Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Planet Of Zeus - Vigilante


Όντας ακόμη αμούστακα μαθητούδια εκεί κάπου στις αρχές της χιλιετίας σχηματίστηκαν στην Αθήνα οι Planet Of Zeus, οι οποίοι στη διάρκεια του 2004 κατέληξαν στο σημερινό τους line up, που περιέχει σε φωνή και κιθάρα τον Μπάμπη, στο μπάσο τον JayVee, στην κιθάρα τον Yog και στα ντραμς τον Syke. Τούτη η ταλαντούχα μπάντα δεν σταματά να εξελίσσεται και τρανή απόδειξη αποτελεί ο τρίτος full length δίσκος της, Vigilante, που κυκλοφορεί τούτες τις μέρες.

Ο εν λόγω δίσκος, κυκλοφορεί από τη νεοσύστατη κι επίσης Αθηναία, I Have A Drum Records κι αποτελείται από 10 κομμάτια συνολικής διάρκειας περίπου 46 λεπτών, μέσα από τα οποία οι ευρισκόμενοι σε συνθετικό κι εκτελεστικό οίστρο Planet Of Zeus μας παρουσιάζουν το εξόχως heavy μείγμα τους, το οποίο ξεχωρίζει για τις έντονες metal πινελιές του και για τα μεθυστικά Southern αρώματα του, τα οποία εντείνουν το άπλετο groove των stoner ηχοχρωμάτων τους.

Τα ιδιαιτέρως heavy κι άκρως εθιστικά riffs του Vigilante διακρίνονται για την blues αύρα τους και τη southern υφή τους, ενώ τα solos και τα leads, που ξεχύνονται σαν rock χείμαρρος από τις κιθάρες, φέρουν στον αγριεμένο τους χαρακτήρα μια εξόχως κολακευτική για τις συνθέσεις αύρα αλητείας, η οποία τονίζει με τον καλύτερο τρόπο τα καθαρά και χωρίς ίχνος από γρέζι φωνητικά των Planet Of Zeus, απογειώνοντας συνάμα τα απολαυστικά κι έντονα brutal ξεσπάσματα τους.

Το ογκώδες μπάσο προσδίδει θηριώδης διαστάσεις στις συνθέσεις του Vigilante με τον πυκνό του ήχο και συντροφεύει πιστά τις κιθάρες, τόσο στις μελωδικές τους στιγμές, όσο και στις πιο άγριες αναφορές τους, ενώ πλαισιώνει άψογα τα άκρως δυναμικά ντραμς των Planet Of Zeus, που διανθίζουν με αχαλίνωτο groove το πλούσιο ηχητικό σύνολο, η αψεγάδιαστη παραγωγή του οποίου, αναδεικνύει υπέροχα τον αυθορμητισμό του και μαρτυρά τη live ηχογράφηση του.

Οι ραγδαίως ανερχόμενοι τα τελευταία χρόνια Planet Of Zeus, που αν συνεχίσουν έτσι κάτι μου λέει, πως σύντομα θα σαρώσουν και τις απέναντι όχθες του Ατλαντικού ωκεανού, μιας και ήδη έχουν κατακτήσει την Ευρώπη, επιστρέφουν εξόχως δυναμικά στα heavy δρώμενα, ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, με ένα δίσκο-δυναμίτη, που αποτελεί τη πιο μεστή δουλειά τους ως τώρα, καθώς πυρακτώνει τη μουσική τους ταυτότητα, εισάγοντας συνάμα νέα στοιχεία στον ήχο τους.

Η εκρηκτική κι έχουσα ψήγματα υφέρπουσας αισθαντικότητας μουσική του Vigilante φέρει μια εξόχως κολακευτική για την ίδια πεπαλαιωμένη μυρωδιά, η οποία ευωδιάζει σαν το παλιό καλό κρασί, μιας κι αποτελεί το απόσταγμα του μουσικού ταλέντου των Planet Of Zeus, την ηχητική ωρίμανση των οποίων μαρτυρά με τον πλέον εύγλωττο τρόπο, καθώς προδίδει με κάθε μια της νότα, την τρομερή και παθιασμένη τους απόδοση, καθώς και την αχαλίνωτη έμπνευση τους.

Εν ολίγοις, το ορμητικό Vigilante, το οποίο ζέχνει πυρίτιδα κι ευωδιάζει αδρεναλίνη, αποτελεί ένα εξόχως χορταστικό heavy άκουσμα, το ανόθευτο τσαγανό του οποίου είμαι σίγουρος, πως θα ικανοποιήσει ακόμη και τους πιο απαιτητικούς λάτρεις του heavy, αλλά και του metal ήχου, μιας κι η πλούσια μουσική του υπόσταση, που ξεχειλίζει μεράκι κι αγνή αγάπη για κάθε τι rock τριγύρω, στάζει ποιότητα χάρις στην ηχητική μαεστρία των Planet Of Zeus. Σχεδόν τέλειο, εύγε.

Planet Of Zeus: Facebook / Official Website
Ihaveadrum Records: Bandcamp


Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Horseback - Piedmont Apocrypha


Προς τα τέλη του 2006 σχηματίστηκαν στις Η.Π.Α. και πιο συγκεκριμένα στην Βόρεια Καρολίνα οι μυστηριώδεις Horseback, οι οποίοι απαρτίζονται από τον ιδρυτή τους και πολυπράγμων Jenks Miller, τον οποίο πλαισιώνουν διάφοροι guest μουσικοί στις περιπετειώδεις ηχητικές του περιπλανήσεις, μιας και στην ουσία τούτη η άκρως ταλαντούχα μπάντα αποτελεί solo project.

Στα τέλη του περασμένου Μάρτη οι Horseback κυκλοφόρησαν μέσω της συντοπίτισσας τους, Three Lobed Recordings, την πέμπτη full length δουλειά τους, Piedmont Apocrypha, η οποία αποτελείται από 5 κομμάτια συνολικής διάρκειας 40 λεπτών, τα οποία φέρουν το εθιστικό γλυκόπικρο ύφος τους, ενώ συνάμα επαναπροσδιορίζουν την λαβυρινθώδη υπόσταση του.

Τα απόκοσμα και black αισθητικής ουρλιαχτά του ηγέτη τούτης της μπάντας έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο κι έχουν δώσει τη θέση τους στα καθαρά κι αισθαντικά φωνητικά του, καθιστώντας τους στίχους του Piedmont Apocrypha κατανοητούς, ενώ τα noise στοιχεία έχουν εκλείψει από την αρκούντως heavy κι έχουσα μια εξόχως μεθυστική τονικότητα, μουσική των Horseback.

Ο Jenks Miller μαγεύει τις αισθήσεις με την υφέρπουσα desert ψυχεδέλεια της κιθάρας του και γοητεύει το πνεύμα με τις σχεδόν ανεπαίσθητες post πινελιές της, ενώ η έντονη μα συγχρόνως και διακριτική folk διάθεση του, εντείνει την αύρα της americana στις νότες της κι απογειώνει τον ισχνό, μα πλούσιο συνάμα drone χαρακτήρα της, ο οποίος εντείνει τις blues καταβολές της.

Το μπάσο και τα τύμπανα των Horseback, στα οποία συμβάλουν και κάποιοι μουσικοί φίλοι του αρχηγού τους, συνθέτουν ένα ιδιαιτέρως στιβαρό rythm section, που αποτελεί την πυκνή βάση των εύθραυστων μελωδιών τους, ενώ του προσφέρουν groove κι ανατολίτικο άρωμα με τα tribal ψήγματα τους κι απογειώνουν έτσι την fuzz υφή του οργάνου και τον λυρισμό του ξυλόφωνου.

Πιο μελωδικός από ποτέ είναι ο λιτός μα πλούσιος συνάμα ήχος των Horseback στο έσχατο χρονικά πόνημα τους, καθώς η έμφυτη doom κι υποχθόνια υπόσταση τους, χάνεται μες σε βαθιές αποχρώσεις ακουστικών μελωδιών κι αχανή ηχοτοπία ambient αισθητικής, ενώ οι αχνές ακραίες metal αναφορές τους, αγκαλιάζουν σφιχτά το ξεθωριασμένο heavy rock ύφος τους.

Η πιο μεστή δουλειά του Jenks Miller ως τώρα τυγχάνει να διακρίνεται και για την αψεγάδιαστη παραγωγή της, η οποία είναι απόρροια της εξαιρετικής και σε αυτόν τον τομέα προσπάθειας του ίδιου του mastermind των Horseback, ενώ η γαλήνια κι εύθραυστη υπόσταση του σαγηνευτικού Piedmont Apocrypha, ξεχωρίζει για την εφάμιλλη με τα νερά ενός καταρράκτη, ροή του.

Εν ολίγοις, η μουσική φλόγα των Horseback συνεχίζει να θεριεύει με το Piedmont Apocrypha, το οποίο προσφέρει απλόχερα ανατριχίλες με την απόκοσμη μελωδικότητα του, καθώς αποτελεί το απόσταγμα των μουσικών περιπλανήσεων του Jenks Miller, ο οποίος σε τούτο το γοητευτικό άκουσμα καθηλώνει με τις τρομαχτικά εμπνευσμένες κι απαράμιλλης ομορφιάς συνθέσεις του.

Horseback: Bandcamp / Facebook
Three Lobed Recordings: Official Website


Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Asilo - Comunión


Οι ανερχόμενοι και πολλά υποσχόμενοι Asilo σχηματίστηκαν το 2009 στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής κι απαρτίζονται από τους εξόχως ταλαντούχους: Manuel σε μπάσο, φωνητικά κι εφέ Sebastian στα ντραμς, Nacho Dp σε φωνή και Sebaxxxtian σε μπάσο και φωνητικά. Η έλλειψη κιθάρας δεν επηρεάζει αρνητικά τον ογκώδη heavy ήχο τους κι αυτό θα το αντιληφθείτε από τις πρώτες κιόλας νότες του Comunion, που αποτελεί την παρθενική full length δουλειά τους.

Ο εν λόγω δίσκος, ο οποίος αποτελεί την φυσική εξέλιξη των αρκετών splits και demos των Asilo, απαρτίζεται από 10 κομμάτια συνολικής διάρκειας 53 λεπτών και ξεχωρίζει για το γεμάτο καταχνιά ηχητικό του περιεχόμενο, το οποίο αποτελεί ένα σφόδρα απολαυστικό heavy υβρίδιο, καθώς η doom βάση του Comunion στηρίζεται πάνω στις έντονες crust ανησυχίες τους και στα sludge ξεσπάσματα τους, τα οποία είναι πασπαλισμένα με drone μαγεία και jazz σαγήνη.

Η τραχιά υφή της πειραματικής κι ακραίας μουσικής των Asilo, η οποία διακρίνεται εκτός των άλλων και για τα έντονα punk ηχοτοπία της, καθώς και για τις black metal σπίθες της, έρχεται σε πλήρη σύμπνοια με το μεταβιομηχανικό κι ερειπωμένο concept τους, το οποίο απαντάται τόσο στο μουντό artwork του Comunion, όσο και στους πεσιμιστικούς στίχους του, που καυτηριάζουν τα ουκ ολίγα κακώς κείμενα της σύγχρονης ανθρωπότητας με κυνικό και βιτριολικό τρόπο.

Οι σκληροί όσο κι αληθινοί στίχοι του Comunion ερμηνεύονται με περισσή πειστικότητα από τα ποικίλης υφής φωνητικά των Asilo, τα οποία είτε έχουν την μορφή ψαλμωδίας και καθαρών ψιθύρων, είτε έχουν σχιστή brutal υπόσταση, διακρίνονται πάντα από θεατρικότητα και σε αυτό συμβάλουν και τα έξυπνα τοποθετημένα samples, τα οποία συνδυάζονται άψογα με τον έχοντα τάσεις παραφροσύνης ήχο του σαξοφώνου, που εντείνει την αίσθηση παράνοιας του δίσκου.

Τα κατακλυσμιαία ντραμς χαλιναγωγούν με μπόλικη μαεστρία τον θηριώδους υπόστασης ήχο από το διπλό μπάσο των Asilo και συμβάλουν συνάμα δυναμικά στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα με το αστείρευτο groove τους, ενώ την ίδια στιγμή, που το πλημμυρισμένο στο fuzz μπάσο, σκαρώνει βαριά κι ασήκωτα riffs ανείπωτης heavy ομορφιάς, ο Διόσκουρος του υφαίνει γλυκιές μελωδίες γεμάτες τονική ζεστασιά, οι οποίες αναδεικνύουν την ισχνή αύρα του γαλήνιου πιάνο.

Ο πλούσιος μουσικός χαρακτήρας του Comunion έχει τη δική του μοναδική ταυτότητα, μιας και το αστείρευτο ταλέντο των Asilo, που διαπερνά τις εμπνευσμένες συνθέσεις του και μαρτυρά την εκτελεστική τους δεινότητα και τον συνθετικό τους οίστρο, πετυχαίνει να μας προσφέρει μια άκρως απολαυστική κι αρκούντως heavy, ακραία μουσική πανδαισία, την οποία σας προτείνω ανεπιφύλακτα, μιας κι εκτός από μεράκι και δεξιοτεχνία, ξεχειλίζει ηχητικό τσαγανό. Εκρηκτικό.

Asilo: Bandcamp / Facebook


Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Paramnesia


Ένα βαρύ πέπλο μυστηρίου καλύπτει τους προερχόμενους από το Στρασβούργο της Αλσατίας, Paramnesia, καθώς δεν υπάρχουν περαιτέρω πληροφορίες για τούτη την πολλά υποσχόμενη μπάντα πέρα από την περιοχή καταγωγής της και το έτος δημιουργίας της, το οποίο είναι το 2005. Ο παρθενικός κι ομώνυμος δίσκος των Paramnesia, ο οποίος αποτελεί την τρίτη συνολικά δουλειά τους ως τώρα κυκλοφορεί εδώ και λίγο καιρό μέσω της επίσης Γαλλικής, Les Acteurs de l’Ombre κι αποτελείται από 2 μόλις κομμάτια συνολικής διάρκειας 40 λεπτών.

Το μουσικό ύφος του Paramnesia στηρίζεται στον black metal ήχο και φέρει μια σαγηνευτική για αυτό κι εξόχως έντονη Cascadian αύρα, η οποία απογειώνει την ατμοσφαιρική της αισθητική κι αναδεικνύει περίφημα τις όχι και λίγες progressive πινελιές της, ενώ το χαμηλό κούρδισμα των οργάνων κι η πυκνή υφή της παραγωγής, καθιστούν ιδιαιτέρως heavy το Paramnesia, που προσφέρεται για δωρεάν download στο bandcamp και το οποίο συνοδεύεται από ένα υπέροχο κι εξαιρετικά ταιριαστό με τη μελαγχολική στα όρια της παράνοιας μουσικής του, artwork.

Οι κιθάρες κινούνται σε αρχέγονο κι ανόθευτο black metal ύφος στο πρώτο κομμάτι του Paramnesia κι οδηγούν το μπάσο και τα ντραμς σε νοσηρά κι ανήλιαγα ηχητικά σοκάκια, ενώ στο δεύτερο κομμάτι χαμηλώνουν τους τόνους, εντείνοντας έτσι την ήδη αρκούντως heavy υπόσταση τους και χαρίζοντας παράλληλα μια μαγευτική μυσταγωγία στα κατακλυσμιαία χτυπήματα των ντραμς, τα οποία προσφέρουν απλόχερα groove και συνθέτουν παρέα με τον βορβορώδη ήχο του θηριώδους μπάσου ένα εξόχως δυναμικό και στιβαρό rythm section.

Τα τραχιά ουρλιαχτά βρίσκονται χαμηλά στην μίξη του Paramnesia κι αυτό εντείνει την αίσθηση απόγνωσης κι άγχους, που διαπερνά την ραχοκοκαλιά τους και συγχρόνως εντείνει την αγωνιώδη κι αποπνικτική ατμόσφαιρα του δίσκου, καθώς μαρτυρά την βαθιά συναισθηματική του φύση και συνάμα τον ρακένδυτο και τσακισμένο ψυχισμό του, ενώ οι ζοφερές μελωδίες των ευρισκόμενων σε συνθετικό οίστρο Paramnesia, απογειώνονται από την μεστή απόδοση της μπάντας, που μαρτυρά μπόλικο μουσικό ταλέντο κι απαράμιλλη εκτελεστική δεινότητα.

Η γαλήνια συνύπαρξη των progressive στοιχείων των Paramnesia με τον έντονο black metal χαρακτήρα τους, η οποία οφείλεται στην μουσική δεξιοτεχνία τους,  κολακεύει τις εμπνευσμένες συνθέσεις τους κι αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο, τόσο την ωμή και βάναυση ηχητική τους πλευρά, όσο και τις ατμοσφαιρικές τους ανησυχίες, ενώ καθιστά το πρώτο full length πόνημα τους ως ένα από τα πιο τίμια κι απολαυστικά ντεμπούτο album των τελευταίων ετών στον ευρύτερο black χώρο, μιας και του προσδίδει την δική του μοναδική ηχητική ταυτότητα.

Ο μουσικός κόσμος των Paramnesia αποτελεί εν ολίγοις ένα σκοτεινό κι απαράμιλλης ομορφιάς πλανήτη, όπου οι λάτρεις του ατμοσφαιρικού ακραίου ήχου θα μπορέσουν να ταξιδέψουν σε απαράμιλλης ομορφιάς black ηχοτοπία μέσω του progressive ύφους των μελωδιών του, ενώ το βαθύ πέπλο καταχνιάς, που καλύπτει τις απολαυστικές συνθέσεις του Paramnesia είμαι σίγουρος, πως θα μαγέψει ακόμη και τους πιο απαιτητικούς λάτρεις του ακραίου ήχου με την πλούσια μουσική του υπόσταση, καθώς και με την heavy αύρα πανδαισίας, που το διαπερνά.

Paramnesia: Bandcamp / Blogger
Les Acteurs de l'Ombre Productions: Official Website


Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Woods Of Desolation - As The Stars


Από τη Νέα Νότια Ουαλία της Αυστραλίας προέρχονται οι Woods Of Desolation, οι οποίοι σχηματίστηκαν το 2005 κι έχουν την μορφή one man band, καθώς το μοναδικό σταθερό μέλος τους είναι ο ιδρυτής κι αρχηγός τους, D., τον οποίο συνοδεύουν κατά καιρούς διάφοροι φίλοι του μουσικοί, με την πολύτιμη βοήθεια των οποίων κυκλοφόρησε ως τώρα αρκετές demo, split κι όχι μόνο δουλειές, με έσχατη χρονικά τον τρίτο full length δίσκο του, με τίτλο: As The Stars, που κυκλοφόρησε από την Northern Silence Productions στις αρχές της τρέχουσας Άνοιξης.

Στον εν λόγω δίσκο, τις συνθέσεις των Woods Of Desolation διανθίζουν με το ταλέντο τους οι αρκούντως έμπειροι μουσικοί στην ακραία σκηνή, Vlad στα ντραμς, Luke Mills στο μπάσο και Old στα φωνητικά, οι οποίοι πλαισιώνουν υπέροχα την κιθάρα του mastermind τους, ο οποίος επιμελήθηκε παρέα με τον μπασίστα του As The Stars την αψεγάδιαστη παραγωγή του, ενώ το εξόχως ταιριαστό με το ηχητικό του κλίμα, καθώς και με τους γεμάτους καταχνιά στίχους του, artwork, φιλοτέχνησε με μπόλικο μεράκι ο άκρως ταλαντούχος κι ανερχόμενος Lucas Ruggieri.

Τα 7 κομμάτια συνολικής διάρκειας 35 λεπτών, που αποτελούν το απολαυστικό As The Stars μας ταξιδεύουν σε αποπνικτικά κι απόκοσμα black Metal σοκάκια, τα οποία με δεξιοτεχνία οι Woods Of Desolation έχουν στολίσει με αχνές κι ανάγλυφες συνάμα post rock πινελιές, αναδεικνύοντας έτσι την ισχνή μα απαστράπτουσα shoegaze πλευρά τους, η οποία καθιστά το τελικό ηχητικό σύνολο, μεθυστικό, μιας κι εντείνει την heavy ατμόσφαιρα του, ενώ απογειώνει συνάμα την αιχμηρή depressive αίσθηση, που αποπνέει η βαθιά συναισθηματική μουσική τους.

Τα riffs της κιθάρας άλλοτε ξεχύνονται σαν ερεβώδης χείμαρροι σε black metal μοτίβο κι άλλοτε η post rock υφή τους μας μαγεύει με την υπνωτική της γαλήνη και τα μελωδικά leads και solos της, έρχονται σε πλήρη αντιδιαστολή με τα απελπισμένα και τραχιά ουρλιαχτά, τα οποία δίνουν στα κομμάτια του As The Stars, μια αύρα απόγνωσης και πόνου, ενώ το μπάσο γεμίζει εξαίσια τις εξόχως εμπνευσμένες συνθέσεις των ανερχόμενων Woods Of Desolation και συνεργάζεται άψογα με τα δυναμικά ντραμς, που προσφέρουν άπλετο groove και ωμό δυναμισμό σε αυτές.

Εν ολίγοις, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα μεστό black metal δίσκο, που δεν αποποιείται τις post αναφορές του κι ούτε προσπαθεί να καμουφλάρει τις shoegaze εμμονές του, μα αντιθέτως, τις ενσωματώνει στο βαθύ depressive μοτίβο του και στην αιχμηρά heavy υφή του, χαρίζοντας μας έτσι ένα άκρως σαγηνευτικό απόσταγμα black μελαγχολίας, που καθιστά το As The Stars των Woods Of Desolation, το απαύγασμα του σύγχρονου ατμοσφαιρικού κι ακραίου ήχου. Τέλειο.

Woods Of Desolation: Bandcamp / Facebook
Northern Silence Productions: Official Website
 

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

Triptykon - Melana Chasmata


Οι Triptykon προέρχονται από τις στάχτες των επιδραστικών όσο λίγοι άλλοι Celtic Frost και των θρυλικών Hellhammer, μιας και σχηματίστηκαν κάπου μες το 2008 χάρις στην επιμονή του Thomas Gabriel Fischer, να συνεχίσει να παίζει σκοτεινή κι ακραία μουσική, κάτι το οποίο δεν επιθυμούσαν οι επί χρόνια φίλοι και συνοδοιπόροι του σε τούτες τις 2 φημισμένες μπάντες.
 
Σε τούτη τη νέα του προσπάθεια τον βοηθούν οι άκρως ταλαντούχοι V. Santura σε κιθάρα και φωνητικά, Norman Lonhard στα ντραμς και Vanja Šlajh σε μπάσο και φωνητικά, ενώ ο πρώτος εξ αυτών μαζί με τον αρχηγό της μπάντας, έχουν επιμεληθεί και την παραγωγή όλων των κυκλοφοριών τους, η έσχατη χρονικά εκ των οποίων, είναι η αιτία για τούτο το κείμενο.
 
Η περί ου ο λόγος κυκλοφορία φέρει τον τίτλο Melana Chasmata κι αποτελείται από 9 κομμάτια συνολικής διάρκειας 67 λεπτών, ενώ διακρίνεται για την ειλικρινά αψεγάδιαστη παραγωγή της και για το έξοχο artwork της, που είναι δημιουργία του χρόνιου φίλου του ηγέτη των Triptykon, H.R.Giger και το οποίο ταιριάζει γάντι στο ερεβώδες μουσικό και στιχουργικό της περιεχόμενο.
 
Ο παλιακός death χαρακτήρας των Triptykon μαρτυρά το extreme παρελθόν τους, το έντονο doom άρωμα του οποίου απογειώνεται από τις δυναμικές black πινελιές τους, ενώ η αγάπη τους για κάθε τι σκοτεινό, η οποία γίνεται κατανοητή από τα έντονα gothic metal ηχοχρώματα τους, δεν αναιρεί το γεγονός, πως κάποτε υπήρξαν παθιασμένοι εραστές του πρώιμου thrash ήχου.
 
Οι κιθάρες άλλοτε υφαίνουν γαλήνιες μελωδίες σε gothic ύφος κι άλλοτε πλέκουν έναν γιγαντιαίο και συμπαγή heavy ιστό από μεγαλειώδη riffs, τα οποία κλέβουν την παράσταση είτε κινούνται σε αρχέγονες doom φόρμες, είτε βρυχώνται με black χροιά, ενώ τα solos τους εμπλουτίζουν το Melana Chasmata με μια γοητευτική metal αύρα αλλοτινών ηχητικών εποχών, που καθηλώνει.
 
Το μπάσο εντείνει την gothic metal μελαγχολία των συνθέσεων του Melana Chasmata με την γαλήνια μα συνάμα αρκούντως βαθιά κι ογκώδη υπόσταση του, ενώ τα ντραμς σφυρηλατούν τα κομμάτια των Triptykon με μπόλικο groove κι αποτελούν συγχρόνως την κινητήριο ηχητική τους δύναμη, πάνω στην οποία ξεδιπλώνονται τα ηλεκτρονικά samples τους, που μαγεύουν.  
 
Τα φωνητικά ξεχωρίζουν για το περίσσιο πάθος τους και διανθίζουν την ήδη πλούσια μουσική ατμόσφαιρα του Melana Chasmata με την ποικιλία τους, καθώς άλλοτε έχουν τραχιά black υφή κι άλλοτε καθαρή και σφόδρα πεσιμιστική gothic χροιά, ενώ οι έχουσες μια υφέρπουσα αίσθηση απειλής, υποχθόνιες ψαλμωδίες και τα εύθραυστα γυναικεία φωνητικά, σκορπούν ανατριχίλες.
 
Ο ήχος των Triptykon αποτελεί το μουσικό απόσταγμα των πλέον γοητευτικών στοιχείων του ακραίου heavy κι όχι μόνο φάσματος, καθώς διανθίζει εντυπωσιακά το doom υπόβαθρο τους με thrash ξεσπάσματα παλαιάς κοπής, τα οποία θερίζουν με την αιχμηρή τους ορμή, ενώ στολίζει τα μελωδικά gothic ηχοτοπία τους με αρχέγονα black ηχοχρώματα, που ζέχνουν death σαπίλα.
 
Το δεύτερο full length πόνημα των προερχόμενων από την Ζυρίχη Triptykon, που κυκλοφορεί τούτες τις μέρες, αποτελεί εξαιρετική απόδειξη του συνθετικού τους οίστρου και της εκτελεστικής τους δεινότητας, ενώ μαρτυρά συνάμα την εκπληκτική τους απόδοση σε όλους τους τομείς, μιας και το απολαυστικό Melana Chasmata ξεχειλίζει ποιότητα και μεράκι σε ολάκερο το είναι του.
 
Εν κατακλείδι, το Melana Chasmata αποτελεί ένα πλούσιο extreme άκουσμα του ευρύτερου heavy χώρου, καθώς συνδυάζει μαεστρικά τα πλέον μεθυστικά από τα παρακλάδια του σκληρού κι ακραίου rock και metal ήχου, ενώ αποδεικνύει περίτρανα ότι οι δεξιοτέχνες κι εμπνευσμένοι Triptykon δεν αποτελούν πυροτέχνημα, αλλά μια από τις καλύτερες μπάντες της εποχής μας.

Triptykon: Official Website

Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Blood Farmers - Headless Eyes


Οι προερχόμενοι από τη Νέα Υόρκη, Blood Farmers, σχηματίστηκαν το 1989 κι έκτοτε έχουν κυκλοφορήσει μόνο 2 demos κι ένα full length δίσκο, μιας κι αφού δημιούργησαν με αυτά αρκετό θόρυβο γύρω από το όνομα τους στους underground κύκλους του doom ήχου, διαλύθηκαν ξαφνικά και χωρίς προφανή λόγο. Ευτυχώς για όλους εμάς όμως, επανήλθαν δριμύτεροι πριν λίγο καιρό και στις αρχές του περασμένου Μάρτη, έβγαλαν την δεύτερη full length δουλειά τους.

Το περί ου ο λόγος, Headless Eyes, ήρθε για να στοιχειώσει τις ηχητικές μας αισθήσεις και για να εκπληρώσει τις επιθυμίες για έναν δεύτερο, τουλάχιστον, δίσκο από τούτη την φανταστική μπάντα, το παρθενικό πόνημα της οποίας, έχει επηρεάσει πολλές γνωστές doom μπάντες του σήμερα. Τα 6 κομμάτια του, ένα εκ των οποίων αποτελεί διασκευή σε τραγούδι από soundtrack ταινίας από την δεκαετία του '70 με horror θεματολογία, διαρκούν συνολικά περίπου 45 λεπτά.

Η horror αισθητική και οι ταινίες παρεμφερούς θεματολογίας από τις δεκαετίες του '60 και '70 έχουν επηρεάσει σφόδρα τη μπάντα, καθώς από εκεί αντλεί όλη την έμπνευση της κι αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό, τόσο από τον ήχο της, όσο κυρίως, από το οπτικό και στιχουργικό της ύφος, που αποπνέει έναν μαγευτικό μυστικισμό, ο οποίος αναδεικνύει την παραδοσιακή heavy μουσική παιδεία των Blood Farmers φανταστικά με τις αμυδρές ανατολίτικες αναφορές του.

Τα riffs από την κιθάρα του Dave Szulkin φέρουν μια κλασσική doom αύρα νοσταλγίας, την οποία τα ακουστικά περάσματα και τα leads της εντείνουν με τις πλούσιες μελωδικές τους αρμονίες, ενώ τα solos της φέρουν την metal τρέλα περασμένων δεκαετιών κι αναδεικνύουν με το καλύτερο τρόπο το μεστό μπάσο του ίδιου μουσικού, που προσφέρει ζεστασιά παρέα με τα πλήκτρα του ίδιου, στον ήδη θερμό και γλυκό τονικά ήχο του απολαυστικού Headless Eyes.

Τα φωνητικά του προαναφερθέντα πολυτάλαντου μουσικού, συμπληρώνουν με τον καλύτερο τρόπο την φωνή του τραγουδιστή Eli Brown, ο οποίος διανθίζει με την ωμή και προσγειωμένη χροιά του το ήδη έντονο και χορταστικό cult αίσθημα του Headless Eyes, στην παραγωγή του οποίου έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο, μιας κι αυτός ουσιαστικά ευθύνεται για τον πολύ καλό ήχο του, ενώ άξια επαίνου είναι η συνεισφορά στα πλήκτρα του guest μουσικού, Theo Falkinburg.

Ο στιβαρός και παλιακός ήχος του Headless Eyes εμπλουτίζεται από την τρομερή δουλειά του Tad Léger στα ντραμς, μιας και τα δυναμικά του χτυπήματα αποτελούν σημαντικό στήριγμα στα έγχορδα των μουσικών του συνοδοιπόρων, ενώ άξια αναφοράς είναι και η ουσιαστική χρήση samples από διάφορες horror ταινίες του cult κινηματογράφου, καθώς βοηθούν σημαντικά την ομαλή ροή του δίσκου και την πειστική απόδοση του horror στιχουργικού του περιεχομένου.

Το cult και παραδοσιακής υφής doom ύφος των Blood Farmers μοιάζει πιο φρέσκο από ποτέ, καθώς στολίζεται από περίσσιο μεράκι κι ατέλειωτη αγάπη για την πλέον heavy έκφανση του blues ήχου κι η traditional τεχνοτροπία τους, αναδεικνύει με τον καλύτερο και πιο χορταστικό για εμάς τρόπο, τον συνθετικό τους οίστρο και μαρτυρά συγχρόνως την εκτελεστική τους δεινότητα, ενώ καθιστά καθηλωτικό το τελικό ηχητικό σύνολο, το οποίο όπως ίσως μαντεύετε, συναρπάζει.

Εν ολίγοις, οι φοβεροί και τρομεροί Blood Farmers, επιστρέφουν στο doom προσκήνιο με έναν δίσκο, που αποδεικνύει τη μεγάλη τους απουσία από τα heavy δρώμενα με εκκωφαντικό τρόπο, καθώς η ποιότητα ξεχειλίζει από κάθε νότα του εκπληκτικού Headless Eyes κι ελπίζω, πως η νεκρανάσταση τους, θα διαρκέσει πολύ περισσότερο από τον θάνατο τους διότι τέτοιες μπάντες θαρρώ, πως είναι απαραίτητες για την πρόοδο του αγαπημένου μας heavy ήχου. Σεβασμός.

Blood Farmers: Official Blog
 

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

The Lone Crows - Dark Clouds


Οι The Lone Crows σχηματιστήκαν το 2009 σε κάποια σχολική αίθουσα της Μινεάπολη των Η.Π.Α. με σκοπό να παίξουν thrash μουσική, αλλά ύστερα κι από τις τελευταίες αλλαγές στο line up τους, που έλαβαν χώρα το 2011 κατέληξαν να παίζουν ένα εξόχως απολαυστικό heavy rock μείγμα από έντονα blues και soul στοιχεία κι από σαγηνευτικά ηχοχρώματα rock ψυχεδέλειας.

Η μουσική τους όμως θαρρώ, πως δεν χωρά σε κάποια ταμπέλα συγκεκριμένα, καθώς στον δεύτερο full length δίσκο τους, που πρόκειται να κυκλοφορήσει προς τα τέλη του Μάη, ακούμε κι αρκετά funk ηχοτοπία, ενώ η αίσθηση αυτοσχεδιασμού των συνθέσεων του Dark Clouds, όπως είναι ο τίτλος του εν λόγω δίσκου, εντείνει την heavy υφή των αχνών grunge ψηγμάτων τους.

Τα σχεδόν ανεπαίσθητα metal ρινίσματα στον ήχο των The Lone Crows προέρχονται από τα solos της κιθάρας, τα leads της οποίας αποπνέουν μια μεθυστική soul αύρα αλλοτινών εποχών, ενώ τα riffs της άλλοτε φέρνουν θύμισες blues & rythm ήχων κι άλλοτε φέρουν στην ραχοκοκαλιά τους ισχνά stoner στοιχεία, τα οποία αναδεικνύουν την υφέρπουσα retro rock ψυχεδέλεια της.

Το μπάσο προσδίδει όγκο και βάθος στο τελικό ηχητικό σύνολο κι εντείνει το απύθμενο groove των σπιρτόζικων ντραμς του Dark Clouds, ενώ τα φωνητικά κλέβουν την παράσταση σε τούτο το μεστό άκουσμα, μιας κι ερμηνεύουν τους στίχους του με περισσή πειστικότητα και συγχρόνως ξεχειλίζουν θεατρικότητα και στάζουν τσαγανό, δυναμισμό, αλλά κι ατελείωτη αισθαντικότητα.

Ο νοσταλγικός soul αισθησιασμός περισσεύει στα 9 κομμάτια συνολικής διάρκειας 47 λεπτών του Dark Clouds και συνδυάζεται άψογα με το θρασύ πάθος των έντονων blues rock πινελιών του, ενώ η αψεγάδιαστη παραγωγή αναδεικνύει με το καλύτερο τρόπο τις heavy καταβολές των άκρως ταλαντούχων The Lone Crows, καθώς προσφέρει διαύγεια στα fuzz ξεσπάσματα τους.

Εν ολίγοις, εάν γουστάρετε τον κλασσικό hard rock ήχο κι έχετε ιδιαίτερη αδυναμία στη μελωδική πλευρά των blues, τότε το απολαυστκό Dark Clouds των The Lone Crows θαρρώ, πως είναι η καλύτερη επιλογή σας, μιας κι αναδεικνύει το retro άρωμα των ρυθμικών blues, συνδυάζοντας το άψογα με soul μαγεία κι ανακατεύοντας το σωστά με heavy φρεσκάδα και psych σαγήνη. Άρτιο.

The Lone Crows: Bandcamp / Facebook


Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Elevators To The Grateful Sky - Cloud Eye


Από την Σικελία και πιο συγκεκριμένα από το Παλέρμο προέρχονται οι ανερχόμενοι κι άκρως ταλαντούχοι Elevators To The Grateful Sky, που σχηματίστηκαν το 2011 από τους Giuseppe και Sandro σε ρυθμική κιθάρα και φωνή αντίστοιχα, τους οποίους πλαισιώνει ο Giulio στα ντραμς και ο πολυπράγμων Giorgio σε μπάσο, lead κιθάρα, φωνητικά και φυσαρμόνικα.

Τούτη η ελπιδοφόρα μπάντα κυκλοφόρησε μέσω της Transubstans Records στις αρχές του τρέχοντος έτους την παρθενική της full length δουλειά, η οποία αποτελείται από 12 κομμάτια συνολικής διάρκειας 44 λεπτών και φέρει τον τίτλο Cloud Eye, ενώ συνοδεύεται από ένα άκρως ταιριαστό με την μουσική του artwork και διακρίνεται για την αψεγάδιαστη παραγωγή του.

Δυναμικός είναι ο ήχος του Cloud Eye, ο οποίος ξεχειλίζει ενέργεια κι αποτελεί ένα συμπαγές κράμα από διάφορα παρακλάδια της rock μουσικής, καθώς συνδυάζει άψογα την μελαγχολία του doom ήχου με την ανεμελιά των blues rock ηχοτοπίων της δεκαετίας του 70, ενώ εμπλουτίζει το σπιρτόζικο stoner ταμπεραμέντο της με reggae ψήγματα κι έντονα grunge ηχοχρώματα.

Οι κιθάρες στάζουν αδρεναλίνη με κάθε τους νότα και δημιουργούν έναν εκρηκτικό πακτωλό από heavy ύφους riffs, ενώ σκαρώνουν ρυθμούς και μελωδίες σε διάφορα ηχητικά μοτίβα του rock κι όχι μόνο ήχου, που απογειώνουν τα σαλεμένα τους solos κι αναδεικνύουν συγχρόνως το αίσθημα ενθουσιασμού, που κατακλύζει τις ευωδιάζουσες πυρίτιδα συνθέσεις του Cloud Eye.

Τα φωνητικά έχουν έντονη grunge χροιά κι ερμηνεύουν με περίσσιο πάθος και συναίσθημα τους στίχους του Cloud Eye, την ίδια στιγμή, που το μεστό μπάσο γεμίζει τις συνθέσεις του, με τον ατίθασο fuzz χαρακτήρα του κι ενισχύει το αχαλίνωτο groove των ντραμς, ενώ η φυσαρμόνικα εντείνει το retro αίσθημα του δίσκου και συνάμα του προσφέρει ηχητικές ανάσες φρεσκάδας.

Το συνθετικό ταλέντο των εκρηκτικών Elevators To The Grateful Sky αποδεικνύεται από τις περιπετειώδεις κι έξοχα δομημένες τους συνθέσεις, που μαρτυρούν δεξιοτεχνία και περίσσια μαεστρία, μιας και η πολλά υποσχόμενη αυτή μπάντα, πετυχαίνει να χαλιναγωγήσει τις πάμπολλες επιρροές της και να δώσει έτσι το δικό της στίγμα στο ποικίλο ηχητικά Cloud Eye.

Εν ολίγοις, τούτο το πολύ καλό κι άκρως χορταστικό άκουσμα ενδείκνυται για τους λάτρεις της heavy μουσικής και κυρίως σε όσες κι όσους γουστάρουν το alternative στοιχείο στον rock ήχο, μιας κι οι Elevators To The Grateful Sky, σμιλεύουν με φανταστικό τρόπο τις πλέον όμορφες εκφάνσεις του σκληρού ήχου, καθιστώντας έτσι εξόχως απολαυστικό το Cloud Eye. Έξοχο.

Elevators To The Grateful Sky: Bandcamp / Facebook
Transubstans Records: Official Website


Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Dopelord - Black Arts, Riff Worship & Weed Cult


Οι ανερχόμενοι Dopelord σχηματίστηκαν το 2010 στην Πολωνία κι απαρτίζονται από τον Klusek στο μπάσο, τον Mroku στην κιθάρα, τον Miodek σε κιθάρα/φωνή και τον Blondyna στα ντραμς. Τούτοι οι μουσάτοι τύποι μόλις κυκλοφόρησαν την δεύτερη full length δουλειά τους, που περιέχει 5 κομμάτια συνολικής διάρκειας 40 λεπτών και φέρει τον ταιριαστό με το μουσικό, στιχουργικό κι αισθητικό του περιεχόμενο, τίτλο: Black Arts, Riff Worship & Weed Cult.

Ο εν λόγω δίσκος, ο οποίος προς το παρόν είναι διαθέσιμος μόνο σε digital μορφή μες από την σελίδα των Dopelord στο bandcamp, διακρίνεται για την πυκνή κι αρκούντως διαυγή παραγωγή του, η οποία προσδίδει μια σαγηνευτική vintage αύρα στο τελικό ηχητικό σύνολο, ενώ οι έντονες occult ανησυχίες και οι οπιούχες αναφορές τους, ανακλώνται επιτυχώς και με ανάγλυφο τρόπο στο πολύχρωμο και κατατοπιστικό artwork του Black Arts, Riff Worship & Weed Cult.

Τα riffs από τις κιθάρες αποτίουν φόρο τιμής στον πλημμυρισμένο από δηλητηριώδεις καπνούς doom ναό, ενώ αποπνέουν ένα τοξικό stoner άρωμα, που αναδεικνύει με τον πιο απολαυστικό τρόπο, την ψυχεδέλεια των μεθυστικών της leads και solos. Τα φωνητικά κινούνται βαθιά μες την μίξη του Black Arts, Riff Worship & Weed Cult κι αυτό λειτουργεί θετικά για τις συνθέσεις του, μιας κι εντείνει την ήδη αποπνικτική τους ατμόσφαιρα κι ωφελεί την ομαλή τους ροή.

Το μπάσο γεμίζει φανταστικά τις συνθέσεις του Black Arts, Riff Worship & Weed Cult, στις οποίες προσδίδει βάθος κι αχαλίνωτο όγκο, ενώ αναδεικνύει με τον fuzz χαρακτήρα του, την υφέρπουσα heavy αλητεία, που το διακρίνει και συγχρόνως συνιστά ένα στιβαρό και συμπαγές σαν σκυρόδεμα rythm section με τα δυναμικά ντραμς των κατασταλαγμένων πλέον ηχητικά Dopelord, που προσφέρουν άπλετο groove στις νέες τους κι άκρως εμπνευσμένες συνθέσεις.

Ο ήχος των Dopelord μοιάζει πλέον πιο μεστός από ποτέ κι αυτό είναι απόρροια της συνθετικής κι εκτελεστικής εξέλιξης τους, που καθιστούν το Black Arts, Riff Worship & Weed Cult εξόχως χορταστικό και συνάμα του χαρίζουν την δική του μοναδική ηχητική ταυτότητα. Εν ολίγοις, τούτη η άκρως ελπιδοφόρα και ταλαντούχα μπάντα μοιάζει έτοιμη και ικανή να κατακτήσει τις πλέον απόκρημνες doom κορυφές και θαρρώ, πως αυτό δεν θα αργήσει να συμβεί. Επενδύστε άφοβα.

Dopelord: Bandcamp / Facebook


Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Albinö Rhino


Το 2010 στο Ελσίνκι σχηματίστηκαν οι Albino Rhino, οι οποίοι απαρτίζονται από τον Viljami Väre στα ντραμς, τον Kimmo Tyni στα φωνητικά και την κιθάρα και τον Ville Harju σε μπάσο και φωνή. Οι υποφαινόμενοι ταλαντούχοι Φινλανδοί κυκλοφορούν τούτες τις μέρες μέσω της Inverse Records, την ομώνυμη και δεύτερη συνολικά, μα παρθενική full length δουλειά τους, που αποτελείται από μόλις τέσσερα κομμάτια συνολικής διάρκειας περίπου 38 λεπτών.

Ο εν λόγω χορταστικός δίσκος, πλαισιώνεται από ένα άκρως ταιριαστό με την στιχουργική του θεματολογία, artwork, το οποίο εντείνει το νόημα των στίχων, ενώ συμπλέει με την αρμονία της νωχελικής αύρας των συνθέσεων του Albino Rhino, το οποίο διακρίνεται για το μεθυστικό heavy μείγμα του, που υπνωτίζει τις αισθήσεις με την ψυχεδελική rock υφή του και γαληνεύει το πνεύμα με τον παλαιάς κοπής, μεστό κι έχων αχνά stoner ψήγματα doom χαρακτήρα του.

Η παραγωγή του Albino Rhino έγινε εξ ολοκλήρου από την ίδια την μπάντα και προσδίδει μια γλυκιά ηχητική ζεστασιά στις μαγεμένες από την doom ραστώνη συνθέσεις του, η οποία πηγάζει από την πυκνή της υφή κι απογειώνει την γλυκιά τονικότητα όλων των μουσικών του οργάνων, τονίζοντας παράλληλα τον λυρισμό της μουσικότητας των Albino Rhino, τα φωνητικά των οποίων, στολίζουν με αχνά epic κι αιχμηρά doom rock ηχοτοπία το τελικό ηχητικό σύνολο.

Τα ντραμς προσφέρουν άπλετο groove στο Albino Rhino με τα δυναμικά τους γεμίσματα κι έτσι κρατούν με μαεστρία τα ηχητικά του μπόσικα, ενώ συνεργάζονται άψογα με το μεστό μπάσο, με το οποίο συγκροτούν ένα αρκούντως heavy και συμπαγές rythm section, που αναδεικνύει με τον πλέον όμορφο τρόπο τα κολλητικά riffs της κιθάρας, η οποία φροντίζει συχνά πυκνά να διανθίζει με τα άκρως αρμονικά της leads, το ισχυρό και στιβαρό doom οχυρό, που η ίδια δημιουργεί.

Οι πολλά υποσχόμενοι Albino Rhino, οι οποίοι στους στίχους τους καταπιάνονται με την θεϊκή υπόσταση της φύσης και την επιρροή της στον άνθρωπο, ενσωμάτωσαν με περισσή δεξιοτεχνία στις απολαυστικές τους συνθέσεις τις επιρροές τους και κατάφεραν ηχογραφώντας ζωντανά στο studio να τους προσδώσουν έναν γοητευτικό αυθορμητισμό, που αποπνέει φρεσκάδα κι ηχητική οικειότητα συγχρόνως, καθιστώντας έτσι το ντεμπούτο album τους σχεδόν καθηλωτικό. Εύγε.

Albinö Rhino: Bandcamp / Facebook
Inverse Records: Official Website


Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

HorseSkull


Την τελευταία ημέρα του 2011 σχηματίστηκαν κάπου στην Βόρεια Καρολίνα οι HorseSkull, οι οποίοι απαρτίζονται από τον Anthony Staton σε κιθάρα/φωνή, τον Robb Hewlett στο μπάσο, τον Michael Avery στην κιθάρα και τον Junior Zardoz στα ντραμς. Τούτοι οι ταλαντούχοι τύποι από τις Η.Π.Α. κυκλοφόρησαν το καλοκαίρι της περασμένης χρονιάς την πρώτη τους δουλειά υπό τον κατατοπιστικό τίτλο: 2013 Promo, με σκοπό να μας γνωστοποιήσουν την ύπαρξη τους.

Ο στόχος επετεύχθη σχετικά εύκολα, μιας και γρήγορα έγινε αρκετά γνωστό το όνομα τους στα underground καταγώγια της doom σκηνής, καθώς το εκρηκτικό heavy μείγμα τους, περιλαμβάνει τα καλύτερα και πιο αγνά στοιχεία του stoner ήχου και της sludge μουσικής, πασπαλισμένα με ένα σαγηνευτικό metal άρωμα, που αναδεικνύει τις αρχέγονες doom metal καταβολές τους και απογειώνει την έντονη fuzz υφή του αχαλίνωτου groove, που διακατέχει τις συνθέσεις τους.

Εν έτη 2014 οι ανερχόμενοι HorseSkull είναι έτοιμοι να κυκλοφορήσουν την πρώτη κι ομώνυμη full length δουλειά τους, που περιέχει 6 κομμάτια, 2 εκ των οποίων αποτελούν το 2013 Promo, συνολικής διάρκειας περίπου 35 λεπτών. Η παραγωγή του εν λόγω δίσκου, που διακρίνεται για την αμεσότητα και την τραχιά της υφή,  έχει γίνει από την ίδια την μπάντα, ενώ ο αυθορμητισμός των συνθέσεων του HorseSkull, μάλλον οφείλεται στην live ηχογράφηση τους στο στούντιο.

Τα λιγοστά samples φωνητικών βοηθούν σημαντικά την ροή του HorseSkull, όπως ακριβώς και τα λιγοστά noise εφέ του, ενώ τα παθιασμένα φωνητικά της μπάντας, τα οποία ξεχειλίζουν γρέζι κι ευωδιάζουν punk αλητεία, ταιριάζουν άψογα στην ατίθαση μουσική της κι αποδίδουν πειστικά τους στίχους των κομματιών. Το υπέρ του δέοντος ογκώδες μπάσο,  ξεχωρίζει για τον άκρως fuzz χαρακτήρα του και προσφέρει συνάμα πυγμή και βάθος στο πυκνό τελικό μουσικό σύνολο.

Οι κιθάρες δημιουργούν υπνωτικά riffs σε stoner ύφος και πλέκουν γιγαντιαίους doom ρυθμούς σε αργό τέμπο, υφαίνοντας παράλληλα ψυχεδελικά leads και solos, που μοιάζουν βγαλμένα από τις ένδοξες ημέρες του heavy metal ήχου, ενώ τα δυναμικά ντραμς, άλλοτε κρατούν τα ηχητικά μπόσικα του HorseSkull κι άλλοτε ορίζουν τον ρυθμό και το τέμπο του, πλημμυρίζοντας το πάντα με τεράστιες ποσότητες groove, που γεννούν μια υφέρπουσα αίσθηση αδρεναλίνης.

Η μουσική των άκρως ταλαντούχων HorseSkull, αν και βασίζεται στα πλέον παραδοσιακά υλικά του heavy ήχου, αποπνέει μια αλλόκοτη για το ύφος της φρεσκάδα, που θαρρώ, πως οφείλεται τόσο στην συνθετική τους μαεστρία, όσο και στην εκτελεστική τους δεινότητα, ενώ κάτι μου λέει, πως σύντομα θα συγκαταλέγονται στους κορυφαίους της doom σκηνής, καθώς είναι εξαιρετικά υποσχόμενοι κι άκρως ελπιδοφόροι. Λάτρεις του ανίερου stoner κι αγνού doom ήχου, σπεύσατε.

HorseSkull: Bandcamp / Facebook
 

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Villagers Of Ioannina City - Riza


Οι ανερχόμενοι κι άκρως ταλαντούχοι Villagers Of Ioannina City, που έχουν οργώσει όλη την χώρα παίζοντας ζωντανά τα εκρηκτικά κομμάτια τους, σχηματίστηκαν το 2007 κι έκτοτε δεν έχουν σταματήσει να πειραματίζονται με τον παραδοσιακό ήχο πάνω σε rock φόρμες, αν και χρειάστηκε αρκετός καιρός για να κυκλοφορήσουν τον πρώτο ολοκληρωμένο δίσκο τους, ο οποίος φέρει τον τίτλο Riza κι αποτελεί την συνέχεια του Promo, που είχαν βγάλει το 2010.

Τα 12 κομμάτια του Riza διαρκούν περίπου 73 λεπτά και ξεχωρίζουν για το ειλικρινά υπέροχο πάντρεμα της rock ψυχεδέλειας με τον παραδοσιακό Ηπειρώτικο ήχο, αν και το σημαντικότερο είναι ότι οι VIC κατάφεραν να κάνουν δικά τους ακόμη και πολύ γνωστά κομμάτια της περιοχής τους, μιας και πέτυχαν να προσφέρουν στις συνθέσεις του Riza, οι οποίες απογειώνονται από την επιεικώς αψεγάδιαστη παραγωγή του, την δική τους προσωπική και μοναδική ταυτότητα.

Ο Αλέξης κάνει καταπληκτική δουλειά με την κιθάρα του, μιας και δημιουργεί ένα ονειρικό post rock μοτίβο, πάνω στο οποίο σκαρώνει desert μελωδίες κι αρκούντως heavy ρυθμούς σε αχνά stoner ηχοχρώματα, τα οποία πλαισιώνει με τα γαλήνια και ψυχεδελικά leads του, ενώ τα αισθαντικά και παθιασμένα φωνητικά του, απογειώνουν τις πλούσιες συνθέσεις των VIC και σε συνδυασμό με τους πονεμένους στίχους του εμπνευσμένου Riza, δημιουργούν ανατριχίλες.

Το μπάσο του Άκη γεμίζει τις συνθέσεις, προσφέροντας τους βάθος κι όγκο, ενώ τα πλήκτρα του Αχιλλέα σε συνδυασμό με τα φωνητικά samples και τα πολυφωνικά περάσματα του Riza, εντείνουν τόσο τα παραδοσιακά του στοιχεία, όσο και την μοντέρνα υφή του, ενώ ντύνουν φανταστικά το τελικό ηχητικό σύνολο, στο οποίο συμβάλουν τα μέγιστα τα δυναμικά ντραμς του Άρη, που κρατούν τα συνθετικά του μπόσικα και του προσφέρουν συγχρόνως άπλετο groove.

Την παράσταση όμως θαρρώ, πως κλέβει ο Κωνσταντής με το κλαρίνο του, ο οποίος συμβάλει και στα φωνητικά του δίσκου, καθώς τόσο αυτός, όσο κι ο Γιάννης, που βοήθησε τους VIC στις ηχογραφήσεις με τούτο το όργανο, δίνει τον καλύτερο εαυτό του κι εντείνει την ήδη έντονη συναισθηματική φόρτιση των κομματιών του Riza, τα οποία απογειώνει με την αγνότητα και την αχαλίνωτη ενέργεια του, αναδεικνύοντας συνάμα τη μαεστρία και το συνθετικό οίστρο των VIC.

Η μουσική παράδοση της ιδιαίτερης πατρίδας των VIC συμπλέκεται σε ένα ονειρώδες ερωτικό τρίγωνο με τη rock ψυχεδέλεια και τα post ηχοχρώματα τους, τα οποία φέρουν μια μεγαλειώδη heavy αύρα, που απογειώνει το εκπληκτικό Riza, μιας και καθιστά τις πανέμορφες συνθέσεις του, καθηλωτικές, ενώ οι πονεμένες μελωδίες της Ηπείρου ακούγονται πιο φρέσκες, μα συνάμα πιο οικείες από ποτέ, καθώς ο μουσικός πειραματισμός αγκαλιάζει σφιχτά τον τοπικό λυρισμό.

Εν ολίγοις, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα οργιώδες κι άκρως απολαυστικό άκουσμα, το οποίο προσφέρεται δωρεάν στο bandcamp των δημιουργών του, ενώ σε λίγο καιρό θα διατίθεται και σε φυσικές κόπιες, τόσο σε βινύλιο, όσο και σε μορφή cd. Η δεξιοτεχνία και το μουσικό ταλέντο των Villagers Of Ioannina City μαρτυρείται σε κάθε μια νότα του Riza, το οποίο είμαι σίγουρος ότι θα κάψει καρδιές και θα σκλαβώσει αισθήσεις με την απαράμιλλη ομορφιά του. Υπόκλιση.

Villagers Of Ioannina City: Bandcamp / Facebook


Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Het Droste Effect - We Are All Hallucinating


Το 2010 στο Άιντχοβεν της Ολλανδίας σχηματίστηκαν οι Het Droste Effect, που απαρτίζονται από τον Hermann Blaupunkt και τον Thompson Dubé, σε κιθάρα και ντραμς αντίστοιχα. Οι δυο τους κυκλοφόρησαν τον περασμένο Φλεβάρη το τρίτο ep τους, We Are All Hallucinating, στο οποίο συμμετέχουν αρκετοί φίλοι τους ως guest μουσικοί σε μπάσο και φωνητικά, ενώ και η παραγωγή του άλμπουμ έγινε σε οικογενειακά πλαίσια, καθώς την επιμελήθηκαν τα ίδια άτομα.

Το συγκεκριμένο άκουσμα αποτελείται από 6 κομμάτια συνολικής διάρκειας 25 λεπτών και συνοδεύεται από ένα άκρως ταιριαστό με το μουσικό του περιεχόμενο artwork, το οποίο ταιριάζει άψογα και με τον τίτλο του, ενώ μας βάζει για τα καλά στο ηχητικό κλίμα του έσχατου χρονικά πονήματος των Het Droste Effect, το οποίο συνδυάζει φανταστικά την heavy ψυχεδέλεια με stoner ηχοτοπία κι έντονα space ηχοχρώματα, πάντα υπό ένα άκρως γοητευτικό fuzz πρίσμα.

Η κιθάρα παράγει διαρκώς εκρηκτικά riffs σε stoner μοτίβο, τα οποία φροντίζει να διανθίσει με αχνά desert ψήγματα και τα λιγοστά της leads αναδεικνύουν το space υπόβαθρο της, το οποίο απογειώνεται από τους ηχητικούς θορύβους, τόσο της ίδιας, όσο και του μπάσου, το οποίο την συμπληρώνει ιδανικά, ενώ τα υπέρ του δέοντος δυναμικά ντραμς, τα οποία διανθίζουν το άτακτο We Are All Hallucinating με tribal στοιχεία, του προσφέρουν αχαλίνωτο groove και σπιρτάδα.

Τα φωνητικά παίζουν δευτερεύοντα ρόλο στο τελικό ηχητικό σύνολο, μιας και συναγωνίζονται σε διάρκεια τα λιγοστά samples, όμως προσφέρουν πολλά στην καλή ροή του δίσκου και βοηθούν στο να αναδειχθεί η instrumental σπιρτάδα του We Are All Hallucinating. Το stoner μοτίβο των Het Droste Effect ενισχύεται σημαντικά από τα οπιούχα desert στοιχεία του, που αποθεώνουν το σαγηνευτικό space άρωμα, το οποίο αναδύεται από το σπιρτόζικο fuzz ταμπεραμέντο τους.

Χωρίς να πρωτοτυπούν σε κάτι, οι εξόχως ελπιδοφόροι Het Droste Effect μας προσφέρουν ένα απολαυστικό heavy psych άκουσμα, που περιέχει και κάμποσα prog ψήγματα κι ανάγλυφα kraut ηχοχρώματα, ενώ συγχρόνως βρίθει ηχητικής φρεσκάδας. Με άλλα λόγια, το άκρως χορταστικό We Are All Hallucinating, το οποίο διατίθεται σε τιμή της δική μας επιλογής από το bandcamp τους, αποτελεί την πιο μεστή δουλειά τους και συνάμα μια υπέροχη μουσική συντροφιά. Άρτιο.

Het Droste Effect: Bandcamp / Facebook
 

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

L'Inverno Della Civetta


Από την Ιταλία προέρχεται η μουσική κολεκτίβα L'Inverno Della Civetta, η οποία αποτελεί μια μεγάλη συνεργασία όλων των rock & metal συγκροτημάτων από την Γένοβα. Το 2013 γεννήθηκε η ιδέα να μαζευτούν και να γράψουν παρέα και μοιρασμένα σε διάφορα σχήματα τα μέλη τους, όλα εκ των οποίων θα κυκλοφορούσαν υπό το όνομα L'Inverno Della Civetta. Το μόνο κακό σε όλο αυτό, είναι ότι οι μπάντες είναι πάρα πολλές για να αναφερθούν ονομαστικά σε τούτο..

..Το κείμενο, όπως ακριβώς κι όλοι οι μουσικοί. Το όλο εγχείρημα στηρίζεται από την επίσης Ιταλική και με έδρα την Γένοβα Taxi Driver Records, η οποία διαθέτει το εν λόγω άκουσμα για stream και download μέσα από την σελίδα της στο bandcamp, ενώ έχει έτοιμες και φυσικές κόπιες του L'Inverno Della Civetta, η παραγωγή του οποίου, όπως κι ότι σχετίζεται με αυτό, φέρει έντονο το τοπικό στοιχείο, καθώς τα πάντα έλαβαν χώρα σε διάφορα studio της πόλης.

Το σημαντικό όμως είναι ότι η μουσική του L'Inverno Della Civetta ξεχωρίζει για την ομαλή της ροή και για τον ατίθασο χαρακτήρα της, ενώ παρά το δύσκολο του εγχειρήματος, οι ταλαντούχοι δημιουργοί της, πέτυχαν να της προσδώσουν την δική της μοναδική ταυτότητα. Sludge, stoner, post, punk, grunge και hardcore ηχοτοπία εναλλάσσονται μεταξύ τους άλλοτε υπό metal πρίσμα κι άλλοτε υπό ένα εξόχως σαγηνευτικό και γαλήνιο rock άρωμα, που γοητεύει τις αισθήσεις.

Η συνολική διάρκεια του L'Inverno Della Civetta αγγίζει τα 46 λεπτά και τα 10 κομμάτια του, τα οποία αποθεώνουν την συλλογικότητα, μας προσφέρουν πολλές όμορφες στιγμές, καθώς συνδυάζουν φαινομενικά αταίριαστα μεταξύ τους παρακλάδια του ευρύτερου rock και metal ήχου με τον πλέον σωστό κι ομαλό για την ροή τους τρόπο, ενώ η μαεστρία της ομώνυμης μπάντας, απογειώνεται από την πάρα πολύ υψηλή κι άκρως παθιασμένη απόδοση της.
 
Τα riffs από τις κιθάρες πότε σέρνονται σε έναν βαλτώδη stoner καμβά και πότε ξεχύνονται σαν sludge χείμαρρος, ενώ αρκετές είναι οι φορές, που το alternative στοιχείο κυριαρχεί σε αυτά. Τα solos και τα leads τους, άλλοτε ευωδιάζουν μέταλλο κι ατσάλι κι άλλοτε αποκτούν μια εύθραυστη και μελωδική rock υπόσταση, που μαγεύει σε κάθε της άκουσμα. Τα instumental κομμάτια δεν λείπουν από το L'Inverno Della Civetta, αν και τα φωνητικά είναι πολύ πιο έντονα σε αυτό.

Η ποικιλία στα φωνητικά, η οποία αποκτά από pop/rock έως και hardcore μορφή, καθιστά τα ήδη έντονα και περιπετειώδη ηχοχρώματα του L'Inverno Della Civetta εξόχως πλούσια, ενώ τα ντραμς βρίσκονται πάντα σε πλήρη αρμονία με το μπάσο, προσφέροντας groove, βάθος κι όγκο, αντίστοιχα. Τα πλήκτρα και τα διάφορα εφέ καθιστούν ακόμη πιο απολαυστικό από ότι ήδη είναι το άκρως χορταστικό L'Inverno Della Civetta, δένοντας παράλληλα τον heavy ήχο του.

Δεν ξέρω πως τα κατάφεραν οι γείτονες Ιταλοί, αλλά μάλλον κάτι κάνουν καλά, καθώς εκτός από την ίδια την κυκλοφορία ενός τέτοιου δίσκου, που με τα δικά μας δεδομένα μοιάζει σχεδόν αδύνατη, μιας κι απαιτεί την ενεργή συμμετοχή πολλών ατόμων δίχως έριδες, πέτυχαν και να προσδώσουν στο πόνημα τους όλο τους το ταλέντο, καθιστώντας έτσι το συνονόματο τους, L'Inverno Della Civetta, ως έναν άκρως ενδιαφέρον και ποιοτικό rock/metal δίσκο. Μπράβο.

L'Inverno Della Civetta: Facebook
Taxi Driver Records: Official Website


Σάββατο 5 Απριλίου 2014

Walk Through Fire - Hope Is Misery


Οι Walk Through Fire σχηματίστηκαν το 2008 στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας κι έπειτα από κάποιες αλλαγές στην σύνθεση τους, απαρτίζονται πλέον από τον Ufuk στην κιθάρα και τη φωνή, τον Flegar στην κιθάρα, τον Andreas στο μπάσο και στα ντραμς τον Juliusz. Η τρίτη κυκλοφορία τους, μα δεύτερη με full length μορφή κυκλοφόρησε στα τέλη του Μάρτη υπό τον τίτλο Hope Is Misery κι αποτελείται από 8 κομμάτια συνολικής διάρκειας 79 λεπτών.

Η παραγωγή του χορταστικού Hope Is Misery είναι αψεγάδιαστη, μιας και προσδίδει διαύγεια στις συνθέσεις του, ενώ δεν αφαιρεί τίποτα από την έμφυτη ηχητική καταχνιά τους, η οποία απογειώνεται από το εκπληκτικό artwork του, που ταιριάζει υπέροχα, τόσο στους απαισιόδοξους στίχους του, όσο και στην μουντή κι απόκοσμη μουσική του, η οποία στηρίζεται στον ανίερο doom ήχο, τον οποίο οι Walk Through Fire διανθίζουν επιτυχώς με sludge ηχοτοπία.

Τα riffs από τις κιθάρες στάζουν funeral αναφορές και μαρτυρούν αχνές drone επιρροές, ενώ τα leads και τα solos τους, φέρουν μια γοητευτική metal αύρα αλλοτινών ηχητικών εποχών. Τα φωνητικά προσδίδουν doom/death άρωμα στο τελικό ηχητικό σύνολο, ενώ το θηριώδες μπάσο, γεμίζει με μαεστρία τις συνθέσεις του Hope Is Misery και συνεργάζεται άψογα με τα δυναμικά ντραμς, που στολίζουν τη ρακένδυτη κι αργόσυρτη ραχοκοκαλιά τους με άπλετο groove.

Ο ατμοσφαιρικός ήχος των Walk Through Fire φέρει υπό την θερμή μα ευωδιάζουσα παρακμή αγκαλιά του, τις πλέον γοητευτικές εκφάνσεις της ακραίας heavy σκηνής, προσφέροντας ηχητική ποικιλία στο πλούσιο μουσικά Hope Is Misery, οι ζοφερές συνθέσεις του οποίου, στάζουν doom απελπισία, sludge φαρμάκι και black metal απόγνωση, ενώ οι δηλητηριώδεις ηχητικές αλχημείες του, θεριεύουν το αργό κυρίως τέμπο του, συμβάλλοντας σημαντικά στην ομαλή ροή του.

Το καταθλιπτικό και ψυχρό κλίμα των παγερών συνθέσεων του Hope Is Misery, αποπνέει μια γοητευτική αύρα ερήμωσης κι εγκατάλειψης, που θαρρώ, πως θα συγκινήσει τους λάτρεις των ακραίων εκφάνσεων του heavy ήχου, μιας κι ο άκρως ερεβώδης χαρακτήρας των αβυσσαλέων μελωδιών των Walk Through Fire, εκπέμπει ένα εξόχως εθιστικό άρωμα καταστροφής, που γεννά το αίσθημα της μοναξιάς και σαγηνεύει τις αισθήσεις με την απαράμιλλη ομορφιά του.

Walk Through Fire: Bandcamp / Facebook / Official Website


Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

Sunnata - Climbing The Colossus


Οι ανερχόμενοι Sunnata σχηματίστηκαν το 2008 στην Βαρσοβία με το όνομα Satellite Beaver, υπό το οποίο είχαν κυκλοφορήσει τρία demos κι ένα ep. Στα τέλη του περασμένου έτους άλλαξαν το όνομα τους και τελειοποίησαν τον παρθενικό τους full length δίσκο, που είναι πλέον διαθέσιμος, τόσο σε digital μορφή μέσα από την σελίδα τους στο bandcamp, όσο και σε φυσικές κόπιες, τις οποίες μπορείτε να προμηθευτείτε απευθείας από την ίδια την μπάντα.
 
Το περί ου ο λόγος, Climbing The Colossus, περιέχει 12 κομμάτια συνολικής διάρκειας 51 λεπτών και πλαισιώνεται από ένα μουντό, ατμοσφαιρικό κι άκρως ταιριαστό, τόσο με την heavy μουσική του, όσο και με τους στίχους του, artwork, που μας βάζει για τα καλά στο κλίμα του. Η τρομερή παραγωγή του αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τις πλούσιες συνθέσεις των Sunnata, ισορροπώντας τέλεια ανάμεσα στον όγκο, την διαύγεια και την ηχητική βρωμιά.
 
Ο ήχος του Climbing The Colossus ακροβατεί ανάμεσα στο sludge και το desert rock και διαθέτει μια απειλητική industrial αύρα εξόχως ταιριαστή με τις ανεπαίσθητες post πινελιές του, οι οποίες αναδεικνύουν το doom υπόβαθρο του, ενώ συγχρόνως και με την βοήθεια των στίχων, εντείνουν την μετά-Αποκαλυπτική αισθητική του, η οποία φέρνει στην επιφάνεια τις υφέρπουσες stoner αναφορές των Sunnata κι αναδεικνύει συνάμα τα ανάγλυφα grunge ψήγματα τους.
 
Τα ντραμς στολίζουν με αχαλίνωτο groove τις εμπνευσμένες συνθέσεις των Sunnata κι αποτελούν ένα εξόχως heavy και δυναμικό rythm section με το μεστό μπάσο, με το οποίο συνθέτουν το doom υπόβαθρο του ήχου τους. Οι κιθάρες άλλοτε σκαρώνουν θηριώδη riffs σε sludge μοτίβο κι άλλοτε νοσταλγούν το παλιό καλό desert rock, το οποίο διανθίζουν επιτυχώς με μια απόκοσμη industrial αύρα, η οποία απογειώνει την έντονη grunge υφή των φωνητικών.
 
Η noise προσέγγιση του stoner ήχου από τους Sunnata εμπλουτίζει ακόμη περισσότερο τον υπέρ του δέοντος heavy ήχο τους κι αποτελεί συγχρόνως ακόμη μια πολύ καλή απόδειξη της τρομακτικής εξέλιξης τους, τόσο συνθετικά, όσο κι εκτελεστικά, ενώ καθιστά το ήδη εκρηκτικό κι άκρως χορταστικό Climbing The Colossus, εξόχως απολαυστικό. Εν ολίγοις, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πλούσια heavy πανδαισία, που δύσκολα θα περάσει απαρατήρητη. Εύγε.

Sunnata: Bandcamp / Facebook