Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Rise Above Records. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Rise Above Records. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

Beastmaker - Lusus Naturae

 
Αφού πρώτα μας δείξανε τα δόντια τους μες από το μαγευτικό τους EP, λίγους μήνες αργότερα οι άκρως ταλαντούχοι και ραγδαίως ανερχόμενοι Beastmaker, που σχηματίστηκαν στο Φρέσνο της Καλιφόρνια το 2014 από τον John Michael Tucker στο μπάσο, τον Trevor William Church σε κιθάρα και φωνή και τον Andres Alejandro Saldade IV στα ντραμς, επιβεβαιώνουν με τον πλέον πειστικό τρόπο το πλούσιο ταλέντο τους μες από το παρθενικό τους full length πόνημα.
 
Και πως αλλιώς να γίνει όταν ο πρώτος τους δίσκος, που βγήκε υπό τον τίτλο Lusus Naturae από την εκλεκτική Rise Above Records, ξεχειλίζει doom ποιότητα και στάζει acid μεράκι σε κάθε νότα του, μιας και οι πολλά υποσχόμενοι Beastmaker έχουν διανθίσει τα δώδεκα κομμάτια συνολικής διάρκειας περίπου 46 λεπτών με οπιούχες stoner αναθυμιάσεις κι έντονες NWOBHM πινελιές, που καθιστούν άκρως απολαυστική την αχνής horror αισθητικής occult του ψυχεδέλεια.
 
Ιδιαίτερης μνείας όμως αξίζει η αναλογικής νοοτροπίας παραγωγή του Lusus Naturae, την οποία με περισσή μαεστρία και δεξιοτεχνία επιμελήθηκαν οι ίδιοι οι Beastmaker, χαρίζοντας έτσι μια γήινη κι οργανική ευωδία στις απόκοσμα όμορφες συνθέσεις τους, οι σκοτεινοί στίχοι και η γενικότερη αισθητική των οποίων έχουν αντλήσει την αιματοβαμμένη τους έμπνευση από παλιές slasher ύφους και horror θεματικής ταινίες, όπως άλλωστε μαρτυρά και το έξοχο artwork.
 
Φωνητικά καθαρά με ισχνό γρέζι να σκεπάζει το ράθυμο πάθος τους ερμηνεύουν με περισσή θεατρικότητα ματωμένες ιστορίες εντείνοντας έτσι την αβυσσαλέα occult ψυχεδέλεια του άρτιου Lusus Naturae, η οποία οφείλει στην λάγνα κιθάρα των Beastmaker, τόσο τα στιβαρά της riffs, που κινούνται συνήθως σε διαβολικής γοητείας doom rock μονοπάτια, όσο και τα εθιστικά της leads και solos, που φέρουν στο πετσί τους μια μεθυστική και διακριτική συνάμα acid αύρα.
 
Όμως πολύ σημαντικό στην ηχητική ποικιλία και στην ομαλή ροή του Lusus Naturae είναι και το μεστό μπάσο, που με τον σκαιό χαρακτήρα του ποτίζει με fuzz δηλητήριο τις κλασσικής metal υφής ατασθαλίες των Beastmaker, ενώ τα δυναμικά τους ντραμς εντυπωσιάζουν με την τεχνική τους αρτιότητα και πασπαλίζουν με stoner σκόνη τις βαριές heavy psych αποχρώσεις τους, οι οποίες απογειώνουν αμφότερα τα παραδοσιακά doom ηχοχρώματα και το rock τους τσαγανό.
 
Χειμαρρώδες groove αλλοτινών ηχητικών εποχών ενισχύει το ήδη σχεδόν εκρηκτικό heavy μοτίβο του Lusus Naturae και ωθεί σε traditional doom ακολασίες τα περιπετειώδη κομμάτια του, τα οποία χρωστούν στους άκρως ελπιδοφόρους Beastmaker και την φρικιαστικά θελκτική φαντασία τους, τόσο την αμαρτωλά σαγηνευτική stoner ευωδία τους, όσο και τα προκλητικής ομορφιάς occult στοιχεία τους, που καθιστούν ακαταμάχητα τα εγγενή τους psych αρώματα.
 
Εξαιρετικά χορταστικό είναι το εφιαλτικά θελκτικό Lusus Naturae, που μας παρουσιάζει με τρόπο πειστικό τον συνθετικό οίστρο και την εκτελεστική δεινότητα των δημιουργών του, ενώ χάρη στην αχαλίνωτη έμπνευση τους, που με στρατιωτική πειθαρχία υπακούει στις προσταγές του τεράστιου μουσικού τους ταλέντου, προσφέρει απλόχερα στους Beastmaker την δική τους heavy και μοναδική μουσική ταυτότητα κι αυτό είναι εξόχως σημαντικό για μια τόσο νέα μπάντα.
 
Συμπερασματικά λοιπόν, έχω την εντύπωση ότι οι άκρως ελπιδοφόροι και φοβεροί Beastmaker πρόκειται να κυριαρχήσουν στον occult αισθητικής heavy χώρο, καθώς κρίνοντας από την doom ακολασία και το acid rock μακελειό, που λαμβάνει χώρα στο επιεικώς θαυμάσιο Lusus Naturae, είμαι σχεδόν σίγουρος, ότι ο heavy psych ήχος δεν υπήρξε ποτέ ξανά τόσο μεθυστικά όμορφος κι απροκάλυπτα λάγνος και θελκτικός, όσο είναι σε τούτο το εξαιρετικό άκουσμα. Φανταστικό.
 
Beastmaker: Bandcamp / Facebook
Rise Above Records: Official Website
 

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Blood Ceremony - Lord Of Misrule

 
Από το Τορόντο του Οντάριο του Καναδά προέρχονται οι σχηματισμένοι το 2006 και τρομερά ταλαντούχοι Blood Ceremony, που απαρτίζονται από τον Sean Kennedy στην κιθάρα, τον Lucas Gadke στο μπάσο, τον Michael Carrillo στα ντραμς και από την Alia O'Brien σε φωνή, φλάουτο, mellotron κι όργανο, οι οποίοι πρόσφατα κυκλοφόρησαν δια μέσω της φημισμένης Rise Above Records το νέο και ως τώρα συνολικά τέταρτο full length τους άλμπουμ.
 
Κάτι παραπάνω από 44 λεπτά είναι η συνολική διάρκεια των εννέα μαγευτικών συνθέσεων, που περιέχει το περί ου ο λόγος, Lord Of Misrule, το οποίο πλαισιώνεται από ένα υπέροχα σκοτεινό artwork, που κολακεύει τις αχνές horror αναθυμιάσεις του και ξεχωρίζει για την αναλογικής υφής παραγωγή του, που απογειώνει τα νέα κομμάτια των Blood Ceremony, χάρη στην retro αύρας φρεσκάδα και την vintage ηχητική δροσιά, που διακρίνει την έμφυτη της folk σπιρτάδα.
 
Ηλεκτρισμένες κι ακουστικές μελωδίες υφαίνει με περισσή μαεστρία η κιθάρα κι εντείνει έτσι την ήδη κυρίαρχη folk αισθητική του Lord Of Misrule, το οποίο χρωστά το ξεθωριασμένο του doom rock μοτίβο και το ισχνό hard rock άρωμα, που διαπερνά τις αχνές του progressive ατασθαλίες, στα δυναμικά της riffs, ενώ μαζί με το άκρως στιβαρό rythm section των Blood Ceremony, ενισχύει σημαντικά την acid ευωδία τους, χάρη και στους περιπετειώδεις της ρυθμούς.
 
Συμπαγής είναι ο χαρακτήρας του εξόχως χορταστικού Lord Of Misrule, καθώς τα δυναμικά ντραμς το πασπαλίζουν αρμονικά με περισσή groove ενέργεια και μικρές blues σπίθες, ενώ το μεστό μπάσο των Blood Ceremony, χάρη στην αχνή του fuzz ιδιοσυγκρασία και στα διαβολικής γοητείας folk ξωτικά, που χορεύουν επάνω στις χορδές του, συμβάλει σημαντικά στην ομαλή ροή του νέου τους πονήματος και στην πλούσια κι άκρως απολαυστική του rock ποικιλία.
 
Όμως, χωρίς τα παθιασμένα κι αιθέρια φωνητικά των Blood Ceremony, που με την αέρινη χροιά τους προσθέτουν τεράστιες ποσότητες hippie γοητείας στα νέα του κομμάτια, το εξαίρετο Lord Of Misrule δεν θα ήταν το ίδιο σαγηνευτικό, καθώς αυτά σε συνδυασμό με την έμφυτη retro αύρα του mellotron, την απαράμιλλη folk σαγήνη από το φλάουτο και την occult ψυχεδέλεια του οργάνου, καθιστούν ανείπωτα όμορφη την αβυσσαλέα και παραμυθένια του heavy υφή.
 
Νεράιδες κι αλλόκοτα πλάσματα ζουν στα πολύχρωμα folk λιβάδια του Lord Of Misrule και χορεύουν ασύστολα στους ισχνούς κι απαλής progressive ευωδίας doom rock ρυθμούς του, ενώ χάρη στον συνθετικό κι εκτελεστικό οίστρο των Blood Ceremony, που μαζί με το σφιχτό δέσιμο και την αχαλίνωτη έμπνευση τους, πλέκουν αμαρτωλά θελκτικές κι αρκούντως heavy μελωδίες, οι οποίες σκλαβώνουν αισθήσεις και μυαλό με τα δηλητηριώδη τους acid pop θέλγητρα.
 
Εν αντιθέσει με τις προηγούμενες δουλειές τους οι φοβεροί Blood Ceremony στο ιδιαιτέρως συναρπαστικό Lord Of Misrule έχουν δώσει προτεραιότητα στην εγγενή τους folk φύση κι έτσι μοιραία έχει περάσει σε δεύτερο πλάνο η doom rock νοοτροπία τους, δίχως αυτό να σημαίνει όμως, πως έχουν απωλέσει το βαρύ τους εκτόπισμα, καθώς τα blues ρινίσματα του ποτισμένου με acid rock νέκταρ progressive αρώματος τους, απογειώνουν το πυκνό του heavy μπρίο.
 
Με λίγα λόγια, το επιεικώς φανταστικό Lord Of Misrule, θαρρώ, πως αποτελεί το πιο ποιοτικό και συνάμα το πλέον σκοτεινό και δροσερό άκουσμα στην έως τώρα πορεία των εξαιρετικών Blood Ceremony στα slasher αύρας heavy σοκάκια του πρωτόγονου folk ήχου, μιας και οι διακριτικές του acid πινελιές με το διάφανο doom rock τσαγανό και τα ευαίσθητα prog ψήγματα του, καθιστούν ονειρική την horror αποχρώσεων occult ψυχεδέλεια του. Φαντασμαγορικό.
 
Blood Ceremony: Facebook
Rise Above Records: Official Website
 

Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Church Of Misery - And Then There Were None...

 
Μες από τις στάχτες μιας thrash μπάντας σχηματίστηκαν στο Τόκιο της Ιαπωνίας το 1995 οι πάντα πιστοί στα πρωτόγονα κι αγνά τους heavy ιδανικά Church Of Misery, οι οποίοι έπειτα από πολλές αλλαγές στην σύνθεση τους, που πέρσι λίγο έλειψε να κοστίσουν ακόμη και την ίδια την ύπαρξη τους ως μπάντα πρόσφατα επανήλθαν δυνατά στο προσκήνιο με το νέο τους δίσκο.
 
Ως συνήθως το νέο τους πόνημα είναι εμπνευσμένο από τα πεπραγμένα διαβόητων serial killers και λοιπόν μαζικών δολοφόνων, ενώ το περί ου ο λόγος άλμπουμ, που φέρει τον εξαιρετικό τίτλο And Then There Were None και κυκλοφορεί από τη φημισμένη Rise Above Records, περιέχει επτά εκρηκτικά και ιδιαιτέρως διασκεδαστικά κομμάτια συνολικής διάρκειας περίπου 42 λεπτών.
 
Παρά το γεγονός, πως το γηγενές στοιχείο στους Church Of Misery περιορίζεται πλέον στον ιδρυτή και μπασίστα τους, Tatsu Mikami, η μουσική τους ομοιογένεια μοιάζει να μην έχει επηρεαστεί ούτε καν στον ελάχιστο βαθμό κι αυτό διότι οι νέοι μουσικοί στην σύνθεση τους για το And Then There Were None είναι όλοι τους άκρως έμπειροι, εκτός από εξόχως ταλαντούχοι.
 
Για του λόγου το αληθές δεν έχετε παρά να ρίξετε μια ματιά στο βιογραφικό του Dave Szulkin στην κιθάρα, του Eric Little στα ντραμς και του Scott Carlson στα φωνητικά, οι οποίοι έχουν αρμονικά ταιριάξει στην ολίγον τι παρανοϊκή rock ιδιοσυγκρασία των Church Of Misery και στο And Then There Were None τρανή απόδειξη αποτελεί ο ιδιαιτέρως στιβαρός του χαρακτήρας.
 
Οπιούχες κι αιματοβαμμένες rock μελωδίες μας ταξιδεύουν στα πιο ανήλιαγα και υγρά σοκάκια του παραδοσιακού doom ήχου, εκεί όπου οι αιμοδιψείς Church Of Misery παραμονεύουν στις σκιές του blues παρελθόντος και μας οδηγούν δια μέσω των έντονων horror αποχρώσεων του χορταστικού And Then There Were None σε στυγερά stoner μονοπάτια φρικιαστικής ομορφιάς.
 
Ισχνές death αναθυμιάσεις αναδύονται από τα σκοπίμως χαμηλά σε ένταση φωνητικά και μια αχνή αίσθηση μεθυσμένης rock ψυχεδέλειας ξεπετάγεται από την ατίθαση κιθάρα των έξοχων Church Of Misery, η οποία στο εξόχως απολαυστικό And Then There Were None σκαρώνει συνεχώς ρωμαλέα riffs, πότε σε σπιρτόζικο stoner ύφος και πότε σε παλιακό doom rock μοτίβο.
 
Σημαντικό ρόλο στην ομαλή του And Then There Were None όμως παίζουν αμφότερα τα leads και τα solos της, που το διακοσμούν επιτυχώς με ισχυρά αρώματα blues πυρίτιδας, ενώ εξίσου σημαντικά είναι και τα διάφορα samples φωνητικών, τα οποία συμβάλουν στην στιχουργική του αισθητική, που για ακόμη μια φορά στην ιστορία των Church Of Misery, βρίθει νοσηρότητας.
 
Ηλεκτρισμένο και ιδιαιτέρως συμπαγές είναι το σπινθηροβόλο rythm section των εξαιρετικών Church Of Misery σε τούτο τον δίσκο, ο οποίος χρωστά το ελεγχόμενο του groove στα διακριτικά ντραμς και την αρχέγονη rock αλητεία του στα λυσσαλέα fuzz στοιχεία του μεστού μπάσου τους, που ποτίζουν με retro αύρας doom δηλητήριο το And Then There Were None.
 
Βρώμικα και σχεδόν ανεπαίσθητα hard rock ρινίσματα είναι βαθιά ριζωμένα μες τον αβυσσαλέο stoner πυρήνα του And Then There Were None και προσφέρουν έτσι στο βιαίως σαγηνευτικό doom ύφος τους μικρές, μα εξόχως εθιστικές blues σταγόνες, οι οποίες παρέα με την σχεδόν ανεπαίσθητη rock ψυχεδέλεια των Church Of Misery απογειώνουν το heavy τσαγανό τους.
 
Εν ολίγοις, στο έσχατο χρονικά πόνημα τους οι πάντοτε πιστοί στις heavy παραδόσεις τους Church Of Misery δεν παρεκκλίνουν στο ελάχιστο της χαρακτηριστικής τους doom υπόστασης, την οποία στο θαυμάσιο And Then There Were None την έχουν επιτυχώς διανθίσει με βαριά κι αργόσυρτα stoner ηχοχρώματα, που καθιστούν μεθυστικά τα blues τους ατοπήματα. Ωραιότατο.
 
Church Of Misery: Official Website / Facebook
Rise Above Records: Official Website
 

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Uncle Acid - The Night Creeper

 
Εν έτη 2009 σχηματίστηκαν στο Κέιμπριτζ του Ηνωμένου Βασιλείου κι ως αποκλειστικά studio μπάντα οι άξια κι αρκούντως φημισμένοι και με σχεδόν cult υπόσταση στον ευρύτερο heavy χώρο, Uncle Acid & The Deadbeats, που απαρτίζονται από 4 ταλαντούχους μουσικούς, οι οποίοι μπορεί να έχασαν το πλεονέκτημα της έκπληξης, που διέκρινε τις προηγούμενες δουλειές τους, όμως όπως αποδεικνύει το νέο τους πόνημα δεν έχουν απολέσει τη μουσική τους κάψα.
 
Οι φοβεροί και τρομεροί λοιπόν Uncle Acid & The Deadbeats για μια ακόμη φορά στηρίζονται στην ηχητικά πλούσια γνωστή τους φόρμα, αν και οι καινοτομίες δεν λείπουν από τον τέταρτο δίσκο τους, ο οποίος ηχογραφήθηκε ζωντανά και χρησιμοποιώντας τεχνολογία και μεθόδους αναλογικής υφής, χαρίζοντας έτσι στον ήχο τους μια εξόχως μεθυστική lo-fi αισθητική, που καθιστά τις γοητευτικές τους μελωδίες, εξαιρετικά χορταστικές και ιδιαιτέρως απολαυστικές.
 
Το περί ου ο λόγος, The Night Creeper, περιέχει 10 κομμάτια συνολικής διάρκειας 54 λεπτών και κυκλοφόρησε πρόσφατα μέσω της επίσης βρετανικής και φημισμένης Rise Above Records, ενώ διακρίνεται για το noir αύρας κι ελαφράς horror αισθητικής artwork του, που μαρτυρά την έντονη occult ευωδία των συνθέσεων του κι αναδεικνύει συνάμα και το λάγνο, αιματοβαμμένο και σκοτεινό στιχουργικό του περιεχόμενο, που είναι απόρροια slasher, αλλόκοτης φαντασίας.
 
Η πνιχτή και ιδιαιτέρως πυκνή ατμόσφαιρα του The Night Creeper αποτυπώνεται εκτός όλων των άλλων κι από τα χαρακτηριστικά φωνητικά των δημιουργών του, τα οποία αποδίδουν άνετα και με περισσή πειθώ τους concept στίχους των Uncle Acid & The Deadbeats, οι οποίοι ασχολούνται με την ιστορία ενός άστεγου serial killer και τις περιπέτειες του, ενώ τα φωνητικά μαζί με τα έγχορδα και τα σχεδόν ανεπαίσθητα πλήκτρα υφαίνουν ένα παχύ pop trash πέπλο.
 
Τα σπινθηροβόλα ντραμς επενδύουν με γενναίες ποσότητες groove το The Night Creeper κι ενισχύουν έτσι τις αναιμικές blues ατασθαλίες του, ενώ συνεργάζονται άψογα με το μεστό μπάσο των Uncle Acid & The Deadbeats, το οποίο γεμίζει υπέροχα τον ήχο τους και χαρίζει έτσι doom rock αιχμές, τόσο στον αχνό και παραισθησιογόνο pop αιθέρα των συνθέσεων τους, όσο και στην αχαλίνωτη garage ανεμελιά και heavy ψυχεδέλεια, που πηγάζει από τις δυο τους κιθάρες.
 
Ο εθιστικός κι οπιούχος χαρακτήρας των riffs μας βυθίζει σε ζοφερά κι ανήλιαγα doom rock σοκάκια και τα ποτισμένα με fuzz δηλητήριο leads και solos μας ταξιδεύουν σε θερμά psych rock ηχοτοπία κι απογειώνουν την ευωδία φρέσκου αίματος, που διαπερνά το The Night Creeper, το οποίο χρωστάει τα σχεδόν αόρατα jazz ψήγματα του στα διακριτικά πλήκτρα των εμπνευσμένων και συνθετικά κι εκτελεστικά πάντοτε άρτιων κι εξόχως ικανών Uncle Acid & The Deadbeats.
 
Εν ολίγοις, το μαγευτικό The Night Creeper στηρίζεται σε οικεία rock ηχοχρώματα, όμως χάρη στο πλούσιο ταλέντο και την αχαλίνωτη φαντασία των Uncle Acid & The Deadbeats, οι οποίοι πλέον όχι μόνο έχουνε βγει από το στούντιο, αλλά ψάχνουν συνεχώς αφορμές για να παίζουν ζωντανά, χρησιμοποιεί νέα κι άκρως ενδιαφέροντα τεχνάσματα, που ζέχνουν heavy φρεσκάδα, επιτυγχάνοντας έτσι να μας σαγηνεύσει με την αβυσσαλέα και φονική του ομορφιά. Εξαιρετικό. 
 
Uncle Acid & The Deadbeats: Official Website
Rise Above Records: Official Website
 

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Admiral Sir Cloudesley Shovell - Check 'Em Before You Wreck 'Em


Το 2008 σχηματίστηκαν οι Βρετανοί Admiral Sir Cloudesley Shovell, οι οποίοι κυκλοφόρησαν στα μέσα του περασμένου Απριλίου την τρίτη συνολικά μα δεύτερη full length δουλειά τους, με τίτλο: Check 'Em Before You Wreck 'Em, μέσω της επίσης βρετανικής, Rise Above Records.

Ο εν λόγω δίσκος, που αποτελείται από 10 κομμάτια συνολικής διάρκειας περίπου 48 λεπτών, ξεχωρίζει για την οργανική υφή του και διακρίνεται για το vintage άρωμα της παραγωγής του, το οποίο ενισχύει την αύρα φρεσκάδας, που αποπνέει και συνάμα του χαρίζει έξτρα δυναμική.

Η μουσική των Admiral Sir Cloudesley Shovell ακροβατεί ανάμεσα σε hard rock και proto metal μελωδίες, ενώ οι σπιρτόζικες συνθέσεις τους, φέρουν μια έντονη κι εξόχως γοητευτική 70's αύρα, η οποία αναδεικνύει υπέροχα τις prog ατασθαλίες τους, αλλά και τις blues αναφορές τους.

Τα riffs από την κιθάρα του Johnny Gorilla έχουν τραχιά rock υφή και σκορπούν αδρεναλίνη με την αστείρευτη ενέργεια τους, ενώ τα σαλεμένα solos της, ξεχωρίζουν για την εξόχως ωμή metal αίσθηση τους και συντροφεύουν άψογα τα άγουρα φωνητικά του προαναφερθέντα μουσικού.

Οι συνθέσεις του Check 'Em Before You Wreck 'Em στηρίζονται στο μεστό rythm section των δημιουργών της, το οποίο αποτελείται από το σκανταλιάρικο και βαφτισμένο στο fuzz μπάσο του Louis Comfort-Wiggett και τα εντυπωσιακά και γεμάτα groove ντραμς του Bill Darlington.

Hard rock μελωδίες, που ευωδιάζουν αλκοόλ, αναμειγνύονται με οπιούχες proto metal νότες, δημιουργώντας ένα μεθυστικό heavy rock μείγμα, που βρίθει progressive φαντασίας και blues πανδαισίας, ενώ μαρτυρά συγχρόνως μια σαγηνευτική αίσθηση αυθορμητισμού, που καθηλώνει.

Εν ολίγοις, το εκρηκτικό Check 'Em Before You Wreck 'Em αποτελεί έναν άκρως χορταστικό heavy rock δίσκο, που ξεχειλίζει τσαγανό και θαρρώ, πως με την ποιότητα του θα αναδείξει τους Admiral Sir Cloudesley Shovell ως μια από τις πλέον ποιοτικές heavy μπάντες. Σπεύσατε.

Admiral Sir Cloudesley Shovell: Facebook
Rise Above Records: Official Website

 

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Age Of Taurus - Desperate Souls Of Tortured Times


Το Λονδίνο έχουν ως βάση τους οι δημιουργημένοι το 2009 Βρετανοί, Age Of Taurus, οι οποίοι στο τέλος της περασμένης Άνοιξης, κυκλοφόρησαν μέσω της επίσης βρετανικής και ιδιαιτέρως φημισμένης, Rise Above Records, την δεύτερη δουλειά τους, μα πρώτη με full length μορφή, καθώς είχε προηγηθεί ένα demo το 2010, με τίτλο: Desperate Souls Of Tortured Times.
 
Ο εν λόγω δίσκος αποτελείται από 7 κομμάτια συνολικής διάρκειας 42 λεπτών και πλαισιώνεται υπέροχα από τον πίνακα του 1803 με τίτλο An Avalanche in the Alps του Βρετανού Philip James de Loutherbourg, που αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο την μοντέρνας αισθητικής old school μουσική του,  καθώς και τους άκρως ταιριαστούς με την κλασική doom υφή του, στίχους του.
 
Η μουσική του Desperate Souls Of Tortured Times στηρίζεται σε ένα άκρως κολακευτικό για την ίδια heavy metal υπόβαθρο, το οποίο προέρχεται από την κλασσική περίοδο τούτης της μουσικής, ενώ ξεδιπλώνει τον εξόχως πλούσιο σε κάθε λογής έντονα συναισθήματα κι επικής αύρας κορμό της, πάνω σε ένα άκρως απολαυστικό traditional doom μοτίβο με metal αιχμές.
 
Κοφτά riffs σε παραδοσιακό doom ύφος με κυρίαρχο το epic αίσθημα ξεπηδούν σε όλη την διάρκεια του δίσκου από τις κιθάρες των Alastair Riddell και Toby Wright, ενώ τα φωνητικά του τελευταίου αποδίδουν θαυμάσια τους γεμάτους φαντασία στίχους και συνάμα πλαισιώνουν υπέροχα τα μεθυστικά leads και τα πωρωτικά solos του Desperate Souls Of Tortured Times.
 
Το μπάσο του Richard Bruce ακούγεται πεντακάθαρα σε όλη την διάρκεια του άλμπουμ και αυτό είναι ακόμη ένας λόγος για να εισπράξει τα εύσημα, που της αξίζουν, η αψεγάδιαστη παραγωγή του Jaime Gomez Arellano, ενώ συχνά πυκνά οδηγεί τις συνθέσεις με το ατίθασο τέμπο του, το οποίο συντροφεύει πάντα ιδανικά, τα δυναμικά ντραμς του Darius Claydon.
 
Καμία ηχητική πρωτοτυπία δεν συνοδεύει τούτο το εξαιρετικά προσεγμένο από κάθε άποψη άκουσμα, μιας και τα πάντα σε αυτό μοιάζουν να έχουν γίνει με γνώμονα την αγάπη για την πιο αγνή και ίσως αρχέγονη σε στιγμές, μορφή της doom μουσικής, η οποία δεν ξεχωρίζει για τα ψυχεδελικά stoner ψήγματα της, αλλά για τα πρωτόγονα κι επικά heavy metal στοιχεία της.
 
Εάν λοιπόν ψάχνετε ένα παραδοσιακό doom άκουσμα, τότε δεν έχετε παρά να τσεκάρετε το συντομότερο δυνατόν το παρθενικό άλμπουμ των Age Of Taurus, το οποίο αποτελεί έναν από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς στο είδος του, ενώ συγχρόνως το πραγματικά περίφημο Desperate Souls Of Tortured Times, αφήνει πολλές υποσχέσεις για το μέλλον τους. Έξοχο.

Age Of Taurus: Facebook
Rise Above Records: Official Website

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Church Of Misery - Thy Kingdom Scum


Ήταν το έτος 1995 όταν στο Τόκιο δημιουργήθηκαν μέσα από τις στάχτες μιας thrash μπάντας οι Ιάπωνες Church Of Misery, που αποτελούν μια από τις πιο γνήσιες και αυθεντικές doom μπάντες του πλανήτη όλα αυτά τα χρόνια, καθώς ποτέ δεν χαράμισαν τις μουσικές τους αρχές για κανέναν και τίποτα, αλλά αντιθέτως, έμειναν πιστοί σε αυτές συνεχίζοντας να δημιουργούν μέχρι και σήμερα, όπως αποδεικνύει το νέο τους πόνημα, που κυκλοφορεί από τη βρετανική Rise Above Records, εξαιρετικά διασκεδαστικές, μπαρουτοκαπνισμένες heavy μελωδίες.
 
Για του λόγου το αληθές, δεν έχετε παρά να τσεκάρετε τον τέταρτο full length δίσκο τους με τον σκανταλιάρικο τίτλο: Thy Kingdom Scum κι ο οποίος αποτελείται από 7 κομμάτια, ένα εκ των οποίων αποτελεί διασκευή σε κομμάτι των Quatermass, συνολικής διάρκειας 50 λεπτών περίπου, ενώ το γνωστό τους concept, που αφορά τα πεπραγμένα διαβόητων serial killers, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από το εκρηκτικό heavy μείγμα τους, που απογειώνεται από την εκπληκτική παραγωγή του, η οποία ισορροπεί τέλεια ανάμεσα σε ηχητική βρωμιά και διαύγεια.
 
Ο κιθαρίστας της μπάντας Ikuma Kawabe μας προσφέρει απλόχερα ατίθασα riffs σε doom μότιβο και σαλεμένα solos υπό ένα υφέρπων ψυχεδελικό rock πρίσμα, την ίδια στιγμή, που ο ιδρυτής και βασικός συνθέτης της μπάντας, Tatsu Mikami, προσδίδει όγκο με το βαφτισμένο στα blues μπάσο του, που ενισχύει σημαντικά τα stoner ψήγματα της κιθάρας και πλαισιώνει άψογα τα δυναμικά ντραμς του Junji Narita, που διανθίζουν με την συνέπεια μετρονόμου, τις φασαριόζικες και πνιγμένες στο fuzz συνθέσεις των Church Of Misery με αχαλίνωτο groove.
 
Εξόχως σημαντική συμβολή στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα έχουν και τα ξεχειλίζοντα πάθος και γεμάτα γρέζι φωνητικά του Hideki Fukasawa, που ερμηνεύουν με ανησυχητική πειστικότητα τους παρανοϊκούς στίχους του δίσκου, ενώ άξια ειδικής μνείας είναι η δουλειά του στα πλήκτρα, η ανεπαίσθητη παρουσία των οποίων στο σαλεμένο Thy Kingdom Scum, διανθίζει υπέροχα με τις απαλές τους νότες, τόσο την αγριάδα και την αλητεία, που αποπνέει η κιθάρα, όσο και τον στιβαρό χαρακτήρα του αφηνιασμένου rythm section, που δίνει βάθος και ρυθμό στα κομμάτια.
 
Εν ολίγοις, πρόκειται για ένα εντυπωσιακό heavy άκουσμα, που το πιθανότερο είναι να κλέψει τις καρδιές όλων όσων το ακούσουν, καθώς τα doom ηχοχρώματα του σε συνδυασμό με τις έντονες blues πινελιές του και τα stoner στοιχεία του, που είναι εμποτισμένα με μια πρωτόγονη ψυχεδελική rock αύρα, έχουν ως αποτέλεσμα το φρέσκο πόνημα των Church Of Misery, που μάλλον είναι και το καλύτερο της ως τώρα πορείας τους και φέρει τον έξυπνο τίτλο-λογοπαίγνιο: Thy Kingdom Scum, να αποτελεί ένα από τα πιο απολαυστικά άλμπουμ του έτους 2013.

Church Of Misery: Official Website / Facebook
Rise Above Records: Official Website

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Blood Ceremony - The Eldritch Dark

 

Από το Τορόντο του Οντάριο του Καναδά προέρχονται οι γεννημένοι το 2006 και ραγδαίως ανερχόμενοι τα τελευταία χρόνια στον ευρύτερο heavy χώρο, Blood Ceremony, οι οποίοι πριν από κάμποσες εβδομάδες κυκλοφόρησαν μέσω της θρυλικής, βρετανικής δισκογραφικής Rise Above Records την ξεχειλίζουσα ηχητική γοητεία κι αποτελούμενη από 8 κομμάτια συνολικής διαρκείας περίπου 41 λεπτών, τρίτη τους full length δουλειά, με τίτλο: The Eldritch Dark.
 
Ο εν λόγω δίσκος, που συνοδεύεται από το λεπτομερέστατο artwork, που όπως όλα μαρτυρούν, με μεράκι φιλοτέχνησε η άκρως ταλαντούχα Annick Giroux, το οποίο και μας βάζει για τα καλά στο ηχητικό του κλίμα, ξεχωρίζει εκτός όλων των άλλων και για την φανταστική του παραγωγή, η οποία προσδίδει μια παλιακιά αύρα στον έτσι κι αλλιώς vintage χαρακτήρα των συνθέσεων του πανέμορφου The Eldritch Dark, το οποίο κι απογειώνει με την διαύγεια, που την διακρίνει.
 
Ο όγκος στον ήχο των Blood Ceremony μειώθηκε αισθητά, αλλά αυτό ευτυχώς δεν επηρέασε τη δυναμική των νέων κομματιών της μπάντας, τα οποία παραμένουν αρκούντως heavy, παρά το γεγονός, πως το The Eldritch Dark παρουσιάζει με εμφατικό τρόπο την ως τώρα διακριτική folk πλευρά των δημιουργών του, η οποία πλέον αποτελεί το κυρίαρχο συστατικό στην μουσική τους, καθώς έχει επιβληθεί των doom και ψυχεδελικών rock στοιχείων του χαρακτήρα τους.
 
Τα riffs της κιθάρας του Sean Kennedy παραμένουν διαολεμένα σαγηνευτικά και αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα θέλγητρα του νέου δίσκου τούτων των εξόχως ταλαντούχων Καναδών, καθώς μας ταξιδεύουν σε ψυχεδελικά prog rock ηχοτοπία αλλοτινών ηχητικών εποχών, ενώ συγχρόνως, μας προσφέρουν doom μελωδίες ποτισμένες με μια έντονη occult rock αύρα, που ενισχύει τους απλοϊκούς, μα άκρως ταιριαστούς με την μυστικιστική ατμόσφαιρα, στίχους του.
 
Το φαινομενικά νωχελικό μπάσο του δραστήριου Lucas Gadke, που προσφέρει την φωνή του σε ένα από τα κομμάτια του δίσκου, ελίσσεται στο σκοτεινό backround των συνθέσεων ωσάν δηλητηριώδης όφις ποτίζοντας με το χίπικο ηχητικό φαρμάκι του, το λάγνο The Eldritch Dark, το δαιμονιώδες ταμπεραμέντο του οποίου, πλημμυρίζει από ένα μεθυστικό retro άρωμα, που οφείλεται στα δυναμικά και γεμάτα groove χτυπήματα του Michael Carrillo στα ντραμς του.
 
Οι νότες από το βιολί του guest μουσικού, Ben Plotnick, μαγεύουν σε κάθε τους άκουσμα και κατακλύζουν με vintage ευωδιές τον έντονο folk χαρακτήρα του εκκλησιαστικού οργάνου και του φλάουτου, τα οποία για ακόμη μια φορά, χειρίζεται με περίσσια μαεστρία η front-woman της μπάντας, Alia O'Brien, που καθηλώνει με την παθιασμένη της ερμηνεία στα φωνητικά, η οποία αποδεικνύεται το κερασάκι σε τούτη, την έχουσα γεύση αμβροσίας, heavy ηχητική τούρτα.
 
Η doom τεχνοτροπία των μεστών νέων συνθέσεων των Blood Ceremony εν αγκαλιάζει λάγνα τον βαφτισμένο στα βαθιά ψυχεδελικά νερά της 70's blues σκηνής, σκανταλιάρικο folk χαρακτήρα του ήχου τους, τον οποίο και φροντίζει να διανθίζει με μια υφέρπουσα metal αύρα, χαρίζοντας έτσι στο απίστευτα ενδιαφέρον τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, μια αίσθηση prog rock ουτοπίας, που καθιστά το The Eldritch Dark, εξόχως απολαυστικό. Επενδύστε άφοβα.

Blood Ceremony: Facebook
Rise Above Records: Official Website

Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

Cathedral - The Last Spire


Τι να πρώτο πει κανείς για τους μάστορες του doom metal από την Βρετανία ονόματι Cathedral, που από το 1989 οπότε και δημιουργήθηκαν από τον ηγέτη, τραγουδιστή και μορφή της heavy σκηνής γενικότερα, Lee Dorrian, έως και τον Απρίλη του 2013, όταν και με την κυκλοφορία της δέκατης και τελευταία τους full length δουλειάς με τίτλο: The Last Spire, έκλεισε ο κύκλος τους στον doom πλανήτη, πέτυχαν με τους αινιγματικούς, μα πάντα εξαιρετικά ενδιαφέροντες δίσκους τους, να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον, τόσο για την doom σκηνή, όσο και για την αργή μουσική γενικότερα, καθώς όλα αυτά τα χρόνια, δεν κυκλοφόρησαν ούτε έναν μέτριο δίσκο.

Και πως αλλιώς να γινόταν, όταν κουμάντο στις συνθέσεις κάνει, τόσο ο προαναφερθείς ηγέτης της μπάντας, όσο και ο τρομερός Gaz Jennings με την κιθάρα του, που συνεργάζεται άψογα εδώ και δυο περίπου δεκαετίες με τον ντράμερ της μπάντας, Brian Dixon, αλλά και με τον προσφάτως εισελθόντα σε αυτή, Scott Carlson στο μπάσο, δημιουργώντας heavy κομμάτια άλλοτε βαριά κι ασήκωτα κι άλλοτε διανθισμένα με ψυχεδελικές prog αναφορές, αλλά και συχνά πυκνά με αχνά ψήγματα punk και stoner στοιχεία, που προσέδιδαν στη μουσική των Cathedral, μια κολακευτική για αυτήν, ποικιλία, που πάντα διακρίνονταν από μια πειραματική διάθεση.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία βρίσκονται και στο κύκνειο άσμα τους, που φέρει τον πολύ ταιριαστό τίτλο: The Last Spire και το οποίο καταφέρνει στα 8 κομμάτια συνολικής διαρκείας 58 περίπου λεπτών, που το αποτελούν, να μας υπενθυμίσει γιατί οι Cathedral ήταν, είναι και θα είναι για πάντα χαραγμένοι με τεράστια κι ανάγλυφα γράμματα στην doom βίβλο, καθώς περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία, που τους κατέστησαν ξεχωριστούς, αλλά και μερικούς νεωτερισμούς, που όμως πλέουν αρμονικά με το παλιακό doom ύφος του δίσκου, που μοιάζει πολύ με εκείνο των πρώτων δουλειών της μπάντας, δίχως αυτό να σημαίνει, πως αυτή αντιγράφει τον εαυτό της.

Οι συνθέσεις του The Last Spire έχουν την δική τους μοναδική του ταυτότητα και αποτελούν ένα doom απαύγασμα απαράμιλλης ομορφιάς, καθώς πέρα των γιγαντιαίων και με συχνές αλλαγές στο τέμπο τους, riffs της κιθάρας, των τρομακτικής δυναμικής χτυπημάτων των ντραμς και του μεστού και σπινθηροβόλου μπάσου, διαθέτουν κι άκρως κολακευτικά για αυτό αιθέρια πλήκτρα, καθώς και μια μαγευτική vintage αύρα, που είναι απόρροια των μελωδιών του David Moore στα moog, mellotron και hammond, που με μαεστρία ντύνουν τις στερνές μελωδίες των Cathedral, στις οποίες προσφέρουν την φωνή τους η Rosalie Cunningham και ο Chris Reifert.

Οι τραχιές κιθάρες δημιουργούν riffs αγνού και ανόθευτου doom, πότε σε βασανιστικά αργό και πότε σε λίγο πιο σπιντάτο τέμπο, ενώ τα leads και solos τους, άλλοτε προσδίδουν στο The Last Spire μια metal χροιά κι άλλοτε έναν ψυχεδελικό prog τόνο, που απογειώνει τα πολύ σημαντικά, για την εκπληκτική του ροή, ακουστικά περάσματα, που καθηλώνουν με την λιτή και απέριττη ομορφιά τους. Τα φωνητικά του αρχηγού της μπάντας και ιδρυτή της φημισμένης Rise Above Records, είναι στα γνωστά επίπεδα της μπάντας, ενώ εδώ συνοδεύονται από ένα guest μιλητό sample κι από μερικά πανέμορφα γυναικεία φωνητικά, που απογειώνουν το ηχητικό σύνολο.

Το μπάσο σιγοντάρει τις κιθάρες και τα ντραμς εντυπωσιακά, δίχως όμως να στερηθεί ηχητικών πρωτοβουλιών, ενώ τα τύμπανα προσφέρουν απύθμενο groove στις διακριθείσες εκτός όλων των άλλων και για το fuzz τους συνθέσεις του The Last Spire, συμβάλλοντας σημαντικά στο θελκτικό χαρακτήρα του τελικού ηχητικού αποτελέσματος. Τα πλήκτρα γεμίζουν επιτυχώς τα κομμάτια του δίσκου, τα οποία χρωστούν πολλά, τόσο στο mellotron και το hammond, όσο και στο moog, καθώς σε αυτά οφείλει την ατίθαση φαντασία, που χαρακτηρίζει την περιπετειώδη υπόσταση, που οι ευρισκόμενα σε συνθετικά κέφια Cathedral τους προσέδωσαν απλόχερα.

Οι experimental ανησυχίες τούτης της μπάντας σύμβολο της doom σκηνής συγκρούονται αρμονικά με τις ανίερες ηχητικές τους ρίζες, δημιουργώντας έτσι ένα μεγαλειώδες heavy κράμα, που μπάντα και οπαδοί θα απολαύσουν εξίσου, καθώς ο αυθορμητισμός στην ευεργετηθείσα από την αψεγάδιαστη παραγωγή της, μουσική του The Last Spire, περισσεύει, ενώ το ταλέντο και η τιμιότητα των Cathedral, μαρτυρείται για ακόμη μια φορά στην ιστορία τους, σε κάθε τους νότα, καθιστώντας έτσι την περσινή τους απόφαση να τελειώσουν την ηχητική τους διαδρομή με αυτήν τη μορφή, αμφίβολη, καθώς στο έσχατο χρονικά πόνημα τους, η έμπνευση ξεχειλίζει.

Όμως η μπάντα έχει λάβει εδώ και καιρό την απόφαση της, οπότε όλα τα υπόλοιπα σχετικά με αυτό το θέμα περιττεύουν, καθώς τίποτα δεν φαίνεται να μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα. Ας είναι όμως, μιας και οι μεγάλοι Cathedral ποτέ δεν θα χαθούν στην λήθη, καθώς τα έργα τους θα παραμείνουν σε περίοπτη θέση του ευρύτερου heavy χώρου, υπενθυμίζοντας σε όλους, πως μερικές μπάντες είναι φτιαγμένες από ανεξίτηλα υλικά και πως ακόμη κι η στερνή τους ηχητική ανάσα, που σε τούτη την περίπτωση φέρει τον τίτλο: The Last Spire, εμπνέει σεβασμό. R.I.P. Cathedral και καλό ταξίδι στα απέραντα σοκάκια των heavy ουρανών. Twenty years it's been..

Rise Above Records: Official Website

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Uncle Acid - Mind Control


Από το Cambridge προέρχονται οι γεννημένοι το 2009 και ραγδαίως ανερχόμενοι Uncle Acid, που εδώ και 1-2 χρόνια έχουν προκαλέσει πανικό στην ευρύτερη heavy σκηνή με την εξαίσια μουσική τους, όπως την γνωρίσαμε στους δυο πρώτους τους δίσκους, που κυκλοφόρησαν το 2010 και 2011 αντίστοιχα, καθώς το διανθισμένο με μπόλικο fuzz και groove μείγμα doom, 60's garage, pop κι occult rock, έκαψε καρδιές με την ατίθαση και ξελογιάστρα retro αύρα του.
 
Εν έτη 2013 οι άκρως ταλαντούχοι Uncle Acid επιστρέφουν δυναμικά στην δισκογραφία με το τρίτο τους πόνημα, Mind Control, που κυκλοφόρησε μέσω της Rise Above Records και το οποίο αποτελείται από 9 κομμάτια συνολικής διάρκειας 51 λεπτών, που αν και βρίσκονται κοντά στο ύφος των παλαιότερων τραγουδιών της μπάντας, εντούτοις, διαφέρουν σε αρκετά σημεία από εκείνα, καθώς εδώ η μουσική πρόοδος κι ωριμότητα, είναι στοιχεία αδιαμφισβήτητα.
 
Το fuzz παραμένει στον ήχο των Uncle Acid, όπως ακριβώς και το γνωστό τους groove, αλλά το occult στοιχείο έχει περιοριστεί κυρίως στους στίχους κι έχει δώσει ηχητικό χώρο στην pop πλευρά της μπάντας, η οποία συνδυάζεται απίστευτα όμορφα με το horror doom υπόβαθρο της, αναδεικνύοντας έτσι τόσο τα σπιρτόζικα 60's garage στοιχεία της, τα οποία μειώθηκαν ελαφρώς στο Mind Control, όσο και την 70's prog ψυχεδέλεια, που εδώ κλέβει την παράσταση.
 
Το tempo του Mind Control αλλάζει συχνά πυκνά από την κιθάρα, που άλλοτε σκαρώνει riffs βγαλμένα μέσα από doom διαμάντια αλλοτινών ηχητικών εποχών κι άλλοτε εξαπολύει garage μελωδίες, που συνεπαίρνουν και τον πιο απαθή ακροατή, ενώ τα solos της, που διακρίνονται από μια υφέρπουσα prog αισθητική, αλλά κι από μια μεθυστική ανατολίτικη αύρα σε στιγμές, ξελογιάζουν τις αισθήσεις με το ψυχεδελικό, vintage κι αιθέριο pop rock άρωμά τους.
 
Τα ντραμς κρατούν με μαεστρία τα μπόσικα και συνοδεύουν τα έγχορδα πάντα με περίσσια τεχνική και εμφανή δυναμισμό, ενώ το μεστό μπάσο, γεμίζει τις συνθέσεις του Mind Control, στις οποίες προσφέρει με τη γλυκιά τονικότητα του, μια ηχητική ζεστασιά κολακευτική για αυτές κι αναδεικνύει τα λιγοστά ηχοχρώματα των πλήκτρων και του mellotron, που προσδίδουν μια άκρως γοητευτική και ταξιδιάρικη αίσθηση νοσταλγίας στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα.
 
Οι σχεδόν μινιμαλιστικοί και πάντα δοσμένοι υπό ένα λάγνο occult πρίσμα, στίχοι, αποδίδονται εξαιρετικά από τις διφωνίες των Uncle Acid, που πρωταγωνιστούν σε τούτο το άκουσμα, ενώ η παραγωγή του Mind Control, αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο, τόσο την συνθετική πρόοδο της μπάντας, όσο και την εκπληκτική της απόδοση και ενισχύει παράλληλα το retro ύφος των συνθέσεων της, καθώς απογειώνει την ακατέργαστη μουσικότητα όλων των οργάνων.
 
Νεότερα και παλαιότερα ηχοτοπία του ευρύτερου heavy ήχου και όχι μόνο, συμπλέκονται σε μια αέναη μάχη μεταξύ τους, που αναδεικνύει νικήτρια την μοναδική μουσική ταυτότητα των εξόχως ελπιδοφόρων Uncle Acid, καθώς η λήξη της μεταξύ τους ηχητικής συμπλοκής, καταδεικνύει με τρόπο εύγλωττο την ξεχωριστή τονικότητα τούτης της εκπληκτικής μπάντας και τρανή απόδειξη αυτού είναι το σαγηνευτικό Mind Control, που καθηλώνει τις αισθήσεις με κάθε του νότα.

Uncle Acid: Official Website / Facebook
Rise Above Records: Official Website

Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

Moss - Horrible Night


Από το Σάουθαμπτον της Αγγλίας προέρχονται οι γεννημένοι το 2000 κι απαρτιζόμενοι από τους Olly Pearson στα φωνητικά, Dom Finbow στις κιθάρες και Chris Chantler στα ντραμς, Moss, οι οποίοι κυκλοφόρησαν φέτος την Άνοιξη, μέσω της φημισμένης βρετανικής δισκογραφικής, Rise Above Records, την τρίτη full length δουλειά τους, υπό τον τίτλο: Horrible Night.

Τούτος ο δίσκος, που συνοδεύεται από το άκρως ταιριαστό με τους horror αισθητικής στίχους και το εξόχως μοχθηρό μουσικό του περιεχόμενο, artwork, που φιλοτέχνησε ο ταλαντούχος Reuben Sawyer, αποτελείται από 6 κομμάτια συνολικής διάρκειας 54 λεπτών και παρουσιάζει αλλαγές, τόσο στον συνθετικό τομέα των Moss, όσο και σε μουσικό επίπεδο γενικότερα.

Ο αριθμός των τραγουδιών έχει αυξηθεί, ενώ μειώθηκε αισθητά η διάρκεια τους, αλλά η πιο σημαντική αλλαγή θαρρώ, πως είναι αυτή στον τομέα των φωνητικών, όπου πλέον τα μακρινά κι απόκοσμα sludge ουρλιαχτά έχουν σχεδόν εξαφανιστεί, παραδίδοντας τα ηνία σε πιο καθαρές γραμμές, που έχω την αίσθηση, ότι ταιριάζουν γάντι στην μουντή ατμόσφαιρα των Moss.

Οι στίχοι αποδίδονται με περισσή θεατρικότητα, που προσφέρει στην έχουσα occult αύρα horror υπόσταση τους, μιας κολακευτική για αυτή αλλόκοτη ομορφιά, ενώ παρά την έλλειψη μπάσου από την σύνθεση των Moss, ο ήχος τους παραμένει βαρύς κι ασήκωτος, καθώς το feedback κι η αψεγάδιαστη παραγωγή, καθιστούν το ηχητικό μαμούθ με τίτλο, Horrible Night, πελώριο.

Οι σχεδόν βάρβαρες κιθάρες σέρνονται σε ατελείωτους κι ακανθώδεις sludge βάλτους ξερνόντας riffs πνιγμένα στην παραμόρφωση με παραδοσιακή doom τεχνοτροπία, ενώ τα χτυπήματα των ντραμς, άλλοτε ακολουθούν την κιθάρα στις καταχθόνιες διαδρομές της κι άλλοτε δίνουν τον ρυθμό στις βλοσυρές συνθέσεις του Horrible Night, οδηγώντας τες σε ανήλιαγα doom σοκάκια.

Ο υπέρ του δέοντος heavy χαρακτήρας των Moss παραμένει πιστός στο παραδοσιακό doom μοτίβο τους, ενώ το γεγονός, πως είναι δοσμένος μέσα από ένα τραχύ sludge πρίσμα, κολακεύει την πνιγμένη στο reverb υφή του και αναδεικνύει τα λιγοστά, μα ευεργετικά για την ομαλή ροή του Horrible Night, σημεία, όπου το drone κι ο θόρυβος κυριεύουν την υπόσταση του.
 
Εν κατακλείδι, τα νέα στοιχεία, που οι Moss έβαλαν στην ηχητική τους ζωή, αποδεικνύονται ευεργετικά για τα μουσικά τους δημιουργήματα και αυτό καθίσταται σαφές από το πολύ καλό Horrible Night, το οποίο ίσως μας παρουσιάζει και την αρχή μιας νέας ηχητικής διαδρομής για τούτη την εξαιρετική και πάντα πιστή στις heavy αρχές της μπάντα. Επενδύστε άφοβα.

Rise Above Records: Official Website

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Astra - The Black Chord


Οι Αμερικάνοι Astra, οι οποίοι απαρτίζονται από πέντε εξαιρετικά ταλαντούχους μουσικούς και πιο συγκεκριμένα, από τους: Richard Vaughan (Κιθάρα, Mellotron, Moog, φωνητικά), Conor Riley (Mellotron, όργανο, Moog, πιάνο, φωνητικά), Stuart Sclater (μπάσο), David Hurley (ντραμς, κρουστά, φλάουτο) και Brian Ellis (lead κιθάρα, Moog) ξεκίνησαν τις περιπετειώδεις μουσικές τους αναζητήσεις τον χειμώνα του 2006 από το San Diego της Καλιφόρνια.

Τρία χρόνια αργότερα, το έτος 2009, κυκλοφόρησαν το πολύ καλό ντεμπούτο τους, The Weirding, το οποίο μας παρουσίασε τις πολλές κι άκρως ενδιαφέρουσες επιρροές της μπάντας, οι οποίες μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν μπάντες όπως οι Genesis, King Crimson, Pink Floyd, Tool, Hawkwind, Dream Theater, Moody Blues, Caravan, Yes, κ.α., ενώ κατέστησε σαφές, πως τούτη η μπάντα, είναι σφόδρα ερωτευμένη με τα ψυχεδελικά progressive rock ηχοχρώματα.

Οι παραπάνω μπάντες, αναφέρθηκαν όχι για να δηλώσω, πως οι Astra απλώς προσπαθούν να τους αντιγράψουν, πως θα μπορούσαν άλλωστε, ούτε επειδή οι Astra έχουν κοπιάρει μεμονωμένες μελωδίες, που δεν έχουν, αλλά διότι ακολουθούν πιστά παρόμοιες τεχνοτροπίες ενορχήστρωσης. Αυτό, αποδεικνύεται περίτρανα από τον επιεικώς εκπληκτικό, δεύτερο δίσκο τους, The Black Chord, που εδώ και λίγους μήνες κυκλοφορεί μέσω της Rise Above Records.

Σε αντίθεση με τον προκάτοχο του, η διάρκεια του οποίου άγγιζε τα 80 λεπτά, τα 6 κομμάτια, που αποτελούν το The Black Chord, διαρκούν συνολικά μόλις 47 λεπτά, ενώ ακόμη μια σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο δίσκων τούτης της ταλαντούχας μπάντας, είναι το γεγονός, πως σε αντίθεση με το ντεμπούτο της, το δεύτερο πόνημα της έχει την δική του ανάγλυφη ηχητική ταυτότητα, μιας και οι Astra, κατάφεραν να φιλτράρουν σωστά τις σημαντικές επιρροές τους.

Στο prog όργιο, που φέρει τον τίτλο The Black Chord, το τέμπο αλλάζει συχνά, ενώ οι εξαιρετικές μουσικές ιδέες του, αν και εναλλάσσονται με γοργούς ρυθμούς, φροντίζουν να σου αφήσουν τον απαραίτητο χρόνο για να τις απομνημονεύσεις, ενώ όλα τα μουσικά όργανα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό το άλμπουμ, καθώς τα Moog, Mellotron, όργανο, πιάνο και πλήκτρα, είναι εξίσου σημαντικά για τον ήχο του δίσκου, με τις κιθάρες, το μπάσο και τα ντραμς.

Τα φωνητικά είναι 70's αισθητικής και συμβάλουν έτσι στην vintage αύρα του δίσκου, ενώ οι αιθέριες μελωδίες των πλήκτρων, άλλοτε στροβιλίζονται σαν θύελλα κι άλλοτε μοιάζουν με δροσιστικό αεράκι. Το πιάνο συνοδεύει υπέροχα τα leads του Moog, που συμβάλουν στον retro χαρακτήρα του The Black Chord, ενώ τα solos του Mellotron, που είναι άκρως σαγηνευτικά, είναι πλήρως εναρμονισμένα με τις μαγευτικές ηχητικές πινελιές, που το φλάουτο μας χαρίζει.

Το rythm section δεν θα μπορούσε να είναι πιο στιβαρό, καθώς το μπάσο συμπληρώνει με μαεστρία τόσο τα υπόλοιπα έγχορδα, όσο και τα άκρως δυναμικά ντραμς, τα οποία σε στιγμές θαρρείς, πως κάνουν τη Γη να τρέμει, ενώ ο λυρισμός, που διακρίνει τις ακουστικές κιθάρες, έρχεται σε πλήρη αρμονία με το ορμητικό ηχητικό μωσαϊκό, που με περίσσιο μεράκι και ξεχειλίζουσα μαεστρία, δημιουργούν με τις τρελαμένες νότες τους, οι ηλεκτρικές κιθάρες.

Ένα εκπληκτικής ομορφιάς κι επικών διαστάσεων ηχητικό ταξίδι στα πέρατα του κοσμικού prog rock ήχου με όχημα μια μουσική πεντάδα, που έχει ατενίζει το μέλλον, έχοντας όμως στραμμένο το βλέμμα της στο παρελθόν, ξεκινά με το πάτημα του κουμπιού play και συνεχίζεται επ'αόριστον, καθώς τόσο οι λάτρεις αυτού του ήχου, όσο κι εκείνοι, που απλώς ψάχνουν την περιπέτεια στη μουσική τους, θα ξεθωριάσουν το κουμπί repeat από την πολύ συχνή του χρήση.

Εν κατακλείδι, νομίζω, πως το να προσπαθήσω να στολίσω με επιθετικούς προσδιορισμούς το The Black Chord των ραγδαίως ανερχόμενων Astra, αποδείχθηκε πολύ δύσκολη υπόθεση, μιας και η μαγεία του εν λόγω ακούσματος, δεν μπορεί να αποτυπωθεί από το πληκτρολόγιο, παρά μόνο από τα κάθε είδους ακουστικά ή/και ηχεία, καθώς πρόκειται για μια από εκείνες τις περιπτώσεις, που η ίδια η μουσική, μιλάει από μόνη της. Τα λόγια λοιπόν, περιττεύουν.

Rise Above Records: Official Website