Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

My Sleeping Karma - Soma


Στις μακρινές Ινδίες, η λέξη Soma έχει άκρως θρησκευτική ερμηνεία, καθώς συμβολίζει το ποτό των Θεών, κάτι σαν το δικό μας Νέκταρ δηλαδή. Η λέξη αυτή, επιλέχθηκε από τους Γερμανούς και ιδιαιτέρως αγαπητούς στην χώρα μας, My Sleeping Karma, ως ο τίτλος για την τέταρτη συνολικά δισκογραφική δουλειά τους, μα πρώτη για λογαριασμό της Napalm Records.
 
Το εν λόγω άκουσμα, το οποίο αποτελείται από έξι κομμάτια, αλλά και πέντε ιντερλούδια, που τα συνδέουν με υπέροχο τρόπο, συνολικής διάρκειας 55 λεπτών, διακρίνεται για την μελίσταχτη τονικότητα του, η οποία χαρακτηρίζει τον ήχο τούτης της μπάντας από τα πρώτα της βήματα, ενώ συνοδεύεται από το λεπτομερέστατο κι εκπληκτικό artwork του Sebastian Jerke.

Η ταλαντούχα μουσική παρέα των Matte σε μπάσο, Seppi σε κιθάρα, Steffen σε ντραμς και Norman σε πλήκτρα, βρίσκεται για ακόμη μια φορά σε κέφια, καθώς η απόδοση της είναι επιεικώς φανταστική, ενώ ακριβώς το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την κυκλοφορία με κυκλοφορία ολό και πιο βελτιωμένη, συνθετική της ικανότητα, που εδώ μαρτυρά, οίστρο.
 
Η μελωδική πλευρά των My Sleeping Karma είναι κυρίαρχη στο Soma, καθώς οι ψυχεδελικές, γαλήνιες νότες τους, υπερισχύουν του έντονου groove στοιχείου, ενώ η αέρινη ηχητική αύρα των συνθέσεων του δίσκου, αναδεικνύεται από την ειλικρινά, απαράμιλλη ροή του, η οποία σαν άλλο, αλκοολούχο Νέκταρ, μεθά τον ακροατή, καθώς κυλάει όπως το νερό στα ρυάκια.
 
Η ενορχήστρωση των κομματιών του Soma ακολουθεί την ίδια νοοτροπία με αυτή των συνθέσεων προγενέστερων κυκλοφοριών των My Sleeping Karma, καθώς η μπάντα εξακολουθεί να στηρίζεται στο jam για την δημιουργία της μουσικής της. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει επ'ουδενί, πως η μπάντα επαναλαμβάνεται, το ακριβώς αντίθετο μάλιστα, καθώς ολοένα και προοδεύει.
 
Τα ηχοστρώματα της γίνονται όλο και πιο περίπλοκα, η διάσταση των συνθέσεων της όλο και μεγαλώνει, η ατμόσφαιρα των μελωδιών της διαπερνάται, όπως πάντα άλλωστε, από μια Θεϊκή αύρα, ενώ η διαύγεια των κομματιών της, δεν έρχεται σε αντιδιαστολή με την πυκνή υφή του ήχου της, που είναι αποτέλεσμα της αψεγάδιαστης κι απορρέουσας ζεστασιά, παραγωγής.

Ο αέρινος ήχος των πλήκτρων συμπληρώνει εξαιρετικά την θερμή τονικότητα της κιθάρας, ενώ τα υπέροχα τονικά ντραμς, πλαισιώνουν αρμονικά το μεστό μπάσο. Τα ψυχεδελικά riffs της κιθάρας είναι αρκούντως groovy, ενώ τα όμορφα σαν ηχητική οπτασία leads, είτε προέρχονται από την κιθάρα, είτε από τα πλήκτρα, προκαλούν ανατριχίλες, με την εύθραυστη υπόσταση τους.
 
Τα πότε σκοτεινά και πότε ευδιάθετα πλήκτρα, σαν άλλο αόρατο μελωδικό πέπλο, καλύπτουν το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, ενώ συμβάλουν τα μέγιστα στην ιδιαιτέρως σημαντική για την εξέλιξη του μαγευτικού Soma, σωστή ροή και ουσιώδη παρουσία των ιντερλούδιων σε αυτό, καθώς στην συντριπτική πλειοψηφία αυτών, αν όχι σε όλα, έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο.
 
Μπάσο και ντραμς συνθέτουν ένα εξαιρετικά ισορροπημένο ηχητικό δίδυμο, μιας και το ένα συμπληρώνει το άλλο με τον πλέον ορθό κι αρμονικό τρόπο, ενώ προσδίδουν groove και όγκο, τόσο στο ηχητικό βάθος των πλήκτρων, όσο και στο εθιστικό, αιθέριο μοτίβο της κιθάρας, καθιστώντας έτσι το ήδη σαγηνευτικό κι άκρως περιπετειώδες ηχητικά, Soma, καθηλωτικό.
 
Η απουσία φωνητικών και κατ' επέκταση στίχων, δεν αφαιρεί κάτι από το concept του δίσκου, καθώς οι τίτλοι των κομματιών, φροντίζουν να αναπληρώσουν αυτό το κενό με τον καλύτερο τρόπο, μιας και κατονομάζουν τα συστατικά για το Soma, το μεθυστικό ποτό, με το οποίο οι Θεοί των Ινδιών, γλυκαίνουν τον ουρανίσκο τους κι όλοι εμείς, τα ακουστικά μας κύτταρα.
 
Η πλούσια υφή της μουσικής του πανέμορφου Soma μαρτυρά την παροιμιώδη συνοχή, αλλά και το άρτιο δέσιμο των My Sleeping Karma, καθώς καταδεικνύει με τον πλέον εύγλωττο τρόπο, πως τούτη η εκπληκτική μπάντα, εκτός από περίσσιο μεράκι, διαθέτει και μπόλικο ταλέντο, ενώ δεν θα ήταν υπερβολή, εάν ισχυριζόμουν, πως αυτή, αποτελεί το Νέκταρ του heavy ήχου.

My Sleeping Karma: Official Website / Facebook
Napalm Records: Official Website

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Witchcraft - Legend


Μετά από πέντε χρόνια αποχής από την δισκογραφία, αλλά κι ύστερα από ραγδαίες αλλαγές στο line up τους, οι γεννημένοι το 2000, ως tribute μπάντα στους θρυλικούς Pentagram, Σουηδοί, Witchcraft, επιστρέφουν δυναμικά στο heavy προσκήνιο με την τέταρτη συνολικά, μα πρώτη για την Γερμανική, Nuclear Blast Records, δουλειά τους, που φέρει τον τίτλο: Legend.
 
Η μπάντα από το Örebro, απαρτίζεται πλέον, εκτός φυσικά του ιδρυτή κι ηγέτης της, Magnus Pelander, που άφησε την κιθάρα κι έστρεψε όλη του την προσοχή στα φωνητικά, από τους πρωτοεμφανιζόμενους σε δίσκο της, Simon Solomon και Tom Jondelius στις κιθάρες κι από τον Oscar Johansson σε ντραμς, ενώ σε αυτή παραμένει ο Ola Henriksson στο μπάσο.
 
Την παραγωγή του άλμπουμ ανέλαβε ο γνωστός για τις συνεργασίες του με μπάντες όπως οι Opeth, Paradise Lost, Katatonia, μεταξύ άλλων, Jens Bogren, ο οποίος προσέδωσε διαύγεια στον ήχο του, αλλά έχω την εντύπωση, ότι αποδυνάμωσε το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, ενώ η metal αύρα, που του προσέδωσε, θαρρώ, πως αφαιρεί από την vintage αισθητική του.
 
Το εξώφυλλο, αλλά και το όλο artwork του δίσκου, το οποίο φιλοτέχνησε φίλος της μπάντας, ταιριάζει υπέροχα με το στιχουργικό και μουσικό του περιεχόμενο, καθώς αντανακλά, τόσο την heavy ηχητική κατεύθυνση του Legend, όσο και τους σκοτεινούς του στίχους, που ασχολούνται με τον occult τρόπο τους, με διάφορα θέματα της όχι και τόσο όμορφης πραγματικότητος.  

Τα εννέα κομμάτια συνολικής διάρκειας 52 λεπτών, που τον αποτελούν, διακρίνονται για την περιπετειώδη τους υπόσταση, ενώ αναδεικνύουν την συνθετική ικανότητα της μπάντας, η οποία θαρρώ, πως βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο, που έχει υπάρξει ποτέ, καθώς οι Witchcraft με το Legend, αποδεικνύουν, πως πλέον έχουν την δική τους, ανάγλυφη, ηχητική ταυτότητα.
 
Τα riffs της κιθάρας είναι αρκούντως heavy, ενώ ο συνδυασμός blues σπιρτάδας και doom αύρας, είναι μαγευτικός. Τα leads και solos της, τα οποία διαπερνώνται από μια ιδιαιτέρως κολακευτική για το Legend, 60's pop αισθητική, ξεχωρίζουν για την υφέρπουσα ψυχεδέλεια, που τα διαπερνά, η οποία εντείνει την μεθυστική κι άκρως εθιστική, retro ατμόσφαιρα του.
 
Το μπάσο προσφέρει τον απαραίτητο όγκο στο σκανταλιάρικο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, ενώ συνεργάζεται άψογα, τόσο με τις ατίθασες κιθάρες, όσο και με τα άκρως δυναμικά ντραμς, τα οποία με τα σπιρτόζικα, μα πάντα έγκυρα χρονικά και τονικά, χτυπήματα τους, φέρνουν έντονες θύμισες από κλασικές hard rock φόρμες αλλοτινών, μα όχι ξεχασμένων, ηχητικών εποχών.
 
Τα φωνητικά, που διακρίνονται για την θεατρικότητα, με την οποία ερμηνεύουν τους στίχους, είναι άκρως παθιασμένα, ενώ ενισχύουν την αίσθηση φρεσκάδας, που διακρίνει το άκρως ταξιδιάρικο Legend. Η απόδοση της μπάντας είναι αν μη τι άλλο, αψεγάδιαστη, ενώ το δέσιμο της μοιάζει εξαιρετικό, αν λάβουμε υπόψιν τις σαρωτικές αλλαγές στη σύνθεση της.
 
Εν ολίγοις, οι κατασταλαγμένοι πλέον, ηχητικά, Witchcraft, επιστρέφουν στα heavy μουσικά δρώμενα, αποφασισμένοι να επανακτήσουν τον θρόνο του vintage αισθητικής, doom ήχου, που ως τώρα, άξια κατείχαν. Με άλλα λόγια, το πολύ καλό, Legend, μοιάζει ικανό να επαναφέρει την μπάντα στην κορυφή του είδους, καθώς οι heavy, ατίθασες μελωδίες του, συναρπάζουν.

Witchcraft: Official Website / Facebook
Nuclear Blast: Official Website

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Ufomammut - Oro: Opus Alter


Το συγκλονιστικό Oro: Opus Alter, ο έβδομος full length δίσκος των Ιταλών Ufomammut, ο οποίος ολοκληρώνει με εξαίσιο τρόπο, το magnus opus τους, που φέρει τον τίτλο Oro, εδώ και λίγες ημέρες κυκλοφορεί από τις Neurot Recordings και Supernatural Cat Records, ενώ όπως ακριβώς και το δίδυμο αδερφάκι του, Oro: Opus Primum, το οποίο κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες, ηχογραφήθηκε από τον Lorenzo Stecconi στο Locomotore Studio της Ρώμης.

Το φανταστικό artwork του Opur Alter, όπως σωστά υποπτεύεστε, επιμελήθηκε το Malleus Rock Art Lab, το οποίο αποτελείται κατά τα 2/3 του από μέλη των Ufomammut. Το οπτικό μέρος των κομματιών φιλοτέχνησαν οι χρόνια φίλοι και συνεργάτες της μπάντας, Lu και Ciccio, ενώ η συνολική διάρκεια των 5 συνθέσεων, που αποτελούν το Opus Alter, αγγίζει τα 43 λεπτά.

Όπως ήταν λογικό, το στιχουργικό concept του Opus Alter, δεν έχει αλλάξει καθόλου σε σχέση με το πρώτο μέρος του Oro, ενώ το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους ρόλους των τριών μελών της μπάντας, καθώς ο πολυτάλαντος και πολυπράγμων Urlo, είναι σε φωνητικά, πλήκτρα και μπάσο, ο εξαιρετικά ταλαντούχος Vita στα τύμπανα κι ο ικανότατος Poia σε κιθάρες και fx.

Το ηχητικό περιεχόμενο του Opus Alter συμπληρώνει με εξαίσιο τρόπο το αντίστοιχο του Opus Primum, ενώ η ατμόσφαιρα του, παραμένει το ίδιο έντονη, πυκνή κι αποπνικτική με αυτή του προκατόχου του, ολοκληρώνοντας έτσι, με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο, το βαφτισμένο στις αλλόκοτες κι άκρως heavy, διαστημικές λάσπες, ηχητικό μεγαθήριο, που φέρει το όνομα: Oro.
 
Τα sludge στοιχεία παραμένουν ιδιαιτέρως έντονα, ενώ οι ψυχεδελικές πινελιές έχουν αυξηθεί σε σημαντικό βαθμό, καθιστώντας έτσι το τρομακτικά όμορφο Opus Alter, ακαταμάχητο. Τα space ηχοχρώματα έχουν απλωθεί με μεράκι πάνω στον υπέρ του δέοντος heavy ηχητικό καμβά των Ufomammut, ενώ το τιτάνιων διαστάσεων doom μοτίβο τους, πλαισιώνεται από noise ηχοτοπία.
 
Τα σκαιά riffs της θορυβώδους κιθάρας, στροβιλίζονται σε αργό και βασανιστικό, μα εξόχως έντονο τέμπο, δημιουργώντας έτσι, μια αέναη ηχητική δίνη, η οποία υπνωτίζει τις αισθήσεις κι αιχμαλωτίζει το μυαλό, ενώ τα λιγοστά φωνητικά, που θαρρείς, πως προέρχονται από το υπερπέραν, εντείνουν με την σκοτεινή τους υπόσταση, την κλειστοφοβική αύρα του Opus Alter.
 
Πλήκτρα κι fx δημιουργούν ένα πυκνό, μα συγχρόνως κι αέρινο, ηλεκτρισμένο ηχητικό πλέγμα, με το οποίο καλύπτουν μαεστρικά, τις βροντώδεις μελωδίες του σημαντικότατου για το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, καθώς προσδίδει σε αυτό, απύθμενο όγκο κι αχαλίνωτο βάθος, μπάσου, ενώ τα θυελλώδους δυναμικής ντραμς, συμβάλουν σημαντικά με τα σωστά χρονικά και τονικά, καταιγιστικά τους χτυπήματα, στον ιδιαιτέρως groovy χαρακτήρα του θηριώδους Opus Alter.
 
 Η σχεδόν τέλεια παραγωγή, καθιστά διακριτά όλα τα ηχητικά στρώματα των συνθέσεων του Opus Alter, καθώς παρά το μέγεθος και το εκτόπισμα τους, καταφέρνει να τους προσδώσει την απαραίτητη διαύγεια, δίχως όμως να αφαιρέσει κάτι από την δυναμική τους, ενώ η απόδοση της μπάντας είναι πραγματικά, απαράμιλλη, καθώς όλοι τους δίνουν τα πάντα για τις συνθέσεις.
 
Το μεγαλειώδες άκουσμα, που φέρει τον τίτλο: Oro, το οποίο οι Ufomammut μας προσέφεραν σε δύο πράξεις τιτλοφορούμενες Opus Primum και Opus Alter, αντίστοιχα, αποδεικνύει με την συνολικής διάρκειας 94 λεπτών μορφή του, πως η εν λόγω μπάντα, είναι μια από τις πλέον heavy, με όλη την σημασία της λέξης, μπάντες του πλανήτη Γη και όχι μόνο, καθώς οι ψυχότροπες μελωδίες του, που μας ταξιδεύουν στα πέρατα του σύμπαντος, μοιάζουν βγαλμένες από τα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής, ενώ το ταξίδι τους, που περνά από αμέτρητους ηχητικούς λαβύρινθους του κοσμικού, heavy συμπλέγματος, έχει για προορισμό του, την μια και μοναδική, Αλήθεια, η οποία όπως σωστά μαντεύετε, προέρχεται από την κατοχή της Γνώσης.
 
Και ναι, τούτοι οι Ιταλοί ξέρουν πολύ καλά τι και πως το κάνουν, μιας κι όπως καταλάβατε, μόλις κυκλοφόρησαν τον καλύτερο δίσκο της ως τώρα καριέρας τους. Γι' αυτό λοιπόν, μην αργείτε. Επιβιβαστείτε το συντομότερο δυνατόν στο τεραστίων διαστάσεων κι επονομαζόμενο, ORO, ηχητικό διαστημόπλοιο κι αφήστε τις τρεις οντότητες των σπηλαίων, γνωστές με το κωδικό όνομα: Ufomammut, που το πιλοτάρουν, να σας οδηγήσουν στην ηχητική, Χώρα του Ποτέ.
 
Ufomammut: Official Website
Neurot Recordings: Official Website
Supernatural Cat Records: Official Website
 

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Alunah - White Hoarhound


Από τα βροχερά Midlands της Αγγλίας και πιο συγκεκριμένα από την πόλη, που κατά γενική παραδοχή, γέννησε τον doom ήχο, Birmingham, προέρχονται οι γεννημένοι το 2006, Alunah, οι οποίοι θεωρούνται ως μια τεράστια ελπίδα για το μέλλον του ευρωπαϊκού κι όχι μόνο, heavy ήχου. Και δικαίως, κατά την ταπεινή μου γνώμη, καθώς οι εκρηκτικές live εμφανίσεις τους, αλλά και οι δίχως ελαττώματα, studio δουλειές τους, είναι κάτι παραπάνω από εξαιρετικές.

Για του λόγου το αληθές, δεν έχετε παρά να τσεκάρετε το δεύτερο full length άλμπουμ τούτης της ραγδαίως ανερχόμενης μπάντας, White Hoarhound, που κυκλοφόρησε στις αρχές του μήνα από την Psychedoomelic Records. Ο εν λόγω δίσκος, ο οποίος αποτελείται από 7 κομμάτια συνολικής διάρκειας 47 περίπου λεπτών, διακρίνεται για την αψεγάδιαστη και γεμάτη ηχητική θέρμη παραγωγή του, στην οποία συνεργάστηκαν δυο καταξιωμένοι άνθρωποι του χώρου.

Ο γνωστός για τις συνεργασίες του με μπάντες όπως οι Serpentcult, Esoteric και Moss μεταξύ άλλων, Greg Chandler, ήταν επικεφαλής της διαδικασίας ηχογραφήσεων, ενώ ο Tony Reed, στο βιογραφικό του οποίου, υπάρχουν μπάντες όπως οι Saint Vitus, Trippy Wicked, αλλά και Wight μεταξύ άλλων, ανέλαβε να φέρει εις πέρας την μίξη και το mastering του δίσκου κι όπως πολύ σωστά μαντεύετε, τα κατάφερε περίφημα, μιας κι ο ήχος του δίσκου, βρίθει διαύγειας.

Τα riffs από τις κιθάρες του ζεύγους στη ζωή, Dave και Soph Day, άλλοτε θυμίζουν doom μελωδίες της δεκαετίας του '70 κι άλλοτε έχουν μια άκρως κολακευτική για τις συνθέσεις του εκπληκτικού White Hoarhound, stoner αισθητική, ενώ μια μεθυστική vintage αύρα, διακρίνει τόσο τα εθιστικά solos, όσο και τα μαγευτικά leads τους, τα οποία πλαισιώνουν με υπέροχο πραγματικά τρόπο, την εκφραστική κι εξόχως θεατρική ερμηνεία της πολυτάλαντης Soph.

Το μεστό μπάσο του Gaz Imber συνοδεύει υπέροχα τα άκρως δυναμικά τύμπανα του δίσκου, ενώ ενισχύει σημαντικά το fuzz στοιχείο του τελικού ηχητικού αποτελέσματος. Ο ντράμερ, Jake Mason, κλέβει την παράσταση με την απόδοση του, καθώς τα γεμίσματα του είναι σωστά χρονικά, ενώ οι γενναίες ποσότητες groove, που προσδίδει με το ατίθασο, μα τεχνικό παίξιμο του, στις συνθέσεις του White Hoarhound, είναι άκρως κολακευτικές για αυτές.

Οι σφόδρα επηρεασμένοι από την μυθολογία, την φύση, αλλά και κάθε είδους μαγεία, στίχοι, ταιριάζουν υπέροχα με την παγανιστική ατμόσφαιρα του σαγηνευτικού White Hoarhound, που αν δεν το καταλάβατε ήδη από τα γραφόμενα μου ως τώρα, είναι ένας υπέροχος δίσκος, ο οποίος κοσμεί τον ευρύτερο heavy χώρο, ενώ θαρρώ, πως αποτελεί την απόδειξη, για το ότι οι Alunah, έχουν όλα τα φόντα για να ξεχωρίσουν στην αγαπημένη μας μουσική σκηνή.

Alunah: Official Website / Facebook / Bandcamp
Psychedoomelic Records: Official Website
 

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Affordable Caskets - Affordable Caskets


Μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια ξεκίνησε πριν λίγο καιρό από τον έχων αρκετά γεμάτο παρελθόν στον heavy ήχο, πολυπράγμων και πολυτάλαντο μουσικό, Jason Eikner, ο οποίος πρόσφατα δημιούργησε ένα προσωπικό project. Το εν λόγω μουσικό σχήμα, φέρει το κατάλληλο δια να περιγράψει την doomy και σκοτεινή ηχητική του κατεύθυνση, όνομα: Affordable Caskets.

Η πρώτη δουλειά τούτης της μπάντας, που τυγχάνει να είναι και ομώνυμη, κυκλοφορεί εδώ και λίγες εβδομάδες σε digital μορφή, ενώ διατίθεται για δωρεάν ακρόαση και download, μέσα από την σελίδα της στο bandcamp. Τα έξι κομμάτια, που την αποτελούν, έχουν συνολική διάρκεια περίπου 43 λεπτών, ενώ διακρίνονται για την heavy, μα μελαγχολική, αισθητική τους.

Τα riffs της κιθάρας ακροβατούν μεταξύ doom και stoner ήχου, ενώ τα solos και leads της, έχουν έντονες κι άκρως κολακευτικές για το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, post rock πινελιές. Το μπάσο, ακολουθεί πιστά τα δυναμικά τύμπανα, που κρατούν με μαεστρία τα μπόσικα του δίσκου, ενώ τα αιθέρια πλήκτρα προσδίδουν μια noise αύρα στο αρκούντως heavy, ηχητικό του μοτίβο.

Η παντελής απουσία φωνητικών, που προσδίδει instrumental υπόσταση στον δίσκο, εντείνει την αποπνικτική του ατμόσφαιρα, ενώ τα ελάχιστα samples, που βρίσκονται διάσπαρτα στο εν λόγω άκουσμα, εντείνουν τα ψυχεδελικά του ψήγματα, που είναι απόρροια της lo-fi παραγωγής, η οποία αναδεικνύει με υπέροχο τρόπο, τη νοσταλγία των ταξιδιάρικων συνθέσεων του.

Ο προερχόμενος από το Austin του Texas, Jason Eikner, που ήδη δουλεύει πάνω σε νέο υλικό, αποδεικνύει με την πρώτη προσωπική του δουλειά, πως οι μουσικές του ιδέες είναι άκρως ενδιαφέρουσες, ενώ αφήνει πολλές υποσχέσεις για το ηχητικό του μέλλον, καθώς το Affordable Caskets, κρύβει κάποιες πραγματικά μαγευτικές μελωδίες στο παραμορφωμένο του κορμί.

Affordable Caskets: Bandcamp / Facebook / Twitter
 

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

In The Company Of Serpents


Το 2011 δημιουργήθηκαν οι προερχόμενοι από το Denver των Η.Π.Α., In The Company Of Serpents, οι οποίοι τον περασμένο Γενάρη κυκλοφόρησαν την ομώνυμη, ντεμπούτο δουλειά τους, που λογικά, θα κατακτήσει αρκετές κορυφές στις λίστες των καλύτερων κυκλοφοριών του έτους από τα έντυπα κι ηλεκτρονικά μέσα, που ασχολούνται με τον αγαπημένο μας ήχο, μιας και το περιεχόμενο του, είναι εξαιρετικό. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Η εν λόγω άκρως ταλαντούχα μπάντα, ιδρύθηκε από τους Grant Netzorg (κιθάρες, φωνητικά) και JJ Anselmi (τύμπανα), σύνθεση, με την οποία ηχογράφησε την αποτελούμενη από 6 κομμάτια, ένα εκ των οποίων, αποτελεί διασκευή στο Vinum Sabbathi του δίσκου Dopethrone των Βρετανών heavy μεγαθηρίων, Electric Wizard, συνολικής διάρκειας 37 λεπτών, παρθενική της κυκλοφορία, η οποία είναι διαθέσιμη εκτός από digital μορφή και σε μορφή κασέτας.

Αμέσως μετά τις ηχογραφήσεις της ομώνυμης δουλειάς τους, οι ραγδαίως ανερχόμενοι, In The Company Of Serpents, βρέθηκαν προ των πυλών της διάλυσης, καθώς ο ντράμερ τους έπρεπε να μετακομίσει από την γενέτειρα τους, εξαιτίας επαγγελματικών υποχρεώσεων. Ο ίδιος όμως, πίεσε, αλλά και φρόντισε, ώστε να μην διαλυθεί η μπάντα, καθώς έφερε σε αυτήν τον αντικαταστάτη του, τον ικανό, όπως μαρτυρούν τα πρώτα lives της, Joseph Weller Myer.

Η μουσική των In The Company Of Serpents, έχει τις ρίζες της στο αγνό, αρχέγονο κι ακατέργαστο doom, ενώ περιέχει κάμποσα sludge στοιχεία, τα οποία πλαισιώνονται υπέροχα από τα black ψήγματα, που κάνουν την ισχνή τους εμφάνιση σε κάποια από τα κομμάτια τους, τα οποία κολακεύονται από την τραχιά παραγωγή, που προσδίδει βάθος, αλλά κι όγκο στο υπέρ του δέοντος heavy, αλλά κι αρκούντως πιασάρικο, τελικό ηχητικό αποτέλεσμα.

Τα riffs της χαμηλά κουρδισμένης και βαρύτονης κιθάρας είναι εξόχως groovy και το αργό τους tempo δεν αλλάζει ταχύτητα παρά μόνο σε ελάχιστες στιγμές του ηχητικού θηρίου, που φέρει τον τίτλο: In The Company Of Serpents, ενώ η έλλειψη μπάσου δεν επηρεάζει στο παραμικρό την heavy υπόσταση του εν λόγω εκπληκτικού ακούσματος, καθώς η πνιγμένη στο fuzz σε αρκετά του σημεία, κιθάρα, "γεμίζει" με άκρως πειστικό τρόπο το ηχητικό του μοτίβο.

Τα παραμορφωμένα φωνητικά, που δένουν υπέροχα με την δηλητηριώδη ατμόσφαιρα του δίσκου, διακρίνονται, τόσο για το γρέζι τους, όσο και για την σκοτεινή τους αύρα, ενώ αποδίδουν με μεγάλη πειστικότητα και περισσή θεατρικότητα τους στίχους του In The Company Of Serpents, το οποίο αν και φέρει ανάγλυφη την ηχητική σφραγίδα των δημιουργών του, είναι σφόδρα επηρεασμένο από μπάντες όπως οι Electric Wizard, Yob, Black Sabbath, κ.α..

Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει, πως οι In The Company Of Serpents αντέγραψαν τις όποιες επιρροές τους, μιας και κάτι τέτοιο σαφώς και δεν συνέβη, αφού οι συνθέσεις τους έχουν την δική τους μοναδική ταυτότητα, κι αυτό εκτός όλων των άλλων, φαίνεται ξεκάθαρα κι από τα άκρως δυναμικά και σε μερικές στιγμές, καταιγιστικά ντραμς, τα οποία δεν στερούνται τεχνικής και σωστού τονισμού, ενώ είμαι σίγουρος, ότι πολλοί ντράμερ εκεί έξω, θα τα ζήλευαν.

Εν ολίγοις, εάν θεωρείται εαυτόν φίλο της heavy μουσικής, καλά θα κάνετε να ακούσετε και γιατί όχι, να αποκτήσετε τούτο το ειλικρινά, φανταστικό άκουσμα, που περιέχει άκρως ενδιαφέρουσες κι έξοχος heavy, με όλη τη σημασία της λέξης, συνθέσεις. Δεν ξέρω αν το κατέστησα σαφές ως τώρα, αλλά θα πρέπει να γνωρίζετε, πως κρίνοντας από το καταπληκτικό τους ντεμπούτο, οι In The Company Of Serpents, μοιάζουν και είναι έτοιμοι, να αφήσουν εποχή. Σπεύσατε!

In The Company Of Serpents: Bandcamp / Facebook
 

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

Serial Hawk - Buried In The Gray


Από το εξόχως βροχερό Seattle προέρχονται οι ανερχόμενοι Serial Hawk, οι οποίοι απαρτίζονται από τους ταλαντούχους Will Bassin σε κιθάρες και φωνή, Adam Holbrook σε μπάσο και Justin Rodda σε τύμπανα. Πρόσφατα, τούτη η νεότευκτη μπάντα, κυκλοφόρησε την πρώτη επίσημη δουλειά της, Buried In The Gray, η οποία έχει την μορφή EP, καθώς αποτελείται από μόλις τέσσερα κομμάτια, συνολικής διάρκειας περίπου 27 λεπτών.

Το εν λόγω άκουσμα, που συνοδεύεται από ένα άκρως ταιριαστό με το μουντό του ηχητικό περιεχόμενο, artwork, ηχογραφήθηκε στα Toadhouse Studios με την πολύτιμη βοήθεια του πολύ καλού στο είδος του, Adam Pike, που έχει συνεργαστεί με μπάντες όπως οι Red Fang, ενώ το mastering έκανε ο Levi Seitz του Black Belt Mastering. Άρα, όπως μάλλον σωστά μαντεύετε, η παραγωγή του εξαιρετικού, Buried In The Gray, είναι κάτι παραπάνω από πολύ καλή.

Ο ήχος είναι όσο καθαρός, αλλά και όσο βρώμικος θα ήθελα για μια sludge κυκλοφορία, ενώ reverb και fuzz, που στο Buried In The Gray βρίθουν, δεν επηρεάζουν αρνητικά την όλη ακουστική του εμπειρία, αλλά αντιθέτως, συμβάλουν στην απόλαυση της, καθώς προσδίδουν μια χαοτική υπόσταση στις γεμάτες οδύνη κι οργή συνθέσεις της μπάντας, οι οποίες δεν στερούνται doom στοιχείων, ενώ το heavy εκτόπισμα τους, μοιάζει με μανιασμένο μαμούθ.

Τα αργόσυρτα riffs της κιθάρας ξεχωρίζουν για τον άμεσο χαρακτήρα τους, ενώ σε στιγμές μοιάζουν απειλητικά, καθώς κάθε τους νότα θαρρείς, πως θα σε φέρει ένα βήμα πιο κοντά στον όλεθρο, που γλαφυρά οι στίχοι περιγράφουν. Το μπάσο παραδίδει μαθήματα heavy μελωδιών, καθώς συνθλίβει τα ηχητικά μας κύτταρα με το απύθμενο βάθος και τον αχαλίνωτο όγκο του, ενώ τα άκρως τσαμπουκαλεμένα ντραμς, δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο δυναμικά.

Όπως σωστά υποψιάζεστε, οι άκρως ελπιδοφόροι Serial Hawk πραγματοποιούν εξαιρετικά ορμητικό μπάσιμο στα heavy μουσικά δρώμενα, καθώς το ντεμπούτο EP τους, Buried In The Gray, ξεχειλίζει από πάθος, αλλά και μουσικό ταλέντο. Με άλλα λόγια, νομίζω, πως τούτη η μπάντα, είναι ικανή για πολύ όμορφα πράγματα στο μέλλον, καθώς η μοναδική ηχητική τους ταυτότητα, αλλά και το μεράκι τους, δεν επιδέχονται αμφισβήτησης. Επενδύστε άφοβα.

 

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Nataraya - Demo


Ζούμε σε μια εποχή και κατοικούμε σε μια χώρα, όπου το τραγελαφικό στοιχείο έχει γίνει πλέον ρουτίνα της καθημερινότητας μας, καθώς οι κάθε λογής "υπεύθυνοι", που για τον έναν ή τον άλλο λόγο, μας περιτριγυρίζουν και συνήθως, με απειλητικές διαθέσεις για την ψυχική μας υγεία και όχι μόνο, έχουν βαλθεί να αποτελειώσουν οτιδήποτε κινείται, ακόμη, κι αν πρόκειται για μια απλή κι αθώα αμοιβάδα -σαν και του λόγου τους. Το κακό για αυτούς όμως είναι, πως δεν είμαστε όλοι όμοιοι τους, ευτυχώς, αλλά υπάρχουν αρκετοί ανάμεσά μας, που προσπαθούν με τις δικές τους δυνάμεις και χωρίς μοιρολατρικές ή/και κάθε λογής φθηνές δικαιολογίες, να κάνουν ότι καλύτερο μπορούν, δίχως όμως, να ενοχλούν ή/και να εμποδίζουν, τους υπόλοιπους.

Ένα εξαιρετικό παράδειγμα σχετικά, είναι οι δημιουργημένοι στην Θεσσαλονίκη, κάπου προς τα τέλη του 2010, Nataraya, οι οποίοι ασπάζονται τις D.I.Y. αρχές. Η εν λόγω μπάντα, η οποία απαρτίζεται από τους Αποστόλη, Δημήτρη και Κωστή, γεννήθηκε όταν τούτοι οι τρεις μουσικοί, ύστερα από την διάλυση της τότε μπάντας τους, March Into The Void. αποφάσισαν να μην σταματήσουν τις ηχητικές τους περιπλανήσεις. Κι ορθώς έπραξαν, όπως αποδεικνύεται από την παρθενική τους κυκλοφορία, που έχει την μορφή demo, μιας και το εν λόγω άκουσμα, που αποτελείται από έξι κομμάτια συνολικής διάρκειας 48 λεπτών, καταδεικνύει με τον πλέον εύγλωττο τρόπο, πως η underground σκηνή αυτής της χώρας, δύσκολα θα αποδημήσει.

To πλαισιωμένο από black ψήγματα κι έντονα sludge ηχοχρώματα, post rock ηχητικό μοτίβο του Demo των Nataraya, μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως το πιο ταιριαστό soundtrack των όχι και τόσο χαρούμενων καιρών, που διανύουμε, ενώ δεν θα ήταν υπερβολή, αλλά ούτε κι έκπληξη, εάν κάποιος ισχυριζόταν, πως θα αποτελούσε ένα εξαιρετικό ηχητικό συνοδευτικό της όχι και τόσο μακρινής, αν κρίνω από τα όσα συμβαίνουν εσχάτως, Αποκάλυψης, μιας και οι φαρμακερές μελωδίες, που τα μαγευτικά έγχορδα, αλλά και τα εξόχως δυναμικά τύμπανα, με περισσή μαεστρία υφαίνουν, κόβουν την ανάσα με την άλλοτε εύθραυστη κι άλλοτε οργισμένη υπόσταση τους, η οποία φέρνει στο νου, πληγωμένο κι επικίνδυνο θεριό, σε κατάσταση λύσσας.

Τα post rock αύρας riffs, πότε μας βυθίζουν σε μια εξαιρετικά σαγηνευτική ηχητική δίνη και πότε μας γονατίζουν με το ξεχειλίζων sludge δηλητήριο τους, ενώ τα απαράμιλλης ομορφιάς, leads και solos της κιθάρας, γοητεύουν την ψυχή και μεθούν τις ηχητικές μας αισθήσεις. Τα τύμπανα είναι κάτι παραπάνω από σημαντικά για το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, καθώς συμβάλουν τα μέγιστα στην αποπνικτική σε στιγμές ατμόσφαιρα του Demo των Nataraya, μιας και τα σε στιγμές black αισθητικής, χτυπήματα τους, παρότι καταιγιστικά, είναι  σωστά χρονικά, ενώ η απουσία φωνητικών, από το εν λόγω πολύ καλό άκουσμα, δεν αποδυναμώνει, αλλά αντιθέτως, εντείνει και μάλιστα, σε βαθμό απελπισίας, την αρρωστημένα γοητευτική του αύρα.

Εν κατακλείδι, ο εξαιρετικά δραστήριος σε όλα τα επίπεδα, D.I.Y. χώρος της Ελλάδας, γέννησε ακόμη ένα εξόχως ελπιδοφόρο συγκρότημα, που καλό θα ήταν, όσοι γουστάρουν την ακραία και σκοτεινή μουσική, να τσεκάρουν το συντομότερο δυνατόν, μιας και το εκπληκτικό Demo των Nataraya, το οποίο μπορείτε να κατεβάσετε δωρεάν από το blog της μπάντας, αλλά και να αποκτήσετε φυσική του κόπια, ερχόμενοι απλώς, σε επικοινωνία μαζί της, περιέχει άκρως ενδιαφέρουσες μελωδίες, η περιπετειώδης υπόσταση των οποίων, είναι σίγουρο, πως θα ταξιδέψει την φαντασία σας σε μέρη, που ποτέ ξανά δεν είχε βρεθεί, καθώς όλες ανεξαιρέτως οι συνθέσεις του, ξεχειλίζουν από μεράκι, καθιστώντας έτσι, την όλη ακουστική εμπειρία, καθηλωτική.

Nataraya: Official Blog 
 

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Hangman's Chair - Hope // Dope // Rope


Στα όχι και τόσα πολλά χρόνια της ύπαρξης τους, οι γεννημένοι το 2005 στο Παρίσι κι άκρως ταλαντούχοι, Hangman's Chair, έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με ουκ ολίγες δυσκολίες, στις οποίες δυστυχώς, συμπεριλαμβάνεται κι ο θάνατος ιδρυτικού τους μέλους. Όμως, η προερχόμενη από την πρωτεύουσα της Γαλλίας και πολλά υποσχόμενη, μπάντα, κατάφερε όχι μόνο να επιβιώσει των πραγματικά, αντίξοων καταστάσεων, που η ζωή της επιφύλαξε, αλλά και να βγει από αυτές, ακόμη πιο δυνατή, αλλά κι ακόμη πιο ώριμη μουσικά, από όσο υπήρξε ποτέ..

..Καθώς οι Clement Hanvic σε μπάσο, Mehdi Birouk Thepegnier σε τύμπανα, Julien Rour Chanut σε κιθάρες και Cedric Toufouti σε φωνητικά, οι οποίοι την απαρτίζουν, κυκλοφόρησαν πριν από δύο περίπου μήνες, το κατά γενική ομολογία, καλύτερο, στην ως τώρα δισκογραφική της πορεία, άλμπουμ. Ο περί ου ο λόγος, εκπληκτικός δίσκος, ο οποίος πλαισιώνεται από ένα μουντό, νοσταλγικής αύρας και retro αισθητικής artwork, τιτλοφορείται: Hope // Dope // Rope  κι αποτελείται από επτά κομμάτια συνολικής διάρκειας, περίπου, 53 λεπτών.

Το ιδιαιτέρως heavy, ηχητικό περιεχόμενο της πέμπτης συνολικά, μα τρίτης full length, κυκλοφορίας των ανερχόμενων, Hangman's Chair, βρίθει στην κυριολεξία συναισθήματος, καθώς το μελαγχολικό doom μοτίβο της, πλαισιώνεται αρμονικά από γκρίζα, stoner ηχοτοπία, ενώ η όλη θλιμμένη ατμόσφαιρα της, γίνεται ακόμη πιο έντονη, τόσο εξαιτίας των πικραμένων sludge ψηγμάτων, που την διακρίνουν, όσο και λόγω των πένθιμων grunge στοιχείων, που διαπερνούν ολάκερη, την ρακένδυτη, μα κι αγέρωχη, ηχητική της ραχοκοκαλιά.

Τα riffs του Hope // Dope // Rope φέρουν ανάγλυφη την vintage αύρα μεγαθηρίων του παρελθόντος, όπως π.χ. οι Black Sabbath ή/και οι Trouble, ενώ τα πιο μελωδικά μέρη της κιθάρας, φέρνουν θύμισες από τις εύθραυστες μελωδίες των Alice In Chains. Ο μεστός ήχος του μπάσου πλαισιώνει υπέροχα τα πάντα έγκυρα χρονικά κι αρκούντως δυναμικά, ντραμς, τα οποία προσφέρουν γενναίες ποσότητες groove στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, ενώ προσδίδει το απαραίτητο για την ομαλή ροή του άλμπουμ, βάθος, στις σαγηνευτικές του συνθέσεις.

Τα αισθαντικά φωνητικά, τα οποία άλλοτε είναι καθαρά, αλά Layne Staley κι άλλοτε γεμάτα γρέζι, αλά Crowbar, ερμηνεύουν με απίστευτη ειλικρίνεια, αλλά και πόνο ψυχής, τους γεμάτους απόγνωση και βιωματικούς, στίχους, καθώς η απόδοση τους, η οποία βρίθει θεατρικότητος, ξεχειλίζει από πάθος, ενώ άξια ειδικής μνείας, είναι τα samples -ορισμός του ρητού: η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει, από παραστάσεις του εκκεντρικού, μα απολύτως αληθινού αρτίστα, Joe Coleman, τα οποία απογειώνουν το Hope // Dope // Rope..

..Το οποίο θαρρώ, πως καλό θα ήταν να γνωρίζετε, ότι προσφέρεται μέσα από την σελίδας της μπάντας στο bandcamp, για δωρεάν ακρόαση στην ολότητα του. Εν ολίγοις, οι κατά την γνώμη μου, αδικημένοι, Hangman's Chair, επιστρέφουν άκρως δυναμικά στο προσκήνιο της heavy σκηνής, καθώς το καθηλωτικά όμορφο, Hope // Dope // Rope, το οποίο κυκλοφορεί από την Γαλλική, Bones Brigade Records, μοιάζει και είναι ικανό να τους καθιερώσει, ως μια από τις πλέον ελπιδοφόρες κι ανερχόμενες μπάντες, του ευρύτερου doom ή/και stoner ήχου.

Hangman's Chair: Bandcamp / Facebook
Bones Brigade Records: Official Website

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

Maeth - Horse Funeral


Από το Saint Paul της Μινεσότα προέρχονται οι γεννημένοι το 2011, Maeth, οι οποίοι αποτελούνται από τους David Ports σε κιθάρα, Boone Epstein σε μπάσο, Jay Schwartz σε τύμπανα και Sam Tygiel σε κιθάρα και φλάουτο. Η εν λόγω άκρως ταλαντούχα μπάντα, κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό την παρθενική της δουλειά, με τίτλο: Horse Funeral, την οποία διαθέτει προς δωρεάν ακρόαση και download μέσα από την σελίδα της στο bandcamp.

Το ντεμπούτο Ep των Maeth, που αποτελεί την αφορμή για αυτό το κείμενο, αποτελείται από 5 κομμάτια συνολικής διάρκειας 25 λεπτών, ενώ διακρίνεται για το πολύ καλό του artwork, το οποίο φιλοτέχνησαν οι Adahn και Ian Stewart. Εξίσου καλή με το οπτικό κομμάτι του Horse Funeral είναι και η παραγωγή του, καθώς ο Adam Tucker, που ήταν υπεύθυνος για αυτόν τον τομέα, έκανε εκπληκτική δουλειά, μιας και προσέδωσε διαύγεια στον ήχο του άλμπουμ.

Η progressive προσέγγιση των Maeth, στο doom ηχητικό τους μοτίβο, οδηγεί τις συνθέσεις τους σε δαιδαλώδη sludge ηχοτοπία, τα οποία στολίζουν οι drone πινελιές, αλλά και τα έντονα jazz ψήγματα, που κάνουν συχνά πυκνά την εμφάνιση τους στο Horse Funeral, ενώ οι σιγανοί noise ψίθυροι, που προσδίδουν βάθος στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, αναδεικνύουν την υφέρπουσα ψυχεδελική του ατμόσφαιρα, η οποία ξεχωρίζει για την vintage αισθητικής, folk αύρα της.

Οι ηλεκτρικές κιθάρες, άλλοτε μας μαγεύουν με τις μελαγχολικές τους μελωδίες κι άλλοτε μας ξεσηκώνουν με τα ορμητικά τους riffs, ενώ μας συναρπάσουν με τα απαράμιλλης ομορφιάς leads και solos τους. Οι ακουστικές κιθάρες, παρά το γεγονός, πως έχουν περιορισμένο ρόλο στο εντυπωσιακό Horse Funeral, καταφέρνουν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, ενώ δεν θα ήταν υπερβολή, εάν ισχυριζόμουν, πως ο μικρός τους ρόλος, είναι το μόνο "ψεγάδι" του.

Τα ιδιαιτέρως δυναμικά ντραμς, ακολουθούν πιστά τους ηχητικούς βηματισμούς των εγχόρδων, ενώ παραδίδουν μαθήματα αρμονικής συνύπαρξης με το πνιγμένο στο fuzz, μπάσο των Maeth, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο στο ντεμπούτο Ep τους. Το φλάουτο διανθίζει επιτυχώς, με τις αέρινες μελωδίες του, τις περιπετειώδεις συνθέσεις του Ep, ενώ τα λιγοστά φωνητικά, ή μάλλον ουρλιαχτά, δίνουν ώθηση στην ήδη θαυμάσια ροή του.

Οι ανερχόμενοι Maeth, δεν αποτελούν ακόμη μια heavy μπάντα, που απλώς προσπαθεί να εντυπωσιάσει με τις prog αναφορές της, αλλά αντιθέτως, πρόκειται για μια άκρως προοδευτική ηχητικά μπάντα, που γουστάρει τα πνιγμένα στο fuzz και βαπτισμένα στο groove, μουσικά της όργανα, να είναι χαμηλά κουρδισμένα, αλλά και που φροντίζει, οι γεμάτες ηχητική ποικιλία συνθέσεις της, να είναι εξίσου ενδιαφέρουσες για όλους τους φίλους του ακραίου ήχου.

Όπως ίσως υποψιάζεστε, το πολλά υποσχόμενο για το ηχητικό μέλλον των ταλαντούχων Maeth, αλλά κι άκρως συναρπαστικό Horse Funeral, αποτελεί μια από τις εξαιρετικά ευχάριστες ηχητικές εκπλήξεις της χρονιάς, καθώς το εξόχως περιπετειώδες ηχητικό του περιεχόμενο, είναι τόσο γοητευτικό, που εθίζεσαι χωρίς να το καταλάβεις, σε κάθε του νότα. Με λίγα λόγια, κάντε την τεράστια χάρη στον εαυτό σας κι αφεθείτε στο μεγαλείο του, το συντομότερο δυνατό.



Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Mojo Waves - Introducing Mojo Waves & Enjoy, Don't Destroy


Στα τέλη του 2011 δημιουργήθηκαν οι Φινλανδοί Mojo Waves, οι οποίοι απαρτίζονται από τους εξαιρετικά ταλαντούχους Arttu Kantola σε φωνή και κιθάρα, Antti Pihlajamaa σε μπάσο και Mikko Matikka σε ντραμς. Οι εν λόγω χαρισματικοί μουσικοί, οι οποίοι συνυπήρχαν επί σειρά ετών σε διάφορα project, πριν ενώσουν τις δυνάμεις τους για να δημιουργήσουν την υποφαίνομενη μπάντα, παρουσιάζουν ώριμες ηχητικές αρετές, πάρα το νεαρό της ηλικίας τους.

Τα δύο Eps τους, Introducing Mojo Waves και Enjoy, Don't Destroy, που κυκλοφόρησαν τον περασμένο Μάρτη κι Αύγουστο αντίστοιχα, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές, καθώς το ηχητικό μείγμα heavy rock, ψυχεδέλειας και garage αισθητικής, είναι άκρως ξεσηκωτικό, αλλά κι εξίσου ενδιαφέρον ηχητικά, μιας και βρίθει ενέργειας κι ηχητικής ποικιλίας, ενώ το εκρηκτικό ταμπεραμέντο του αγνού κι ανόθευτου rock 'n' roll κυριαρχεί σε αμφότερα τα Eps.

Στο μεν Introducing Mojo Waves, που αποτελείται από τρία κομμάτια συνολικής διάρκειας 13 λεπτών, η νεανική τρέλα πρωταγωνιστεί, ενώ στο δε Enjoy, Don't Destroy, που αποτελείται από τρία κομμάτια συνολικής διάρκειας 10 λεπτών, η ωριμότητα έχει κάνει ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία της στον συνθετικό τομέα, τον οποίο απογειώνει η πραγματικά αψεγάδιαστη παραγωγή, που δίνει μια εξτρά δυναμική στα σαλεμένα κομμάτια των Mojo Waves.


Η κιθάρα δημιουργεί αρκούντως heavy και διανθισμένα με γενναίες ποσότητες fuzz και τρέλας, riffs, τα οποία πλαισιώνει με εξαίσιο τρόπο το μεστό μπάσο, που προσθέτει βάθος, αλλά κι όγκο στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα. Τα τύμπανα προσδίδουν το απαραίτητο groove στις συνθέσεις και των δύο Eps, ενώ τα πραγματικά αλλόκοτα φωνητικά, μοιάζουν σαν να έχουν βγει μέσα από κάποιο διεστραμμένο cartoon της περιβόητης, Γιαπωνέζικης τηλεόρασης.

Η απόδοση της μπάντας είναι εξαιρετική και στις δυο κυκλοφορίες, αν και θαρρώ, πως στην δεύτερη χρονικά από αυτές, το δέσιμο τους είναι κατάτι καλύτερο από την πρώτη, ενώ άξια αναφοράς, είναι η διαφορετική ηχητική τους κατεύθυνση, μιας και παρά τις μπόλικες ομοιότητες στον ήχο των δύο Eps, έχω την εντύπωση, πως οι συνθέσεις του καλού Enjoy, Don't Destroy, είναι περισσότερο κατασταλαγμένες ηχητικά, από αυτές του Introducing Mojo Waves.

Συνοπτικά, οι άκρως ανερχόμενοι, Mojo Waves, μοιάζουν να έχουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να επιτύχουν σε αυτό, που θέλουν να κάνουν, μιας και τόσο το παρθενικό τους Ep, το τρελαμένο, Introducing Mojo Waves, όσο κυρίως, το δεύτερο πόνημα τους, το αλλόκοτα όμορφο, Enjoy, Don't Destroy, έχουν το ηχητικό ανάστημα, που είναι απαραίτητο για να τους δώσει την ώθηση, που τους αξίζει. Εν ολίγοις, καλώς μας όρισες, Garagedelic rock!
 
Mojo Waves: Facebook / Tumblr

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Galaxicon - Old Gods


Οι δημιουργημένοι το 2009 στο Μέμφις του Τενεσί και πολλά υποσχόμενοι, Galaxicon, οι οποίοι απαρτίζονται από τους Paul σε ντραμς και φωνητικά, Ben σε κιθάρα και φωνητικά και Shawn σε φωνή και μπάσο, κυκλοφόρησαν τον περασμένο Ιούλη την παρθενική full length δουλειά τους με τίτλο: Old Gods. Η εν λόγω κυκλοφορία, που είναι διαθέσιμη από το bandcamp προς ακρόαση, αλλά και προς download έναντι οποιουδήποτε αντιτίμου εσείς επιλέξετε, αποτελείται από 6 κομμάτια συνολικής διάρκειας 38 λεπτών, που παντρεύουν με απόλυτη επιτυχία διάφορα παρακλάδια του ακραίου ήχου, όπως crust, black, doom, sludge, ενώ στον ήχο της, υπάρχουν και στοιχεία ψυχεδελικής prog rock μουσικής, όπως επίσης και death metal ψήγματα.

Το εντυπωσιακό Old Gods, την παραγωγή και το mastering του οποίου, έχουν επιμεληθεί οι Alan Burcham και James Plotkin αντίστοιχα, διακρίνεται για το πολύ καλό του artwork, το οποίο αποτελεί δημιουργία του Enfectious Erf, ενώ ξεχωρίζει για το Lovecraft αισθητικής στιχουργικό του περιεχόμενο. Το σημαντικό όμως είναι, πως στίχοι κι artwork, αμφότερα, ταιριάζουν υπέροχα με την ωμότητα του crust ήχου, η οποία πλαισιώνεται με εξαίσιο τρόπο, από την αυτοκαταστροφική υφή των black μελωδιών του δίσκου, ενώ τα καταθλιπτικά doom ηχητοπία του, κολακεύουν την βαλτώδη αύρα των σκοτεινών sludge ηχοχρωμάτων του, οι drone πινελιές των οποίων, απογειώνουν τα ποτισμένα με death οργή, ψυχεδελικά prog ψήγματα του.

Το κύριο χαρακτηριστικό, των βαπτισμένων στον αχανή fuzz ποταμό, riffs της κιθάρας, είναι η θηριώδη τους υπόσταση, αλλά και η ατίθαση, σχεδόν παραβατική, συμπεριφορά τους, καθώς άλλοτε σε παρασύρουν σε μια χαοτική κι απίστευτα heavy δίνη με την αχαλίνωτη ορμητικότητα τους κι άλλοτε σε βυθίζουν σε έναν εωδιάζων bourbon, ηχητικό ωκεανό. Το αδάμαστο μπάσο έχει ρόλο πρωταγωνιστικό στο εκπληκτικό Old Gods, καθώς δεν περιορίζεται μόνο στην συνοδεία της κιθάρας ή/και των δυναμικών ντραμς, αλλά αναλαμβάνει, επιτυχώς είναι η αλήθεια, σε αρκετές στιγμές, τα ηχητικά του ηνία, ενώ ειδικής μνείας αξίζει η δουλειά, που γίνεται στα ντραμς, μιας και συμβάλουν τα μέγιστα στην περιπετειώδη μορφή των συνθέσεων του.

Όσον αφορά τα φωνητικά, η ύπαρξη τριών διαφορετικών χροιών, καθιστά τον εν λόγω τομέα του δίσκου, ως έναν από τους πιο σημαντικούς για αυτόν, καθώς εκτός του ότι προσδίδουν θεατρικότητα στην ερμηνεία των στίχων, συμμετέχουν ενεργά στην δημιουργία της ζοφερής ατμόσφαιρας του. Οι άκρως ταλαντούχοι Galaxicon, όπως ίσως υποψιάζεστε, δεν είναι απλώς, ακόμη μια heavy μπάντα από τις πολλές, που λυμαίνονται με τις λασπωμένες τους μελωδίες τον πλανήτη Γη, αλλά αποτελούν, ένα εξόχως προικισμένο μουσικά, συγκρότημα του ακραίου ήχου, που έχει σκοπό του να δημιουργήσει ζοφερής αισθητικής, αλλά κι εκρηκτικής δυναμικής μουσική, που όμως δεν θα στερείται, ούτε μελωδίας, ούτε και ηχητικής ποικιλίας και όπως πολύ σωστά μαντεύετε, τον πετύχουν στον απόλυτο βαθμό τον σκοπό τους, μιας και το φανταστικό, από κάθε άποψη, Old Gods, σε καθηλώνει με τον ξεχειλίζων ειλικρίνεια, χαρακτήρα του.

Galaxicon: Facebook / Goodieshop
Old Gods: Bandcamp

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

Seelenmord - ...And We Will Only Find Solitude, Part -I-


Άλλη μια ελπιδοφόρα μπάντα από την Αργεντινή και πιο συγκεκριμένα από την πρωτεύουσα της χώρας, Μπουένος Άιρες, ήρθε πρόσφατα στην ζωηρή, ηχητική μου ζωή. Ο λόγος για τους δημιουργημένους το 2011, Seelenmord, που απαρτίζονται από τους Enrique σε κιθάρες και Daniel σε κιθάρες, φωνητικά και programming. Η εν λόγω ανερχόμενη μπάντα, που κινείται στον black metal χώρο, δημιουργήθηκε ως ένα καθαρά studio project, καθώς οι δυο ταλαντούχοι μουσικοί, που την απαρτίζουν, οι οποίοι έχουν γεμάτο παρελθόν στον ακραίο ήχο, θέλουν να συγκεντρωθούν στην συγγραφή όσο το δυνατόν ποιοτικότερου συνθετικού υλικού.
 
Κι αν κρίνω από το πρώτο τους πόνημα με τίτλο: ...And We Will Only Find Solitude, που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, δίχως την εμπλοκή κάποιας δισκογραφικής εταιρείας, τότε τα πράγματα μοιάζουν αρκετά καλά για αυτούς, μιας και το εν λόγω άκουσμα, που έχει την μορφή Ep και το οποίο διανέμεται δωρεάν από την μπάντα, μέσω της σελίδας της στο bandcamp, αποτελείται από 5 πολύ ενδιαφέρουσες συνθέσεις, συνολικής διάρκειας 28 λεπτών, ενώ το όμορφο και σκοτεινό του artwork, που αποτελεί δημιουργία του design studio με όνομα: Abstract Chaos, συνοδεύει υπέροχα το εφάμιλλης αισθητικής στιχουργικό του περιεχόμενο.

Ο ήχος τούτης της μπάντας, σκοπός της οποίας είναι να ηχογραφήσει κάμποσα Ep και στη συνέχεια να τα διανείμει δωρεάν, προς τέρψη των απανταχού φίλων του σκοτεινού ακραίου ήχου, περιέχει στοιχεία από κάμποσα παρακλάδια του black metal, καθώς παρόλο, που είναι αρκούντως ωμός, δεν στερείται μελωδίας. Οι κιθάρες άλλοτε πριονίζουν με γοργούς ρυθμούς τα ηχητικά μας κύτταρα κι άλλοτε μας ταξιδεύουν με τις γαλήνιες μελωδίες τους, ενώ τα φωνητικά, ή για να είμαι πιο σωστός, τα ουρλιαχτά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι το πιο δυνατό σημείο των Seelenmord, καθώς έχουν την γεμάτη πόνο, υφή, που λατρεύω σε τούτο τον ήχο.
 
Η έλλειψη μπάσου από την μπάντα δεν επηρεάζει αρνητικά τον ήχο της, καθώς οι κιθάρες γεμίζουν το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να ομολογήσω, όσο κι αν απεχθάνομαι το programming έναντι των τυμπάνων, πως κολακεύεται από την εξαιρετική δουλειά της μπάντας σε αυτόν τον τομέα, η οποία καθιστά την απουσία των φυσικών ντραμς, σχεδόν ανεπαίσθητη. Οι μελαγχολικοί στίχοι της μπάντας, το όνομα της οποίας μεταφράζεται -εντελώς ελεύθερα- ως "Δολοφονία της Ψυχής"¨, εντείνουν την όχι και τόσο χαρούμενη ατμόσφαιρα του ...And We Will Only Find Solitude, η οποία έχει στοιχεία από διαφορετικού ηχητικού μοτίβου, μπάντες του ακραίου χώρου, όπως οι Ulver, Anaal Nathrakh κι Agalloch, μεταξύ άλλων.
 
Βέβαια, το ότι οι επιρροές των Seelenmord είναι αρκετά έντονες, δεν σημαίνει απαραίτητα, πως η μπάντα αντιγράφει τα ήδη φτασμένα συγκροτήματα της black σκηνής, κάθε άλλο μάλιστα, καθώς οι συνθέσεις του πολύ καλού, ...And We Will Only Find Solitude, όχι μόνο φέρουν ξεκάθαρη την ηχητική σφραγίδα των δημιουργών της, αλλά καταδεικνύουν, πως η εν λόγω μπάντα, αν συνεχίσει με το ίδιο μεράκι και πάθος, δεν θα έχει και πολλά να ζηλέψει από αυτές. Εν ολίγοις, τούτοι οι Αργεντίνοι, θαρρώ, πως έθεσαν τις σωστές βάσεις για να πετύχουν σε αυτό, που κάνουν, οπότε καλό και δίκαιο θα ήταν, να λάβουν και την απαραίτητη υποστήριξη.

Seelenmord: Bandcamp / Facebook