο λάδι στη φωτιά της προκατάληψης για τους Orchid, αλλά αυτό ευτυχώς μοιάζει να μην τους επηρεάζει, καθώς όπως αποδεικνύει ο δεύτερος full length δίσκος τους με τίτλο: The Mouths Of Madness, τούτη η ραγδαίως ανερχόμενη μπάντα, δεν πρόκειται να κάνει εκπτώσεις στην τέχνη της.
 
Τα 9 κομμάτια συνολικής διάρκειας 56 λεπτών, που αποτελούν το The Mouths Of Madness, μαρτυρούν συνθετική κι εκτελεστική πρόοδο, αλλά και διάθεση για βελτίωση σε όλους τους τομείς από τους Orchid, καθώς τόσο σε μουσικό, όσο και στιχουργικό κι οπτικό επίπεδο, η εξέλιξη είναι εύγλωττη, αλλά το σημαντικότερο, κολακευτική για την μπάντα και τον ήχο της.
 
Οι νέες συνθέσεις των Orchid είναι πιο άμεσες, καθώς οι κιθάρες ηχούν πλέον περισσότερο βαριές κι επιθετικές, ενώ σε συνεργασία με τα σκανταλιάρικα ντραμς, ο ήχος των οποίων ίσως είναι το μοναδικό ψεγάδι της κατά τα λοιπά πολύ καλής παραγωγής, ανεβάζουν το τέμπο των συνθέσεων, προσδίδοντας έτσι στο 70's αισθητικής doom rock τους, μια έξτρα σπιρτάδα.
 
Τα riffs μοιάζουν βγαλμένα από το τεράστιο βιβλίο του Iommi και τα αισθαντικά solos διανθίζουν το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα με μια γοητευτική δόση τρέλας, η οποία αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τα retro ψυχεδελικά ψήγματα, που εμφανίζονται κυρίως λόγω των πλήκτρων στο εξαιρετικό The Mouths Of Madness, καθιστώντας το έτσι, άκρως απολαυστικό.
 
Το αδάμαστο μπάσο υποστηρίζει με περισσή μαεστρία, τόσο τα δυναμικά ντραμς, ενισχύοντας παράλληλα το groove τους, όσο και την ατίθαση κιθάρα, που πιστά συντροφεύει, ενώ τα φωνητικά διακρίνονται για την ειλικρινή και παθιασμένη ερμηνεία των αρκετά προσωπικών, μα πάντα εμποτισμένων με μια μαγευτική occult αύρα, στίχων του The Mouths Of Madness.
 
Οι πινελιές της φυσαρμόνικα και του πιάνου προσφέρουν μια σχεδόν ανεπαίσθητη prog υφή στο The Mouths Of Madness, ενώ το ντέφι ενισχύει την ήδη έντονη vintage αίσθηση, που το συνοδεύει, απογειώνοντας παράλληλα τον heavy χαρακτήρα του hippie αισθητικής doom rock των Orchid, που αν δεν το καταλάβατε ως τώρα, μόλις κυκλοφόρησαν έναν δίσκο μάλαμα.
 
Εν ολίγοις, οι λάτρεις της heavy μουσικής, που ασχολούνται με την ουσία, δηλαδή την μουσική αυτή καθαυτή και ουχί με όλα τα υπόλοιπα, καλό θα ήταν να ακούσουν το συντομότερο δυνατόν το The Mouths Of Madness των εκκολαπτόμενων ηγετών της doom rock σκηνής, Orchid, διότι οι νέες τους μελωδίες, δεν υπάρχει περίπτωση να μην συναρπάσουν άπαντες εξ αυτών.

Orchid: Bandcamp / Facebook
Nuclear Blast: Official Website

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Graveyard - Lights Out


Οι γεννημένοι το 2007 στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, Graveyard, οι οποίοι απαρτίζονται από τους Joakim Nilsson σε κιθάρα και φωνητικά, Rikard Edlund σε μπάσο, Axel Sjöberg σε τύμπανα και κρουστά και Jonatan Ramm σε κιθάρα, κυκλοφόρησαν πριν λίγες ημέρες την τρίτη τους full length δουλειά και δεύτερη μέσω της Nuclear Blast, με τίτλο: Lights Out.

Ο εν λόγω δίσκος, ο οποίος οφείλει τον διακριθέν για την ζεστασιά και διαύγεια ήχο του, στην εξαιρετική δουλειά, που έκανε ο Don Alsterberg στον τομέα της παραγωγής, αποτελείται από 9 κομμάτια συνολικής διάρκειας 35 περίπου λεπτών, ενώ ξεχωρίζει για τους σαρκαστικούς στίχους του, που είναι περισσότερο προσωπικοί, αλλά και πιο κυνικοί συγχρόνως, από ποτέ.

Η μουσική του κατεύθυνση είναι λιγότερο heavy σε σύγκριση με τους προκατόχους του, αλλά εξίσου, αν όχι περισσότερο δυναμική με τις μελωδίες εκείνων, καθώς οι Graveyard φαίνεται να κατασταλάζουν σε ένα ιδιαιτέρως εκρηκτικό rock 'n' roll μοτίβο, το οποίο επιτυχώς για ακόμη μια φορά, διανθίζουν με έντονα blues στοιχεία, αλλά και vintage αισθητικής, κλασσικό rock.

Το fuzz περισσεύει στις περιπετειώδεις συνθέσεις του εύφλεκτου Lights Out, ενώ το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το groove, το οποίο ξεσηκώνει με την σκανταλιάρικη υπόσταση του. Η ψυχεδέλεια έχει πλέον αποχωρήσει σχεδόν ολοκληρωτικά από το ρεπερτόριο της μπάντας, αν κι έχω την εντύπωση, πως τούτος ο δίσκος, είναι ο πλέον σκοτεινός της ως τώρα πορείας της.

Τα ζαβολιάρικα riffs, που με μαεστρία οι κιθάρες πλέκουν, διανθίζονται από τα βαπτισμένα στα οπιούχα νερά του 60's rock ήχου, solos, που οι ίδιες υφαίνουν, ενώ τα μελωδικά τους σημεία, που δεν είναι και λίγα, πλαισιώνονται υπέροχα τόσο από το όργανο, που εντείνει τον retro τους χαρακτήρα, όσο κι από το mellotron, το οποίο καθιστά μεθυστική, την vintage αύρα τους.

Το μπάσο συμβάλει τα μέγιστα στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, καθώς δεν είναι λίγες οι φορές, που μόνο του κρατά τα μπόσικα του δίσκου, ενώ ο μεστός ήχος του, πλημμυρίζει τα ορισμένες φορές, jazz τεχνοτροπίας, χτυπήματα των bluesy ντραμς, τα οποία προσδίδουν την απαραίτητη σπιρτάδα στις ευωδιάζουσες πυρίτιδα συνθέσεις του υποφαινόμενου, εκπληκτικού δίσκου.

Τα φωνητικά, θαρρώ, πως είναι τα καλύτερα στην ως τώρα δισκογραφία των Graveyard, καθώς ακούγονται πιο ώριμα από ποτέ, ενώ δεν έχουν χάσει ούτε ίχνος από τον σπιρτόζικο χαρακτήρα, που πάντα τα διέκρινε. Το περίσσιο πάθος τους, συμβάλει σημαντικά στην πειστική απόδοση των στίχων του δίσκου, ενώ δεν αφαιρεί κάτι από την αισθαντικότητα τους.

Ο πρωταγωνιστικός τους ρόλος στο Lights Out, δικαιώνει την επιλογή της μπάντας, να τους δώσει κυρίαρχο ρόλο στη μίξη του άλμπουμ, παρόλο, που απόρροια αυτής της κίνησης, είναι ο ελαφρώς λιγότερο heavy χαρακτήρας του, καθώς το μεγάλο τους εύρος, που φέρνει θύμισες από θρυλικές φωνές του παρελθόντος, απογειώνει την ανέμελη rock 'n' roll ατμόσφαιρα του.

Οι προερχόμενες από την ηχητική εποχή των hippies συνθέσεις του Lights Out, έχουν πολλά κοινά, αλλά και πολλές διαφορές, με τα κομμάτια, που μόλις πριν από 18 μήνες κυκλοφόρησε η μπάντα. Η ατμόσφαιρα τους παραμένει πιστή στην μουσική, που αυτή υπηρετεί, ενώ το κύριο γνώρισμα των συνθέσεων του νέου της δίσκου, είναι η περιπετειώδης τους μουσικότητα.

Τα νέα κομμάτια των ραγδαίως ανερχόμενων Graveyard, που ξεχωρίζουν για την ομαλή τους ροή και τη σωστή δομή τους, δεν αποτελούν αναμασήματα του πρόσφατου παρελθόντος τους, καθώς παρά το μικρό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ηχογραφήθηκαν, η μπάντα κατάφερε να διευρύνει μέσω αυτών το ηχητικό της πεδίο, πατώντας συγχρόνως, γερά στη βάση της.
 
Η φουριόζα rock 'n' roll νοοτροπία της, η οποία συνυπάρχει αρμονικά με την μελαγχολική blues αισθητική της, διανθίζεται υπέροχα από τα jazz ψήγματα, που κάνουν την εμφάνιση τους στο Lights Out, ενώ η υφέρπουσα ψυχεδέλεια, που διαπερνά τις συνθέσεις του δίσκου, γοητευτικά πλαισιώνεται, από τα καλυπτόμενα με ένα νοσταλγικό πέπλο, 60's rock ηχοχρώματα του.
 
Ο νέος δίσκος των Graveyard, μπορεί να μην έχει την ίδια επίδραση στον rock χώρο, που είχε ο περσινός τους δίσκος, αλλά είμαι βέβαιος, πως θα καθιερώσει τούτη την εξαιρετική μπάντα, ως μια από τις κυρίαρχες της vintage σκηνής, καθώς οι πολλές αλλαγές στο tempo του Lights Out, που το καθιστούν συναρπαστικό, καταδεικνύουν την ειλικρινή αγάπη της για το rock 'n' roll.

Nuclear Blast: Official Website

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Enslaved - RIITIIR


Μια από τις σημαντικότερες μπάντες του extreme metal ήχου, οι γεννημένοι στη Νορβηγία το 1991, Enslaved, κυκλοφόρησαν πριν λίγες εβδομάδες μέσω της γνωστής και μη εξαιρετέας, Γερμανικής δισκογραφικής Nuclear Blast Records, την δωδέκατη full length δουλειά τους, με τίτλο: Riitiir. Ο εν λόγω δίσκος, που αποτελείται από 8 κομμάτια συνολικής διάρκειας 68 λεπτών, καταδεικνύει με τον πλέον εύγλωττο τρόπο και διαμέσου της περιπετειώδους μορφής των συνθέσεων του, πως το black metal δεν αποτελεί τροχοπέδη για τον ήχο της μπάντας, αλλά αντιθέτως, μια εξόχως ενδιαφέρουσα αφετηρία στο δρόμο για τα όρια του ακραίου ήχου.

Η μπάντα, που δημιούργησαν οι 13 και 17 ετών τότε, αντίστοιχα, Ivar Bjørnson (κιθάρες, φωνητικά, στίχοι κι fx) και Grutle Kjellson (μπάσο, φωνητικά, στίχοι κι fx), ξεχώρισε από τον πρώτο κιόλας της δίσκο, από το ευρισκόμενο σε άνθιση τότε, δεύτερο κύμα του black metal ήχου, καθώς οι συνθέσεις της παρόλο, που διακρινόταν για τον ωμό τους ήχο, που ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της black Νορβηγικής σκηνής, διέφεραν ως προς την τεχνοτροπία τους από τις περισσότερες δουλειές της, μιας και η υπόσταση τους ήταν πιο πολύπλοκη από την πλειοψηφία των κυκλοφοριών της εν λόγω σκηνής, αλλά συγχρόνως, εξίσου δυναμική με αυτές.
 
Με την πάροδο του χρόνου, οι Enslaved, που ήδη είχαν αποκτήσει τα δικά τους, ξεχωριστά, ηχητικά χαρακτηριστικά, τα οποία έγιναν ανάγλυφα στις 3-4 τελευταίες τους κυκλοφορίες, οπότε και το line up τους σταθεροποιήθηκε στην σημερινή του μορφή, η οποία εκτός από τους άνωθεν αναφερθέντες ιδρυτές της μπάντας, συμπεριλαμβάνει τους Cato Bekkevold στα ντραμς, Arve Isdal στις lead κιθάρες και Herbrand Larsen σε φωνητικά, όργανο και πλήκτρα. Όλοι εκ των οποίων, συμμετείχαν σε σημαντικό βαθμό στην διαδικασία παραγωγής του Riitiir, η οποία έλαβε χώρα σε διάφορα studio της πόλης του Μπέργκεν, όπου η μπάντα έχει πλέον την βάση της.
 
Βέβαια, καταλυτικό ρόλο στο αψεγάδιαστο, τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, έπαιξαν τόσο ο Τony Lindgren, που ανέλαβε το Mastering του δίσκου, όσο κι ο γνωστός για τις συνεργασίες του με μπάντες όπως οι Opeth και Katatonia, μεταξύ άλλων, Jens Bogren, ο οποίος ανέλαβε να φέρει εις πέρας το Mixing του δίσκου κι οφείλω να ομολογήσω, πως τα κατάφερε περίφημα, μιας και όλα τα μουσικά όργανα, ακούγονται δυνατά και καθαρά, ενώ αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι πολλαπλών ηχητικών στρώσεων συνθέσεις του Riitiir, να ξεδιπλώνουν όλο τους το είναι, δίχως να γίνονται κουραστικές για τον ακροατή, αλλά αντιθέτως, εξόχως συναρπαστικές.

Το black μοτίβο των Enslaved παραμένει ισχυρό στον ήχο τους, χωρίς όμως να κυριαρχεί επί των progressive στοιχείων, που δίσκο με τον δίσκο, δείχνουν να αποκτούν πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτόν, ενώ το ίδιο σημαντικές για την μουσική τους, έχουν γίνει και οι έντονες folk αναφορές, που κολακεύουν το βασισμένο στην Νορβηγική μυθολογία, αλλά κι έχων μπόλικες επιρροές από την μάνα Φύση και τους Βίκινγκς, στιχουργικό τους περιεχόμενο, το οποίο όπως μας έχουν συνηθίσει στις πρότερες δουλειές τους, έτσι και στο Riitiir, πλαισιώνεται υπέροχα εκτός από την μουσική, κι από το artwork, το οποίο επιμελήθηκε ξανά, ο Truls Espedal.
 
Τα doom ψήγματα παραμένουν στον σκληρό ήχο της μπάντας, όπως παραμένει και μάλιστα με ιδιαιτέρως έντονο τρόπο και η metal αισθητική της σε αυτόν, ενώ τα ακραία ηχοχρώματα, που στολίζουν τον black καμβά της, συμπλέκονται σε μια αέναη μάχη με τα progressive στοιχεία της, η οποία αναδεικνύει νικήτρια την folk φιλοσοφία της. Τα πλήκτρα άλλοτε έχουν αιθέρια υπόσταση κι άλλοτε αποκτούν, χάρις στα διάφορα εφέ, μια διαβολική μορφή, ενώ το όργανο προσδίδει μια vintage αύρα στο Riitiir, το οποίο διανθίζεται με ηχητική θεατρικότητα από την έξυπνη κι άκρως επιτυχημένη εναλλαγή ακραίων, καθαρών και ψιθυριστών φωνητικών.
 
Οι κιθάρες δημιουργούν μεγαλειώδη και πολύπλοκα, μα εύκολα στην ακρόαση τους, riffs, ενώ τα leads και solos, που συχνά πυκνά εξαπολύουν, διακρίνονται άλλοτε για την retro και γεμάτη θέρμη υφή τους, κι άλλοτε για την σατανικά σαγηνευτική μορφή τους. Τα τύμπανα, τα οποία κρατούν με περισσή μαεστρία τα μπόσικα, σε στιγμές θαρρείς, πως τα χειρίζεται χταπόδι κι όχι άνθρωπος, ενώ το μπάσο γεμίζει με την επιβλητική του παρουσία τα ταξιδιάρικα κομμάτια του Riitiir, καθιστώντας έτσι, το νέο πόνημα των Enslaved, που μαρτυρά όρεξη για ηχητική πρόοδο και ουχί εφησυχασμό, ως έναν από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς.

Nuclear Blast: Official Website

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Witchcraft - Legend


Μετά από πέντε χρόνια αποχής από την δισκογραφία, αλλά κι ύστερα από ραγδαίες αλλαγές στο line up τους, οι γεννημένοι το 2000, ως tribute μπάντα στους θρυλικούς Pentagram, Σουηδοί, Witchcraft, επιστρέφουν δυναμικά στο heavy προσκήνιο με την τέταρτη συνολικά, μα πρώτη για την Γερμανική, Nuclear Blast Records, δουλειά τους, που φέρει τον τίτλο: Legend.
 
Η μπάντα από το Örebro, απαρτίζεται πλέον, εκτός φυσικά του ιδρυτή κι ηγέτης της, Magnus Pelander, που άφησε την κιθάρα κι έστρεψε όλη του την προσοχή στα φωνητικά, από τους πρωτοεμφανιζόμενους σε δίσκο της, Simon Solomon και Tom Jondelius στις κιθάρες κι από τον Oscar Johansson σε ντραμς, ενώ σε αυτή παραμένει ο Ola Henriksson στο μπάσο.
 
Την παραγωγή του άλμπουμ ανέλαβε ο γνωστός για τις συνεργασίες του με μπάντες όπως οι Opeth, Paradise Lost, Katatonia, μεταξύ άλλων, Jens Bogren, ο οποίος προσέδωσε διαύγεια στον ήχο του, αλλά έχω την εντύπωση, ότι αποδυνάμωσε το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, ενώ η metal αύρα, που του προσέδωσε, θαρρώ, πως αφαιρεί από την vintage αισθητική του.
 
Το εξώφυλλο, αλλά και το όλο artwork του δίσκου, το οποίο φιλοτέχνησε φίλος της μπάντας, ταιριάζει υπέροχα με το στιχουργικό και μουσικό του περιεχόμενο, καθώς αντανακλά, τόσο την heavy ηχητική κατεύθυνση του Legend, όσο και τους σκοτεινούς του στίχους, που ασχολούνται με τον occult τρόπο τους, με διάφορα θέματα της όχι και τόσο όμορφης πραγματικότητος.  

Τα εννέα κομμάτια συνολικής διάρκειας 52 λεπτών, που τον αποτελούν, διακρίνονται για την περιπετειώδη τους υπόσταση, ενώ αναδεικνύουν την συνθετική ικανότητα της μπάντας, η οποία θαρρώ, πως βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο, που έχει υπάρξει ποτέ, καθώς οι Witchcraft με το Legend, αποδεικνύουν, πως πλέον έχουν την δική τους, ανάγλυφη, ηχητική ταυτότητα.
 
Τα riffs της κιθάρας είναι αρκούντως heavy, ενώ ο συνδυασμός blues σπιρτάδας και doom αύρας, είναι μαγευτικός. Τα leads και solos της, τα οποία διαπερνώνται από μια ιδιαιτέρως κολακευτική για το Legend, 60's pop αισθητική, ξεχωρίζουν για την υφέρπουσα ψυχεδέλεια, που τα διαπερνά, η οποία εντείνει την μεθυστική κι άκρως εθιστική, retro ατμόσφαιρα του.
 
Το μπάσο προσφέρει τον απαραίτητο όγκο στο σκανταλιάρικο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, ενώ συνεργάζεται άψογα, τόσο με τις ατίθασες κιθάρες, όσο και με τα άκρως δυναμικά ντραμς, τα οποία με τα σπιρτόζικα, μα πάντα έγκυρα χρονικά και τονικά, χτυπήματα τους, φέρνουν έντονες θύμισες από κλασικές hard rock φόρμες αλλοτινών, μα όχι ξεχασμένων, ηχητικών εποχών.
 
Τα φωνητικά, που διακρίνονται για την θεατρικότητα, με την οποία ερμηνεύουν τους στίχους, είναι άκρως παθιασμένα, ενώ ενισχύουν την αίσθηση φρεσκάδας, που διακρίνει το άκρως ταξιδιάρικο Legend. Η απόδοση της μπάντας είναι αν μη τι άλλο, αψεγάδιαστη, ενώ το δέσιμο της μοιάζει εξαιρετικό, αν λάβουμε υπόψιν τις σαρωτικές αλλαγές στη σύνθεση της.
 
Εν ολίγοις, οι κατασταλαγμένοι πλέον, ηχητικά, Witchcraft, επιστρέφουν στα heavy μουσικά δρώμενα, αποφασισμένοι να επανακτήσουν τον θρόνο του vintage αισθητικής, doom ήχου, που ως τώρα, άξια κατείχαν. Με άλλα λόγια, το πολύ καλό, Legend, μοιάζει ικανό να επαναφέρει την μπάντα στην κορυφή του είδους, καθώς οι heavy, ατίθασες μελωδίες του, συναρπάζουν.

Witchcraft: Official Website / Facebook
Nuclear Blast: Official Website

Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

Grand Magus - The Hunt


Από την Στοκχόλμη της Σουηδίας προέρχονται οι Grand Magus, οι οποίοι δημιουργήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του '90, από τον Fox Skinner σε μπάσο και τον γνωστό από την θητεία του στους επίσης Σουηδούς Spirituals Beggars, JB Christoffersson σε κιθάρες και φωνή. Πρόσφατα στην μπάντα προστέθηκε ο γνωστός από την θητεία του σε μπάντες όπως Spiritual Beggars, Firebird και Shining, Ludwig Witt, ο οποίος αντικατέστησε τον μέχρι πρότινος ντράμερ της, Sebastian Sippola, που αποχώρησε για προσωπικούς του λόγους, από την μπάντα.

Αυτή η αλλαγή της τελευταίας στιγμής στο line up της μπάντας, φαίνεται, πως δεν επηρέασε αρνητικά την συνοχή των Grand Magus, καθώς παρόλο, που έλαβε χώρα λίγες μόλις ημέρες πριν αρχίσουν οι ηχογραφήσεις για το έκτο full length δίσκο της μπάντας, The Hunt, ο οποίος αποτελείται από 9 κομμάτια συνολικής διάρκειας 44 λεπτών και κυκλοφορεί μέσω της γνωστής στον metal χώρο, Nuclear Blast, η χημεία του συγκροτήματος παρέμεινε εκπληκτική, μιας κι ο νεοεισελθών σε αυτό ντράμερ, έχει ξαναπαίξει παρέα με τους δυο ιδρυτές των Grand Magus.

Η μπάντα συνεργάζεται για δεύτερη συνεχή φορά στον τομέα της παραγωγής με τον Nico Elgstrand, γνωστό από την θητεία του στους Entombed, ο οποίος όμως αποτυγχάνει να προσδώσει στις συνθέσεις του The Hunt την δυναμική, που τους αξίζει, καθώς παρόλο τον οργανικό χαρακτήρα και την διαύγεια του ήχου, θαρρώ, πως η έλλειψη όγκου απ' το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, δεν συμβάλει, αλλά αντιθέτως, αφαιρεί από το επικό feeling των συνθέσεων, το οποίο κυριαρχεί στους στίχους και στο εκπληκτικό artwork, που ο Arik Roper, γνωστός για τις δουλειές του με μπάντες όπως Weedeater, High On Fire, κ.α., φιλοτέχνησε.

Τα doom στοιχεία πλέον σπανίζουν στον ήχο των Grand Magus, καθώς η αγάπη τους για το παραδοσιακό metal έχει δίσκο με τον δίσκο μονοπωλήσει την σύσταση των συνθέσεων τους, ενώ η viking αισθητική, που πάντα τους συντρόφευε, μοιάζει να βρίσκει στο The Hunt τον ρόλο της στην μουσική της μπάντας. Βέβαια, όλα αυτά δεν σημαίνουν, πως οι Grand Magus δεν διαθέτουν ακόμη στο οπλοστάσιο τους τα ορμητικά riffs, που τους κατέστησαν ιδιαιτέρως αγαπητούς, τόσο στο doom κοινό, όσο και στους φίλους άλλων ιδιωμάτων της metal μουσικής.

Εμφανώς επηρεασμένα από το κλασικό heavy metal είναι τα riffs του JB, ο οποίος δίνει την καλύτερη ερμηνεία του στο The Hunt, καθώς η ποικιλία δεν λείπει πλέον από τα φωνητικά του, ενώ οι μπασογραμμές του Fox μοιάζουν να σπαρταρούν από το πάθος και την αδρεναλίνη, που τις διακατέχει. Τέλος, ο ικανότατος Ludwig κάνει εξαιρετική δουλειά στα ντραμς, μιας και είναι το ίδιο δυναμικός με τον προκάτοχο του, ενώ γίνεται σαφές από τα πρώτα του κιόλας χτυπήματα, πως μοιράζεται τις ίδιες hard rock καταβολές με τον αποχωρήσαντα, Sebastian.

Έχω την αίσθηση, πως το αρκετά καλό The Hunt, το οποίο φανερώνει με σαφήνεια την νέα μουσική κατεύθυνση των Grand Magus, που όπως προαναφέρθηκε, έχει απομακρυνθεί για τα καλά από τον doom ήχο, καθώς η viking αισθητική της μπάντας πλαισιώνει τα παραδοσιακά metal ηχοχρώματα, που αυτή έχει υιοθετήσει τα τελευταία χρόνια, είναι ένας ενδιαφέρον δίσκος, που δεν στερείται ποικιλίας, μιας κι εκτός από το επικού feeling κλασικό metal, περιέχει και κάμποσα folk ψήγματα, ενώ παρόλο, που βρίσκεται πολύ μακρυά από το να θεωρηθεί ο καλύτερος δίσκος της, θαρρώ, πως θα ικανοποιήσει τους φίλους του ευρύτερου metal χώρου.

Grand Magus: Facebook / Official Website
Nuclear Blast: Official Website