Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Agnes Vein - Soulship


Οι προερχόμενοι από την Θεσσαλονίκη και απαρτιζόμενοι από τους Σάκη σε κιθάρα, Φοίβο σε ντραμς κι Ερρίκο σε μπάσο, Agnes Vein, είναι από εκείνες τις μπάντες, που αν κι έχουν μια μεστή παρουσία στο εγχώριο underground, εντούτοις, καθυστέρησαν να τη μετουσιώσουν σε κάποια ηχογράφηση αρκετά, αλλά όταν το έκαναν, κατάφεραν να εντυπωσιάσουν με την ποιότητα της, όπως αποδεικνύει τρανά το προ τριετίας ντεμπούτο τους: Duality, που χρειάστηκε να περάσουν 9 χρόνια από την δημιουργία τους το 2001 για να πάρει σάρκα κι οστά.

Εν έτη 2013 και σε αντίθεση με άλλες εγχώριες μπάντες, που κυκλοφόρησαν την παρθενική τους δουλειά μετά από χρόνια κι ύστερα διέλυσαν, οι ανερχόμενοι Agnes Vein κυκλοφόρησαν την τρέχουσα Άνοιξη το αποτελούμενο από 6 κομμάτια, Soulship, το οποίο παρά την μικρή του διάρκεια, που αγγίζει τα 38 λεπτά περίπου, αποτελεί το δεύτερο full length τους και συνάμα ένα εξαιρετικό άκουσμα, που υφαίνει με μαεστρία ένα σαγηνευτικό υφαντό στολισμένο με έντονα doom ηχοχρώματα, μπόλικα sludge ψήγματα, epic συναίσθημα και black ψυχεδέλεια.

Η κιθάρα πλέκει γοητευτικά leads πνιγμένα στο επικό μέλας και σκαρώνει riffs πάνω σε ένα στιβαρό doom μοτίβο, το οποίο η ίδια φροντίζει να διανθίσει με sludge στοιχεία, προσφέροντας έτσι ποικιλία στις συναρπαστικές συνθέσεις του απολαυστικού Soulship, ενώ τα φωνητικά, που εναλλάσσονται σε black οδυρμούς και καταθλιπτικές ελεγείες, εντείνουν το αίσθημα της απώλειας του δίσκου, καθώς ενισχύουν σημαντικά τη θρηνητική αύρα της κιθάρας κι αποδίδουν συγχρόνως, με περισσή και βασανιστική ειλικρίνεια τους ξεχειλίζοντες πόνο στίχους του.

Το μπάσο προσδίδει όγκο και βάθος στις συνθέσεις, αλλά ξεχωρίζει κυρίως για την ικανότητα του να ελίσσεται ανάμεσα σε αυτές με τέτοιο τρόπο, ώστε να τους προσφέρει την απαραίτητη πυκνότητα και δυναμική, ενώ συγχρόνως πλαισιώνει εξαίσια, τόσο τις αποπνέουσες μια βαθιά εσωστρέφεια κιθάρες, όσο και τα προερχόμενα από την άβυσσο και καταιγιστικά σε στιγμές χτυπήματα των ντραμς, που δίνουν στο εξαιρετικό Soulship μια υφέρπουσα και διαολεμένη αύρα πνευματικότητας, η οποία απογειώνει την ανάγλυφη μελαγχολία, που το διακρίνει.

Ο μελαγχολικός doom ρυθμός των συνθέσεων του Soulship συνδυάζεται άψογα με τις epic αναφορές των Agnes Vein και στολίζονται υπέροχα από τα λιγοστά μεν, απολαυστικά δε, sludge ψήγματα, με τα οποία τούτη η άκρως ελπιδοφόρα μπάντα τις στολίζει, ενώ τα φέροντα μια βάρβαρη αίσθηση κατάθλιψης, black ηχοτοπία τους, κολακεύονται από την υφέρπουσα ψυχεδέλεια, με τα οποία τούτη η πολλά υποσχόμενη μπάντα τα διανθίζει, προδίδοντας έτσι τον συνθετικό της οίστρο, το περίσσιο ταλέντο και την πραγματικά αψεγάδιαστη απόδοση της.

Όπως ίσως υποψιάζεστε, ο νέος δίσκος των Agnes Vein είναι εξαιρετικός από όλες τις απόψεις, καθώς εκτός του μουσικού και στιχουργικού του περιεχομένου, που βρίσκονται σε υψηλότατο επίπεδο, τόσο η παραγωγή, όσο και το artwork του, αξίζουν ειδικής μνείας, καθώς συμβάλουν τα μέγιστα στο θαυμάσιο άκουσμα με τον τίτλο: Soulship, που αποτελεί ένα άκρως ενθαρρυντικό σημάδι για το μέλλον των δημιουργών του και συνάμα, μια από τις καλύτερες κυκλοφορίες της χρονιάς, καθώς τούτο το μεγαλειώδες άκουσμα, ξεχειλίζει από παντού ποιότητα. Εύγε!

Agnes Vein: Bandcamp / Facebook

Σάββατο 25 Μαΐου 2013

IRN


Μια νέα μπάντα από το Τορόντο του Καναδά ήρθε να ταράξει για τα καλά τις λασπουριές του τραχύ doom και sludge ήχου με το ομώνυμο και ντεμπούτο EP της, αλλά και να μας προσφέρει πολλές ελπίδες, τόσο για το μέλλον της, όσο και για το μέλλον της συγκεκριμένης σκηνής γενικότερα, καθώς οι περί ου ο λόγος, IRN, που απαρτίζονται από τους Jeff σε μπάσο και φωνητικά, Ken σε κιθάρες και Will σε ντραμς, δημιουργήθηκαν πριν από έναν περίπου χρόνο με σκοπό να σπείρουν μουσικό όλεθρο με τις τερατώδους ομορφιάς και θηριώδους υπόστασης μελωδίες τους κι όπως μάλλον υποψιάζεστε, φαίνεται να πετυχαίνουν τον στόχο τους.

Οι 3 τρομερές συνθέσεις συνολικής διάρκειας περίπου 33 λεπτών του παρθενικού EP των IRN, διακρίνονται για τον μοχθηρό τους χαρακτήρα και την καταχθόνια υφή τους, ενώ ξεχωρίζουν για την πολύ καλή δομή τους, που έχει ως αποτέλεσμα η ροή του εν λόγω φρικαλέου ακούσματος, να είναι εξαιρετική, αλλά κι εφάμιλλη με αυτή πλημμυρισμένων υπονόμων, καθώς πέραν των πραγματικά εμπνευσμένων και αψεγάδιαστα εκτελεσμένων κομματιών των IRN, σε αυτό πολύ σημαντικά συμβάλουν και τα σωστά κι έξυπνα χρησιμοποιημένα samples, με τα οποία τούτη η εξαιρετικά ταλαντούχα μπάντα, στολίζει το πρώτο της μοχθηρό και χαιρέκακο πόνημα.

Τα απόκοσμα και γεμάτα φθόνο και κακία φωνητικά μοιάζουν βγαλμένα μέσα από τα έγκατα της αβύσσου και με περίσσια πειθώ ξερνούν στίχους με κυρίαρχα τα αισθήματα της απώλειας και του μίσους, εντείνοντας έτσι τα βάρβαρα κι έρποντα riffs της κιθάρας, που κινούνται με βήμα βαρύ κι ασήκωτο, οδηγώντας έτσι τα κομμάτια σε βασανιστικά αργούς ρυθμούς και συνάμα, πλαισιώνοντας εντυπωσιακά το μεστό μπάσο του IRN, που αποδεικνύεται με εκκωφαντικό τρόπο, πως είναι πιστός συνοδοιπόρος στα σκοτεινά κι ανήλιαγα ηχητικά σοκάκια, τόσο αυτής, όσο και των φθονερών και καταιγιστικών και κατακλυσμιαίων χτυπημάτων των ντραμς.

Το ευωδιάζον σαπίλα ηχητικό απαύγασμα sludge μοχθηρότητος και doom καταχνιάς, που φέρει τον τίτλο: IRN, αποτελεί ένα από τα πλέον ελπιδοφόρα ακούσματα του ακραίου heavy ήχου, καθώς οι κτηνώδεις συνθέσεις του, που μας προσφέρουν μπόλικες στιγμές αγνής, ανίερης κι ανόθευτης μουσικής απόλαυσης, εύκολα παραλληλίζεται με μια σαγηνευτική και λάγνα χίμαιρα, ο extreme χαρακτήρας της οποίας, δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας για τις όχι και τόσο καλοσυνάτες της προθέσεις. Με άλλα λόγια, αν ψάχνετε κάτι υπέρμετρα heavy, αλλά κι ακραίο, τότε το πολύ καλό ντεμπούτο των ανερχόμενων IRN αποτελεί ιδανική επιλογή για όλους.


Τρίτη 14 Μαΐου 2013

:TWiNGiANT: - Sin Nombre


Μετά το περσινό πολύ καλό ντεμπούτο τους, Mass Driver, οι γεννημένοι το 2010 στο Φοίνιξ της Αριζόνα κι απαρτιζόμενοι από τους Jarrod σε φωνή και μπάσο, Dave σε κιθάρες και φωνητικά, Jeff στα ντραμς και τον ελληνικής καταγωγής Νίκο σε κιθάρες και φωνητικά, :TWiNGiANT:, επανέρχονται άκρως δυναμικά στην δισκογραφία με την δεύτερη δουλειά τους, 5 κομματιών και συνολικής διάρκειας 25 λεπτών, που έχει την μορφή EP και φέρει τον τίτλο: Sin Nombre.

Το εν λόγω άκουσμα, διακρίνεται για την αψεγάδιαστη παραγωγή του, που προσφέρει ένταση και διαύγεια στις νέες συνθέσεις των :TWiNGiANT: κι αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο την οργανική υπόσταση της μουσικότητας τους, ενώ προσδίδει συγχρόνως μια σαγηνευτική αύρα στην αποπνέουσα ζεστασιά τονικότητα του Sin Nombre, η οποία αποτελεί ένα από τα πλέον δυνατά του σημεία, καθώς προσφέρει μια ονειρική διάσταση στα εκρηκτικά κομμάτια του.

Η ροή του Sin Nombre είναι εντυπωσιακά καλή, μιας και ο δίσκος κυλάει σαν δροσερό ρυάκι σε κάποια απότομη πλαγιά, ενώ ειδικής μνείας αξίζει η υφέρπουσα μελαγχολία, που διαπερνά το κάθε του λεπτό, η οποία πραγματικά απογειώνει το στιβαρό heavy μείγμα από stoner ηχοτοπία  και sludge ηχοχρώματα, που αποτελεί την ραχοκοκκαλιά της μουσικής των :TWiNGiANT:, την οποία τούτη η εξόχως ταλαντούχα μπάντα, στολίζει με μια μαγευτική desert ψυχεδέλεια.

Μπάσο και ντραμς συνεργάζονται αρμονικά, τόσο μεταξύ τους, όσο και με τις κιθάρες κι αμφότερα συμβάλουν σημαντικά στον groove χαρακτήρα του Sin Nombre με τις μεστές τους μελωδίες και τα σφοδρά τους χτυπήματα αντίστοιχα, ενώ οι κιθάρες σκαρώνουν λασπωμένα riffs σε stoner ύφος, που διακρίνονται για το sludge ταμπεραμέντο τους και τον fuzz χαρακτήρα τους και solos βαπτισμένα στα vintage νερά της rock ψυχεδέλειας αλλοτινών ηχητικών εποχών.

Τα φωνητικά διακρίνονται για το γρέζι, την τραχιά τους υφή και για το περίσσιο πάθος τους και ξεχωρίζουν για την αχνή space αύρα, που οφείλεται στην μίξη του Sin Nombre, η οποία τους έδωσε μια απόμακρη ηχητική υπόσταση, που έχει σαν αποτέλεσμα να ακούγονται μες από τις μακρινές κι αχαλίνωτες ερήμους του heavy διαστήματος, ενώ άξια αναφοράς είναι τα samples φωνητικών, τα οποία με μαεστρία τοποθετούν οι :TWiNGiANT: σε κομβικά σημεία του EP.

Το δεύτερο πόνημα τούτης της άκρως ελπιδοφόρας μπάντας αποδεικνύει με εύγλωττο τρόπο ότι τα πολύ καλά λόγια, που είχαν δικαίως ακουστεί για αυτούς πέρυσι και με αφορμή το ντεμπούτο τους, δεν ήταν υπερβολικά, καθώς τα κομμάτια του εξαιρετικού Sin Nombre, καθιστούν σαφές, πως οι πολλά υποσχόμενοι :TWiNGiANT: που ήρθαν με ορμή στα heavy δρώμενα, πρόκειται να μείνουν στο επίκεντρο αυτών για αρκετό καιρό. Κάντε λοιπόν την χάρη στον εαυτό σας..

:TWiNGiANT:: Official Website / Bandcamp / Facebook

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Uncle Acid - Mind Control


Από το Cambridge προέρχονται οι γεννημένοι το 2009 και ραγδαίως ανερχόμενοι Uncle Acid, που εδώ και 1-2 χρόνια έχουν προκαλέσει πανικό στην ευρύτερη heavy σκηνή με την εξαίσια μουσική τους, όπως την γνωρίσαμε στους δυο πρώτους τους δίσκους, που κυκλοφόρησαν το 2010 και 2011 αντίστοιχα, καθώς το διανθισμένο με μπόλικο fuzz και groove μείγμα doom, 60's garage, pop κι occult rock, έκαψε καρδιές με την ατίθαση και ξελογιάστρα retro αύρα του.
 
Εν έτη 2013 οι άκρως ταλαντούχοι Uncle Acid επιστρέφουν δυναμικά στην δισκογραφία με το τρίτο τους πόνημα, Mind Control, που κυκλοφόρησε μέσω της Rise Above Records και το οποίο αποτελείται από 9 κομμάτια συνολικής διάρκειας 51 λεπτών, που αν και βρίσκονται κοντά στο ύφος των παλαιότερων τραγουδιών της μπάντας, εντούτοις, διαφέρουν σε αρκετά σημεία από εκείνα, καθώς εδώ η μουσική πρόοδος κι ωριμότητα, είναι στοιχεία αδιαμφισβήτητα.
 
Το fuzz παραμένει στον ήχο των Uncle Acid, όπως ακριβώς και το γνωστό τους groove, αλλά το occult στοιχείο έχει περιοριστεί κυρίως στους στίχους κι έχει δώσει ηχητικό χώρο στην pop πλευρά της μπάντας, η οποία συνδυάζεται απίστευτα όμορφα με το horror doom υπόβαθρο της, αναδεικνύοντας έτσι τόσο τα σπιρτόζικα 60's garage στοιχεία της, τα οποία μειώθηκαν ελαφρώς στο Mind Control, όσο και την 70's prog ψυχεδέλεια, που εδώ κλέβει την παράσταση.
 
Το tempo του Mind Control αλλάζει συχνά πυκνά από την κιθάρα, που άλλοτε σκαρώνει riffs βγαλμένα μέσα από doom διαμάντια αλλοτινών ηχητικών εποχών κι άλλοτε εξαπολύει garage μελωδίες, που συνεπαίρνουν και τον πιο απαθή ακροατή, ενώ τα solos της, που διακρίνονται από μια υφέρπουσα prog αισθητική, αλλά κι από μια μεθυστική ανατολίτικη αύρα σε στιγμές, ξελογιάζουν τις αισθήσεις με το ψυχεδελικό, vintage κι αιθέριο pop rock άρωμά τους.
 
Τα ντραμς κρατούν με μαεστρία τα μπόσικα και συνοδεύουν τα έγχορδα πάντα με περίσσια τεχνική και εμφανή δυναμισμό, ενώ το μεστό μπάσο, γεμίζει τις συνθέσεις του Mind Control, στις οποίες προσφέρει με τη γλυκιά τονικότητα του, μια ηχητική ζεστασιά κολακευτική για αυτές κι αναδεικνύει τα λιγοστά ηχοχρώματα των πλήκτρων και του mellotron, που προσδίδουν μια άκρως γοητευτική και ταξιδιάρικη αίσθηση νοσταλγίας στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα.
 
Οι σχεδόν μινιμαλιστικοί και πάντα δοσμένοι υπό ένα λάγνο occult πρίσμα, στίχοι, αποδίδονται εξαιρετικά από τις διφωνίες των Uncle Acid, που πρωταγωνιστούν σε τούτο το άκουσμα, ενώ η παραγωγή του Mind Control, αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο, τόσο την συνθετική πρόοδο της μπάντας, όσο και την εκπληκτική της απόδοση και ενισχύει παράλληλα το retro ύφος των συνθέσεων της, καθώς απογειώνει την ακατέργαστη μουσικότητα όλων των οργάνων.
 
Νεότερα και παλαιότερα ηχοτοπία του ευρύτερου heavy ήχου και όχι μόνο, συμπλέκονται σε μια αέναη μάχη μεταξύ τους, που αναδεικνύει νικήτρια την μοναδική μουσική ταυτότητα των εξόχως ελπιδοφόρων Uncle Acid, καθώς η λήξη της μεταξύ τους ηχητικής συμπλοκής, καταδεικνύει με τρόπο εύγλωττο την ξεχωριστή τονικότητα τούτης της εκπληκτικής μπάντας και τρανή απόδειξη αυτού είναι το σαγηνευτικό Mind Control, που καθηλώνει τις αισθήσεις με κάθε του νότα.

Uncle Acid: Official Website / Facebook
Rise Above Records: Official Website

Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Atlantic Valley - Mammoth


Στο Βίγκο της Γαλικίας δημιουργήθηκαν στις αρχές του 2011 οι ανερχόμενοι Atlantic Valley, που έχουν διακριθεί με την κατάληψη της πρώτης θέσης σε ένα τοπικό μουσικό διαγωνισμό, κερδίζοντας έτσι την ευκαιρία να παίξουν ζωντανά στη χώρα, αλλά και να ηχογραφήσουν την πρώτη τους δουλειά, που αποτελεί αφορμή για τούτο το κείμενο και η οποία κυκλοφορεί με την μορφή EP υπό τον τίτλο: Mammoth, που περιγράφει επακριβώς το μουσικό της ύφος.

Τούτο το εντυπωσιακό άκουσμα στηρίζει τις σκληρές μελωδίες του, στον παλιακό stoner rock ήχο, όπως τον γνωρίσαμε για πρώτη φορά πίσω στα 90's, τον οποίο όμως διανθίζει με αχνές και σχεδόν ανεπαίσθητες punk και ψυχεδελικές πινελιές, που καθιστούν το διακριθέν για το μπόλικο fuzz του κι αποτελούμενο από 6 κομμάτια συνολικής διάρκειας 21 λεπτών, Mammoth, ένα εξόχως εκρηκτικό άκουσμα, από την ορμή του οποίου, δεν υπάρχει ασφαλής διαφυγή.

Η ωμή παραγωγή του Mammoth κολακεύει την σκαιά υπόσταση των συνθέσεων του κι αυτό μάλλον δεν είναι τυχαίο, καθώς την επιμελήθηκε η ίδια η μπάντα, η οποία απαρτίζεται από τους ταλαντούχους Angel Pèrez στο μπάσο, Simón Nicolás στα ντραμς, Alexandre Alonso στην φωνή και Marcus Domato στην κιθάρα, όλοι εκ των οποίων, πιάνουν εντυπωσιακή απόδοση, ενώ άξια μνείας είναι η άψογη συνεργασία τους με τον Martiño Toro στο mastering του EP.

Τα γεμάτα γρέζι φωνητικά ερμηνεύουν τους αγγλικούς και ισπανικούς στίχους του Mammoth με περίσσιο πάθος, ενισχύοντας έτσι τον ωμό χαρακτήρα του και δίνοντας πάτημα στην κιθάρα για να ποτίσει τα δυναμικά riffs της με γενναίες ποσότητες fuzz, αναγκάζοντας έτσι και το στιβαρό μπάσο να παραδοθεί σε μια κολακευτική για τις συνθέσεις παραμόρφωση, που αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τα ξεχειλίζοντα groove κι άκρως σπιρτόζικα χτυπήματα των ντραμς.

Το ανόθευτο stoner rock των άκρως ελπιδοφόρων Atlantic Valley κερδίζει με την πρώτη του κιόλας νότα την προσοχή και το θαυμασμό, καθώς μαρτυρά τιμιότητα, αλλά κι αγνή αγάπη για τούτο το δημοφιλές, μα και λιγάκι παρεξηγημένο παρακλάδι του heavy ήχου, καθώς ο ευθύς χαρακτήρας του πολύ καλού Mammoth, που διατίθεται δωρεάν στη σελίδα τους στο bandcamp, όπως και η τραχιά του υπόσταση, που στάζει αδρεναλίνη, ξεσηκώνει με κάθε του μελωδία.

Atlantic Valley: Bandcamp / Facebook

Σάββατο 11 Μαΐου 2013

Altar Of Plagues - Teethed Glory & Injury


Οι Ιρλανδοί Altar Of Plagues γεννήθηκαν στο Cork το 2006 κι έκτοτε δεν έχουν σταματήσει να πειραματίζονται με τον ακραίο, μα γεμάτο μελωδικά σημεία ήχο τους, καθώς οι τρεις μουσικοί, που απαρτίζουν τούτη την ιδιαιτέρως ταλαντούχα μπάντα, οι Dave Condon σε φωνητικά και μπάσο, Johnny King σε ντραμς και James Kelly σε κιθάρες, φωνή και πλήκτρα, αναζητούν με κάθε νέο τους πόνημα τα καλλιτεχνικά και συναισθηματικά όρια της έμπνευσης τους.
 
Το ίδιο συμβαίνει και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό και στην τρίτη και καλύτερη ως τώρα, full length δουλειά τους, που κυκλοφορεί τούτες τις μέρες από την βρετανική Candlelight Records υπό τον τίτλο: Teethed Glory & Injury, καθώς σε τούτο το εξαιρετικό άκουσμα, που διακρίνεται εκτός των άλλων και για την αψεγάδιαστη πραγματικά παραγωγή του Jaime Gomez Arellano, η εξέλιξη και η πρόοδος είναι αναμφισβήτητα στοιχεία, όπως ακριβώς και οι καινοτομίες.
 
Η συνολική διάρκεια του δίσκου, που αγγίζει τα 49 λεπτά, είναι κατά τι μικρότερη από αυτή των πρότερων άλμπουμ της μπάντας, ενώ τα 9 κομμάτια του, είναι σχεδόν τα διπλάσια σε αριθμό σε σχέση με τους προηγούμενους δίσκους των Altar Of Plagues και αυτό έχει ως αποτέλεσμα το εντυπωσιακό Teethed Glory & Injury να είναι πιο εύκολα προσβάσιμο, παρά την ιδιαιτέρως δυναμική και σε στιγμές σχεδόν παράφωνη υπόσταση του, καθώς κολακεύει τη ροή του.
 
Το black μοτίβο των Altar Of Plagues έχει γίνει τραχύ κι ακάνθινο και το ονειρικά αποπνικτικό post στοιχείο τους έχει περάσει στο περιθώριο, αν και δεν έχει εξαφανιστεί σε καμία περίπτωση, ενώ τα αχνά drone ψήγματα και τα ανάγλυφα industrial ηχοχρώματα, που χαρακτηρίζουν το τρομερό Teethed Glory & Injury, απογειώνονται από το βαθύ πλέγμα noise και ambient ηχοτοπίων, που ενώνονται με τα ιερά δεσμά του extreme metal ήχου, εις σάρκαν μιαν.
 
Τα διάφορα samples εντείνουν την ηλεκτρονική υφή του Teethed Glory & Injury, καθώς δημιουργούν ένα όξινο ηχητικό σύννεφο, κάτω από το οποίο οι κιθάρες, που άλλοτε έχουν την μορφή δρεπανιών κι άλλοτε τη μορφή ονειροπαγίδας, θερίζουν με περισσή συναισθηματική φόρτιση τους βίαιους καρπούς των ντραμς, τα κατακλυσμιαία χτυπήματα των οποίων, είτε κρατούν τον ρυθμό, είτε οδηγούν τις συνθέσεις, το κάνουν πάντα με ζηλευτή μαεστρία.
 
Το μπάσο συμβάλει σημαντικά με τον δυνατό παλμό του στο παράφωνο μεγαλείο, που ακούει στο όνομα Teethed Glory & Injury, καθώς του προσδίδει όγκο και βάθος, ενώ εντείνει το fuzz της κιθάρας κι ενισχύει το groove των ντραμς, την ίδια στιγμή, που τα φωνητικά είναι τα πλέον ειλικρινή και παθιασμένα στην ιστορία των Altar Of Plagues, καθώς ερμηνεύουν τους γεμάτους αλήθειες στίχους, με πειστικότητα, που θρυμματίζει κόκαλα και που τσακίζει συνειδήσεις.
 
Τα πελώρια ηχητικά κύματα του φοβερού Teethed Glory & Injury σκάνε με μανία στα βράχια του extreme ήχου και συνθλίβουν με σφοδρότητα τα σύνορα του, δημιουργώντας ένα στιβαρό κράμα έντονων ηχητικών συναισθημάτων απαράμιλλης ομορφιάς, που καθηλώνει με κάθε του νότα, καθιστώντας παράλληλα το έσχατο χρονικά πόνημα των Altar Of Plagues ως ένα από τα μουσικά μνημεία της χρονιάς. Λάτρεις της συναισθηματικής βαρβαρότητας, σπεύσατε.

Altar Of Plagues: Facebook
Candlelight Records: Official Website

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

Orchid - The Mouths Of Madness


Από το 2006 οπότε και γεννήθηκαν στο Σαν Φρανσίσκο οι απαρτιζόμενοι από τους Theo Mindell σε φωνητικά, Carter Kennedy σε ντραμς, Mark Thomas Baker σε κιθάρα και Keith Nickel σε μπάσο, Orchid, έχουν καταφέρει να τραβήξουν τα βλέμματα της heavy σκηνής κι όχι μόνο, πάνω τους, καθώς κάθε τους βήμα αποτελεί αιτία για σχολιασμό, αλλά και διαφωνίες.
 
Ένας από τους λόγους για αυτό είναι η εμφανής επιρροή τους από τους πατέρες του heavy ήχου, Black Sabbath, την οποία ποτέ δεν αρνήθηκαν και ποτέ δεν προσπάθησαν να κρύψουν και αυτό φυσικά και είναι προς τιμήν τους, καθώς καταδεικνύει εμπιστοσύνη στις επιλογές τους, αλλά και θάρρος, καθώς για να ξεχωρίσουν, πρέπει να ακολουθήσουν τον δύσκολο δρόμο.
 
Βέβαια, η πρόσφατη σύναψη συνεργασίας με την τεράστια Nuclear Blast έριξε κι άλλο λάδι στη φωτιά της προκατάληψης για τους Orchid, αλλά αυτό ευτυχώς μοιάζει να μην τους επηρεάζει, καθώς όπως αποδεικνύει ο δεύτερος full length δίσκος τους με τίτλο: The Mouths Of Madness, τούτη η ραγδαίως ανερχόμενη μπάντα, δεν πρόκειται να κάνει εκπτώσεις στην τέχνη της.
 
Τα 9 κομμάτια συνολικής διάρκειας 56 λεπτών, που αποτελούν το The Mouths Of Madness, μαρτυρούν συνθετική κι εκτελεστική πρόοδο, αλλά και διάθεση για βελτίωση σε όλους τους τομείς από τους Orchid, καθώς τόσο σε μουσικό, όσο και στιχουργικό κι οπτικό επίπεδο, η εξέλιξη είναι εύγλωττη, αλλά το σημαντικότερο, κολακευτική για την μπάντα και τον ήχο της.
 
Οι νέες συνθέσεις των Orchid είναι πιο άμεσες, καθώς οι κιθάρες ηχούν πλέον περισσότερο βαριές κι επιθετικές, ενώ σε συνεργασία με τα σκανταλιάρικα ντραμς, ο ήχος των οποίων ίσως είναι το μοναδικό ψεγάδι της κατά τα λοιπά πολύ καλής παραγωγής, ανεβάζουν το τέμπο των συνθέσεων, προσδίδοντας έτσι στο 70's αισθητικής doom rock τους, μια έξτρα σπιρτάδα.
 
Τα riffs μοιάζουν βγαλμένα από το τεράστιο βιβλίο του Iommi και τα αισθαντικά solos διανθίζουν το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα με μια γοητευτική δόση τρέλας, η οποία αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τα retro ψυχεδελικά ψήγματα, που εμφανίζονται κυρίως λόγω των πλήκτρων στο εξαιρετικό The Mouths Of Madness, καθιστώντας το έτσι, άκρως απολαυστικό.
 
Το αδάμαστο μπάσο υποστηρίζει με περισσή μαεστρία, τόσο τα δυναμικά ντραμς, ενισχύοντας παράλληλα το groove τους, όσο και την ατίθαση κιθάρα, που πιστά συντροφεύει, ενώ τα φωνητικά διακρίνονται για την ειλικρινή και παθιασμένη ερμηνεία των αρκετά προσωπικών, μα πάντα εμποτισμένων με μια μαγευτική occult αύρα, στίχων του The Mouths Of Madness.
 
Οι πινελιές της φυσαρμόνικα και του πιάνου προσφέρουν μια σχεδόν ανεπαίσθητη prog υφή στο The Mouths Of Madness, ενώ το ντέφι ενισχύει την ήδη έντονη vintage αίσθηση, που το συνοδεύει, απογειώνοντας παράλληλα τον heavy χαρακτήρα του hippie αισθητικής doom rock των Orchid, που αν δεν το καταλάβατε ως τώρα, μόλις κυκλοφόρησαν έναν δίσκο μάλαμα.
 
Εν ολίγοις, οι λάτρεις της heavy μουσικής, που ασχολούνται με την ουσία, δηλαδή την μουσική αυτή καθαυτή και ουχί με όλα τα υπόλοιπα, καλό θα ήταν να ακούσουν το συντομότερο δυνατόν το The Mouths Of Madness των εκκολαπτόμενων ηγετών της doom rock σκηνής, Orchid, διότι οι νέες τους μελωδίες, δεν υπάρχει περίπτωση να μην συναρπάσουν άπαντες εξ αυτών.

Orchid: Bandcamp / Facebook
Nuclear Blast: Official Website

Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

Moss - Horrible Night


Από το Σάουθαμπτον της Αγγλίας προέρχονται οι γεννημένοι το 2000 κι απαρτιζόμενοι από τους Olly Pearson στα φωνητικά, Dom Finbow στις κιθάρες και Chris Chantler στα ντραμς, Moss, οι οποίοι κυκλοφόρησαν φέτος την Άνοιξη, μέσω της φημισμένης βρετανικής δισκογραφικής, Rise Above Records, την τρίτη full length δουλειά τους, υπό τον τίτλο: Horrible Night.

Τούτος ο δίσκος, που συνοδεύεται από το άκρως ταιριαστό με τους horror αισθητικής στίχους και το εξόχως μοχθηρό μουσικό του περιεχόμενο, artwork, που φιλοτέχνησε ο ταλαντούχος Reuben Sawyer, αποτελείται από 6 κομμάτια συνολικής διάρκειας 54 λεπτών και παρουσιάζει αλλαγές, τόσο στον συνθετικό τομέα των Moss, όσο και σε μουσικό επίπεδο γενικότερα.

Ο αριθμός των τραγουδιών έχει αυξηθεί, ενώ μειώθηκε αισθητά η διάρκεια τους, αλλά η πιο σημαντική αλλαγή θαρρώ, πως είναι αυτή στον τομέα των φωνητικών, όπου πλέον τα μακρινά κι απόκοσμα sludge ουρλιαχτά έχουν σχεδόν εξαφανιστεί, παραδίδοντας τα ηνία σε πιο καθαρές γραμμές, που έχω την αίσθηση, ότι ταιριάζουν γάντι στην μουντή ατμόσφαιρα των Moss.

Οι στίχοι αποδίδονται με περισσή θεατρικότητα, που προσφέρει στην έχουσα occult αύρα horror υπόσταση τους, μιας κολακευτική για αυτή αλλόκοτη ομορφιά, ενώ παρά την έλλειψη μπάσου από την σύνθεση των Moss, ο ήχος τους παραμένει βαρύς κι ασήκωτος, καθώς το feedback κι η αψεγάδιαστη παραγωγή, καθιστούν το ηχητικό μαμούθ με τίτλο, Horrible Night, πελώριο.

Οι σχεδόν βάρβαρες κιθάρες σέρνονται σε ατελείωτους κι ακανθώδεις sludge βάλτους ξερνόντας riffs πνιγμένα στην παραμόρφωση με παραδοσιακή doom τεχνοτροπία, ενώ τα χτυπήματα των ντραμς, άλλοτε ακολουθούν την κιθάρα στις καταχθόνιες διαδρομές της κι άλλοτε δίνουν τον ρυθμό στις βλοσυρές συνθέσεις του Horrible Night, οδηγώντας τες σε ανήλιαγα doom σοκάκια.

Ο υπέρ του δέοντος heavy χαρακτήρας των Moss παραμένει πιστός στο παραδοσιακό doom μοτίβο τους, ενώ το γεγονός, πως είναι δοσμένος μέσα από ένα τραχύ sludge πρίσμα, κολακεύει την πνιγμένη στο reverb υφή του και αναδεικνύει τα λιγοστά, μα ευεργετικά για την ομαλή ροή του Horrible Night, σημεία, όπου το drone κι ο θόρυβος κυριεύουν την υπόσταση του.
 
Εν κατακλείδι, τα νέα στοιχεία, που οι Moss έβαλαν στην ηχητική τους ζωή, αποδεικνύονται ευεργετικά για τα μουσικά τους δημιουργήματα και αυτό καθίσταται σαφές από το πολύ καλό Horrible Night, το οποίο ίσως μας παρουσιάζει και την αρχή μιας νέας ηχητικής διαδρομής για τούτη την εξαιρετική και πάντα πιστή στις heavy αρχές της μπάντα. Επενδύστε άφοβα.

Rise Above Records: Official Website

Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Deuil - Acceptance / Rebuild


Το 2012 γεννήθηκαν στο Βέλγιο οι Deuil, μια εξαιρετικά ελπιδοφόρα μπάντα, που απαρτίζεται από τους Nico στην κιθάρα, Lio στο μπάσο, Romain στα ντραμς και Renaud σε φωνητικά και samples, η οποία καταφέρνει να συνδυάσει άκρως επιτυχημένα, μερικά από τα πλέον σκοτεινά και μελαγχολικά στοιχεία του heavy πειραματικού ήχου με ψυχρά extreme ηχοχρώματα.

Όπως άλλωστε μαρτυρά και το όνομα τούτης της μπάντας, Deuil, το οποίο μεταφράζεται ως: πένθος, αλλά και το μουντό artwork της πρώτης της κυκλοφορίας, που αποτελείται από δυο κομμάτια συνολικής διάρκειας 30 λεπτών και φέρει τον τίτλο: Acceptance / Rebuild, εδώ δεν πρόκειται να ακούσετε χαρούμενες μελωδίες, αλλά νότες βαπτισμένες σε ανείπωτο πόνο.

Η θεματολογία του Acceptance / Rebuild βασίζεται στα δυο τελευταία ψυχικά στάδια, που αντιμετωπίζει κάποιος ύστερα από τον χαμό ενός αγαπημένου του προσώπου και ως εκ τούτου, το black υπόβαθρο των Deuil, που διανθίζεται με έντονες doom πινελιές και ισχυρά post rock ηχοτοπία, μοιάζει εξόχως λυτρωτικό κάτω από τον ξεφτισμένο ηχητικό μανδύα του.

Η lo-fi αισθητική της ηχογραφημένης live παρθενικής κυκλοφορίας των Deuil, προσδίδει στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα εκτός από τιμιότητα και γερές δόσεις απόκοσμης ατμόσφαιρας, μιας κι εντείνει την αίσθηση της απώλειας, που ήδη ξεχειλίζει στον δίσκο, ενώ φανερώνει συγχρόνως και την πραγματικά αψεγάδιαστη απόδοση όλων των μουσικών, που συμμετέχουν σε αυτόν.

Η κιθάρα πλέκει στυφές black μελωδίες με την βοήθεια των κατακλυσμιαίων χτυπημάτων των ντραμς και υφαίνει post νότες με έκδηλο το shoegaze μοτίβο τους, ενώ χτίζει πελώριους doom τοίχους, που το υφέρπων μπάσο γκρεμίζει σε χίλια κομμάτια με την ερεβώδη κι αχνή sludge υφή του, το οποίο μαζί με τα ανατριχιαστικά drones, απογειώνει το Acceptance / Rebuild.

Εάν λοιπόν ψάχνετε για ένα συναισθηματικά βίαιο μα και ποιοτικό συγχρόνως άκουσμα, δεν έχετε παρά να επενδύσετε άφοβα στο ντεμπούτο των ανερχόμενων Deuil, που προσφέρεται δια οποιουδήποτε αντιτίμου εσείς ορίσετε μέσα από την σελίδα τους στο bandcamp, καθώς είμαι βέβαιος, πως το ακραίο ατμοσφαιρικό διαμάντι: Acceptance / Rebuild, θα σας καθηλώσει.

Deuil: Bandcamp / Facebook
Acceptance / Rebuild: Download