Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Graveyard - Lights Out


Οι γεννημένοι το 2007 στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, Graveyard, οι οποίοι απαρτίζονται από τους Joakim Nilsson σε κιθάρα και φωνητικά, Rikard Edlund σε μπάσο, Axel Sjöberg σε τύμπανα και κρουστά και Jonatan Ramm σε κιθάρα, κυκλοφόρησαν πριν λίγες ημέρες την τρίτη τους full length δουλειά και δεύτερη μέσω της Nuclear Blast, με τίτλο: Lights Out.

Ο εν λόγω δίσκος, ο οποίος οφείλει τον διακριθέν για την ζεστασιά και διαύγεια ήχο του, στην εξαιρετική δουλειά, που έκανε ο Don Alsterberg στον τομέα της παραγωγής, αποτελείται από 9 κομμάτια συνολικής διάρκειας 35 περίπου λεπτών, ενώ ξεχωρίζει για τους σαρκαστικούς στίχους του, που είναι περισσότερο προσωπικοί, αλλά και πιο κυνικοί συγχρόνως, από ποτέ.

Η μουσική του κατεύθυνση είναι λιγότερο heavy σε σύγκριση με τους προκατόχους του, αλλά εξίσου, αν όχι περισσότερο δυναμική με τις μελωδίες εκείνων, καθώς οι Graveyard φαίνεται να κατασταλάζουν σε ένα ιδιαιτέρως εκρηκτικό rock 'n' roll μοτίβο, το οποίο επιτυχώς για ακόμη μια φορά, διανθίζουν με έντονα blues στοιχεία, αλλά και vintage αισθητικής, κλασσικό rock.

Το fuzz περισσεύει στις περιπετειώδεις συνθέσεις του εύφλεκτου Lights Out, ενώ το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το groove, το οποίο ξεσηκώνει με την σκανταλιάρικη υπόσταση του. Η ψυχεδέλεια έχει πλέον αποχωρήσει σχεδόν ολοκληρωτικά από το ρεπερτόριο της μπάντας, αν κι έχω την εντύπωση, πως τούτος ο δίσκος, είναι ο πλέον σκοτεινός της ως τώρα πορείας της.

Τα ζαβολιάρικα riffs, που με μαεστρία οι κιθάρες πλέκουν, διανθίζονται από τα βαπτισμένα στα οπιούχα νερά του 60's rock ήχου, solos, που οι ίδιες υφαίνουν, ενώ τα μελωδικά τους σημεία, που δεν είναι και λίγα, πλαισιώνονται υπέροχα τόσο από το όργανο, που εντείνει τον retro τους χαρακτήρα, όσο κι από το mellotron, το οποίο καθιστά μεθυστική, την vintage αύρα τους.

Το μπάσο συμβάλει τα μέγιστα στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, καθώς δεν είναι λίγες οι φορές, που μόνο του κρατά τα μπόσικα του δίσκου, ενώ ο μεστός ήχος του, πλημμυρίζει τα ορισμένες φορές, jazz τεχνοτροπίας, χτυπήματα των bluesy ντραμς, τα οποία προσδίδουν την απαραίτητη σπιρτάδα στις ευωδιάζουσες πυρίτιδα συνθέσεις του υποφαινόμενου, εκπληκτικού δίσκου.

Τα φωνητικά, θαρρώ, πως είναι τα καλύτερα στην ως τώρα δισκογραφία των Graveyard, καθώς ακούγονται πιο ώριμα από ποτέ, ενώ δεν έχουν χάσει ούτε ίχνος από τον σπιρτόζικο χαρακτήρα, που πάντα τα διέκρινε. Το περίσσιο πάθος τους, συμβάλει σημαντικά στην πειστική απόδοση των στίχων του δίσκου, ενώ δεν αφαιρεί κάτι από την αισθαντικότητα τους.

Ο πρωταγωνιστικός τους ρόλος στο Lights Out, δικαιώνει την επιλογή της μπάντας, να τους δώσει κυρίαρχο ρόλο στη μίξη του άλμπουμ, παρόλο, που απόρροια αυτής της κίνησης, είναι ο ελαφρώς λιγότερο heavy χαρακτήρας του, καθώς το μεγάλο τους εύρος, που φέρνει θύμισες από θρυλικές φωνές του παρελθόντος, απογειώνει την ανέμελη rock 'n' roll ατμόσφαιρα του.

Οι προερχόμενες από την ηχητική εποχή των hippies συνθέσεις του Lights Out, έχουν πολλά κοινά, αλλά και πολλές διαφορές, με τα κομμάτια, που μόλις πριν από 18 μήνες κυκλοφόρησε η μπάντα. Η ατμόσφαιρα τους παραμένει πιστή στην μουσική, που αυτή υπηρετεί, ενώ το κύριο γνώρισμα των συνθέσεων του νέου της δίσκου, είναι η περιπετειώδης τους μουσικότητα.

Τα νέα κομμάτια των ραγδαίως ανερχόμενων Graveyard, που ξεχωρίζουν για την ομαλή τους ροή και τη σωστή δομή τους, δεν αποτελούν αναμασήματα του πρόσφατου παρελθόντος τους, καθώς παρά το μικρό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ηχογραφήθηκαν, η μπάντα κατάφερε να διευρύνει μέσω αυτών το ηχητικό της πεδίο, πατώντας συγχρόνως, γερά στη βάση της.
 
Η φουριόζα rock 'n' roll νοοτροπία της, η οποία συνυπάρχει αρμονικά με την μελαγχολική blues αισθητική της, διανθίζεται υπέροχα από τα jazz ψήγματα, που κάνουν την εμφάνιση τους στο Lights Out, ενώ η υφέρπουσα ψυχεδέλεια, που διαπερνά τις συνθέσεις του δίσκου, γοητευτικά πλαισιώνεται, από τα καλυπτόμενα με ένα νοσταλγικό πέπλο, 60's rock ηχοχρώματα του.
 
Ο νέος δίσκος των Graveyard, μπορεί να μην έχει την ίδια επίδραση στον rock χώρο, που είχε ο περσινός τους δίσκος, αλλά είμαι βέβαιος, πως θα καθιερώσει τούτη την εξαιρετική μπάντα, ως μια από τις κυρίαρχες της vintage σκηνής, καθώς οι πολλές αλλαγές στο tempo του Lights Out, που το καθιστούν συναρπαστικό, καταδεικνύουν την ειλικρινή αγάπη της για το rock 'n' roll.

Nuclear Blast: Official Website

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Lento - Anxiety Despair Languish

 
Δυναμικά επιστρέφουν, έπειτα από μόλις ένα χρόνο απουσίας, στα heavy δρώμενα οι Ιταλοί Lento, οι οποίοι κυκλοφορούν αυτές τις μέρες μέσω της Devonali Records, την πέμπτη συνολικά, μα τρίτη full length δουλειά τους, η οποία φέρει τον άκρως ταιριαστό με την μουσική της, αλλά και με τους χαλεπούς καιρούς, που διανύουμε, τίτλο: Anxiety Despair Languish.
 
Ο εν λόγω δίσκος, ο οποίος διαρκεί 41 περίπου λεπτά, αποτελείται από 13 κομμάτια, ενώ διακρίνεται για την εξολοκλήρου instrumental υπόσταση του. Την εξόχως δυναμική και διακριθείσα, τόσο για την διαύγεια της, όσο και για τον οργανικό της χαρακτήρα, παραγωγή του, επιμελήθηκαν ο Matteo Spinazzè κι ο κιθαρίστας της μπάντας, Lorenzo Stecconi
 
Το line up της συμπληρώνουν οι ταλαντούχοι Emanuele Massa σε μπάσο, Federico Colella σε ντραμς, Donato Loia σε κιθάρα και Giuseppe Caputo, επίσης στην κιθάρα, ενώ θαρρώ, πως ειδικής μνείας αξίζει ο Matthias Grünewald, ο οποίος με μεράκι επιμελήθηκε το πανέμορφο και με πολλές λεπτομέρειες artwork, που πλαισιώνει με υπέροχο τρόπο τον νέο της δίσκο.
 
Το sludge μοτίβο, των δημιουργημένων στη Ρώμη το 2004, Lento, συνεχίζει να κυριαρχεί στον ήχο τους και τα doom στοιχεία τους, έχουν συνδυαστεί υπέροχα με τις progressive πινελιές, με τις οποίες τον στόλισαν, ενώ τα hardcore αισθητικής ξεσπάσματα τους, συνυπάρχουν αρμονικά με τα ακουστικά κι ambient στοιχεία, τα οποία επιτυχώς, διανθίζουν την metal αύρα τους.

Οι χαμηλά κουρδισμένες κιθάρες άλλοτε παράγουν πελώρια κι ενίοτε κοφτά, riffs, κι άλλοτε σκαρώνουν leads και solos σαγηνευτικής ομορφιάς και post rock αρώματος. Το μπάσο κάνει πραγματικά, εξαιρετικά τη δουλειά του, ενώ τα καταιγιστικά ντραμς, διαδραματίζουν ρόλο πρωταγωνιστικό στο εκρηκτικό κι ισοπεδωτικό σε στιγμές, Anxiety Despair Languish.
 
Reverb και διάφορα εφέ εμπλουτίζουν τον ήχο του δίσκου, ενώ αποτελούν σημαντικό συστατικό για την σωστή ροή του, την οποία απογειώνουν τα λιγοστά, μα εξόχως χρήσιμα για την ομαλή του εξέλιξη, ακουστικά περάσματα, που θαρρώ, ότι είναι περιττό να αναφερθεί, πως οι Lento, τα έχουν τοποθετήσει με τον πλέον έξυπνο και κολακευτικό για τις συνθέσεις τους, τρόπο.
 
Η άκρως περιπετειώδης υπόσταση των κομματιών του πολύ καλού, Anxiety Despair Laguish, αναδεικνύει την σκοτεινή του ατμόσφαιρα, ενώ μαρτυρά ηχητική πρόοδο και συνθετικό οίστρο εκ μέρους της μπάντας, καθώς οι μουσικές ιδέες, που οι Lento εκφράζουν μέσω αυτών, καθιστούν το μέλλον τους στο heavy χώρο ιδιαιτέρως ελπιδοφόρο και το παρόν, εξόχως ενδιαφέρον.
 
Εν ολίγοις, όσοι τυχαίνει να είστε φίλοι του ατμοσφαιρικού, αλλά κι ακραίου συγχρόνως, heavy ήχου, καλό θα ήταν να μην χάσετε το έσχατο χρονικά πόνημα των Lento, καθώς οι νοσηρές του μελωδίες, που τυγχάνει να είναι κι αρρωστημένα όμορφες, καθιστούν το αψεγάδιαστο σε κάθε του τομέα, Anxiety Despair Languish, ως ένα εξαιρετικά θελκτικό, heavy άκουσμα.

Denovali Records: Official Website

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Godspeed You! Black Emperor - Allelujah! Don't Bend! Ascend!


Οι θρυλικοί κι άκρως επιδραστικοί, όσον αφορά τον post rock χώρο, αλλά κι όχι μόνο αυτόν, Godspeed You! Black Emperor, οι οποίοι γεννήθηκαν το 1994 στο Μόντρεαλ του Κεμπέκ, κυκλοφόρησαν πριν λίγο καιρό, μέσω της γνωστής για την έντονη post rock αισθητικής της, Constellation Records, την διαρκείας 54 λεπτών περίπου κι αποτελούμενη από 4 κομμάτια, τέταρτη full length δουλειά τους, που φέρει τον τίτλο: Allelujah! Don't Bend! Ascend!.

Στον εν λόγω δίσκο, εκτός φυσικά των τριών ιδιαιτέρως χαρισματικών, ιδρυτών της μπάντας, Efrim Menuck σε κιθάρες κι οργανέτο, Mike Moya σε κιθάρα και Mauro Pezzente σε μπάσο, συμμετέχουν και οι εξίσου ταλαντούχοι με αυτούς και πολυπράγμωνες: Aidan Girt σε ντραμς, Bruce Cawdron σε ντραμς, βιμπράφωνο και ξυλόφωνο, Thierry Amar σε μπάσο, πλήκτρα και κοντραμπάσο, David Bryant σε κιθάρα, λύρα κι άρπα και Sophie Trudeau στο βιολί.

Όλοι τους, συμμετείχαν ενεργά, είτε στο πιστό στην αισθητική της μπάντας, artwork του δίσκου, στο οποίο εμπλέκονται επίσης, οι Yannick Grandmont, Karl Lemieux, Charles-Andre Coderre και Timothy Herzog, είτε στην πολύ καλή για ακόμη μια φορά, παραγωγή του, που αναδεικνύει με τον πλέον σωστό τρόπο τις συνθέσεις του, στην οποία εξαιρετικά σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε τόσο ο Howard Bilerman, όσο κι ο Harris Newman, ο οποίος ανέλαβε το mastering του.

Ο νέος δίσκος τούτης της Καναδικής μπάντας, που αποτελεί την πρώτη studio δουλειά της, εδώ και περίπου δέκα χρόνια, οπότε κι η μπάντα μπήκε στον πάγο, δεν περιέχει αποκλειστικά νέες συνθέσεις, καθώς αποτελείται από 2 drones, αλλά και 2 κομμάτια, που όμως στο παρελθόν έχουν ακουστεί στις live εμφανίσεις της. Ο λόγος για τα Mladic και We Drift Like Worried Fire, που αποτελούν την εξέλιξη των πολλά υποσχόμενων Albanian και Gamelan, αντίστοιχα.

Το πρώτο, το οποίο αποτελεί και το εναρκτήριο κομμάτι του δίσκου, περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία, που κατέστησαν τους GY!BE θρύλο της ευρύτερης rock σκηνής, καθώς το έχων έντονο πολιτικό άρωμα, όπως άλλωστε μαρτυρά κι ο τίτλος του, Mladic, αποτελεί μια εξόχως έντονη άσκηση στην υπομονή, μιας και τα μεγάλης διάρκειας, πολλαπλά του ηχοστρώματα, οδηγούν στην απόλυτη, ηχητική κάθαρση, μέσω μιας δαιδαλώδους κι ομιχλώδους, διαδρομής.

Ambient πινελιές και drone ψήγματα πλαισιώνονται υπέροχα από το μοναδικό σε τούτο τον instrumental δίσκο, sample φωνητικών, το οποίο αναφέρει την πολλών ερμηνειών φράση: With his arms outstretched, που οδηγεί σε κλιμακωτά, στο γνωστό κι απαράμιλλο, μουσικό ύφος των GY!BE, ηχοτοπία, η υφέρπουσα ένταση των οποίων, εντείνεται νότα με τη νότα και διαμέσου των επαναλαμβανόμενων post rock μοτίβων, που διακρίνουν την εύθραυστη υπόσταση τους.
 
Οι ανάγλυφες ανατολίτικες μελωδίες του, οι οποίες θαρρώ, πως σε κάποια σημεία τους, έχουν κι ελληνικό, παραδοσιακό ηχόχρωμα, απογειώνουν το doom νοοτροπίας και μόνο, εν λόγω κομμάτι και το οδηγούν έτσι, στο θορυβώδες τέλος του, που διακρίνεται για την punk αύρα και τον έντονο noise rock χαρακτήρα του, ενώ ο επίλογος του, αποτελείται από χτυπήματα κατσαρόλας, τα οποία ηχογραφήθηκαν σε μια από τις πορείες, που έλαβαν χώρα στον Καναδά.
 
Το πρώτο drone κομμάτι του δίσκου, Their Helicopters Sing, βοηθά στην σωστή αφομοίωση του μεγαλειώδους Mladic, καθώς οι πειραματισμοί των εγχόρδων, που αποτελούν την ραχοκοκκαλιά του, προκαλούν μια υπόκωφη ηχητική δίνη, η οποία λειτουργεί ως ακουστικό βάλσαμο μεταξύ των δύο τρομακτικής ομορφιάς και νοσηρού κάλλους, κεντρικών κομματιών του δίσκου, μιας κι οδηγεί στο απαράμιλλα γλυκό κι επιβλητικού εκτοπίσματος, We Drift Like Worried Fire.
 
Το συγκεκριμένο κομμάτι διακρίνεται για τον σταθερό ρυθμό του, που μένει ανεπηρέαστος μέχρι το τέλος του, παρά το γεγονός, πως ο ήχος των μουσικών οργάνων, αλλάζει διαρκώς τονισμό σε όλη του διάρκεια. Τα τύμπανα και τα κρουστά κυριαρχούν στο τραγούδι, καθώς τα έγχορδα, μετά την εισαγωγή του κομματιού, τους παρέδωσαν τα ηνία, προσδίδοντας στο We Drift Like Worried Fire, μια αποπνικτικά γκρίζα αισθητική, που καθηλώνει με την μουντή αύρα της.
 
Τα έγχορδα, με τις γλυκόπικρες νότες τους, εντείνουν την σχεδόν απειλητική ατμόσφαιρα, που δημιουργείται από τα ενίοτε εμβατηριακού ρυθμού, μα πάντοτε δυναμικά ντραμς, τα οποία μοιάζουν σαν να προέρχονται από τα βάθη κάποιας ανείπωτης καταστροφής, ενώ η κορύφωση του κομματιού, που βρίσκει την μπάντα σε συνθετικό οίστρο, αλλά κι όλα τα μουσικά όργανα σε μελωδικό οργασμό, διακρίνεται από μια σχεδόν ανεπαίσθητη νότα, ηχητικής αισιοδοξίας.
 
Η ελπίδα, που αχνοφαίνεται για πρώτη και τελευταία φορά, στην δεύτερη μεγάλης διάρκειας και φοβερής ομορφιάς, σύνθεσης του εκπληκτικού Allelujah! Don't Bend! Ascend!, δίνει την θέση της στο απαλλαγμένο από τους πειραματισμούς του δίδυμου αδερφού του, drone μοτίβο του ambience υπόστασης, Strung Like Lights At Thee Printemps Erable, το οποίο βυθίζει τον όχι και τόσο επιδέξιο, επίλογο του δίσκου, σε μια ανελέητη κι εκκωφαντική, ηχητική σιωπή.

Σχήμα οξύμωρο, μα η αλήθεια είναι ότι αυτά, ποτέ δεν έλειψαν από το ποιόν των καλυπτόμενων από ένα πέπλο μυστηρίου, Godspeed You! Black Emperor, τα πολιτικά πιστεύω των οποίων, πάντοτε αποτελούσαν μια ιδιαιτέρως ζωηρή βάση για συζήτηση ανάμεσα στους φίλους και τους μη φίλους τους, καθώς οι αντιπαραθέσεις, που δημιουργούν οι για άλλους φυσιολογικές και για άλλους ακραίες τους απόψεις, συχνά πυκνά, απομακρύνουν από το κυρίως πιστεύω τους.
 
Το οποίο δεν είναι άλλο από την Τέχνη, τις διάφορες εκφάνσεις της οποίας, εδώ και κάμποσα χρόνια, με μεράκι υπηρετούν οι GY!BE μέσα από τα διάφορα project τους. Ναι, τα πολιτικά τους πιστεύω, που συνεχώς και με γλαφυρό τρόπο, δηλώνουν μέσω των κυκλοφοριών τους, ίσως είναι λίγο πιο κυνικά κι απόλυτα, από ότι κάποιοι έχουν συνηθίσει, ενώ δεν αποκλείεται καμιά φορά να έρχονται και σε αντίθεση μεταξύ τους, μα δεν παύουν, να αποτελούν την αλήθεια τους.
 
Αυτό, που θαρρώ, πως έχει σημασία, είναι ότι το timing των κυκλοφοριών των GY!BE είναι πάντα ταιριαστό με κάποιο ιστορικό γεγονός. Τη μια ήταν οι δίδυμοι πύργοι, την άλλη το Αφγανιστάν και μετά το Ιράκ, ενώ το συναρπαστικό Allelujah! Don't Bend! Ascend! έρχεται σε μια στιγμή, που η παγκόσμια οικονομική φούσκα, έχει ήδη σκάσει και παρασέρνει σαν άλλο τσουνάμι, στο ορμητικό της διάβα, τα πάντα: υλικά αγαθά, χαμόγελα, ψυχές κι ολόκληρες ζωές.

Ίσως φαίνονται υπερβολικά ή/και μίζερα τα παραπάνω, αλλά θαρρώ, πως μια γρήγορη ματιά στην καθημερινότητα της χώρας τα τελευταία κάμποσα χρόνια, μάλλον αποδεικνύει του λόγου το αληθές, καθώς ο πόλεμος των τάξεων έδωσε πλέον φανερά την θέση του σε έναν ξετσίπωτο πόλεμο συνειδήσεων. Φυσικά, η μουσική των GY!BE δεν αποτελεί γιατρικό για όλα αυτά, αλλά για ακόμη μια φορά, η μπάντα κυκλοφόρησε νέο υλικό την κατάλληλη χρονική στιγμή.
 
Δεν ξέρω και δεν θέλω ούτε να μάθω, αν όλο αυτό έγινε τυχαία από τους εκπληκτικούς κι ενίοτε προφητικούς, Godspeed You! Black Emperor, αλλά αυτό, που σίγουρα γνωρίζω, είναι ότι η νέα τους δουλειά, που εύγλωττα τιτλοφορείται: Allelujah! Don't Bend! Ascend!, αποτελεί ένα εξαιρετικό soundtrack για μοναχικές περιπλανήσεις στην κατεστραμμένη από την φροντίδα μας, καθημερινότητα, αλλά κι έναν από τους καλύτερους δίσκους των τελευταίων χρόνων.

Godspeed You! Black Emperor: Official Website
Constellation Records: Official Website

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

My Dying Bride - A Map Of All Our Failures


Υπό τον σαρκαστικό τίτλο: A Map Of All Our Failures, κυκλοφορεί εδώ και λίγο καιρό η νέα, δωδέκατη full length δουλειά των γεννημένων το 1990, Βρετανών ηγετών του epic doom/death ήχου, My Dying Bride, η οποία κυκλοφόρησε από την φημισμένη, Peaceville Records. Στο νέο της πόνημα, το οποίο αποτελείται από 8 κομμάτια συνολικής διάρκειας 63 περίπου λεπτών, η ηχητική παρέα, που έχει σαν ηγέτες της, τους δύο εναπομείναντες σε αυτήν, ιδρυτές της, Aaron Stainthorpe σε φωνητικά και Andrew Craighan σε κιθάρες, συνεργάστηκε για ακόμη μια φορά με τον πιστό της συνοδοιπόρο Mags, ο οποίος ανέλαβε την παραγωγή του άλμπουμ, ενώ το πολυσέλιδο artwork του δίσκου, επιμελήθηκε ο Rhett Podersoo του Machine Room.

Στην σκοτεινή και γεμάτη ρομάντζο ατμόσφαιρα του A Map Of All Our Failures, η οποία είναι αποτέλεσμα τόσο της πένθιμης και διακριθείσας για την υφέρπουσα τραγωδία, που την διακρίνει, μουσικής του, όσο και του γεμάτου πόνο, στιχουργικού του περιεχομένου, συμμετείχε κι ο Grant Berry, που με τα Pro tools του, συνέβαλε σημαντικά στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, ενώ στην ηχητική συντροφιά από το West Yorkshire, την οποία εκτός των δύο προαναφερθέντων μουσικών, απαρτίζουν εδώ και λίγα χρόνια και οι εξόχως ταλαντούχοι: Shaun Macgowan σε βιολί και πλήκτρα, Lena Abe σε μπάσο και Hamish Hamilton Glencross σε κιθάρες, ύστερα από απουσία λίγων ετών, επανήλθε στις τάξεις της, ο καλός ντράμερ, Shaun Taylor-Steels.

Η απόδοση της μπάντας είναι εξαιρετική, καθώς όλοι τους δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους, ενώ σε αυτό συμβάλει και η πολύ καλή χημεία, που όλα αυτά τα χρόνια, έχουν αναπτύξει μεταξύ τους. Οι κιθάρες παίζουν συνεχώς με το tempo του άλμπουμ, άλλοτε ρίχνοντας το με τα doom κι υπέρβαρα riffs τους κι άλλοτε ανεβάζοντας το με τα death τους ξεσπάσματα, ενώ από το ρεπερτόριο τους δεν λείπουν τα black ψήγματα. Τα leads και τα solos τους έχουν μια εξόχως σαγηνευτική μελαγχολία, που αιχμαλωτίζει τις αισθήσεις, ενώ πλαισιώνονται υπέροχα, τόσο από τα αιθέρια πλήκτρα, όσο κι από το σπαραχτικό βιολί, η εύθραυστη υπόσταση του οποίου, είναι τόσο όμορφη, που κάθε της νότα, μοιάζει βγαλμένη μέσα από μελίσταχτο, ηχητικό παραμύθι.

Το στιβαρό rythm section, που το μεστό μπάσο και τα δυναμικά ντραμς συνθέτουν, μοιάζει σαν να έχουν συνυπάρξει για πολλά χρόνια, καθώς το ένα συμπληρώνει το άλλο με υπέροχο τρόπο, ενώ και τα δύο μαζί συμβάλουν τα μέγιστα στην ομαλή ροή των συνθέσεων, μιας και η συμμετοχή τους σε αυτές, είναι καθοριστική για την θηριώδη δομή τους. Η ερμηνεία των φωνητικών, που διακρίνεται για την ποικιλία της, η οποία περιλαμβάνει εκτός από τα κυρίαρχα καθαρά, λιγοστά brutal ουρλιαχτά και κάμποσες στιγμές απαγγελίας, προσδίδοντας τους έτσι, θεατρικότητα, αποδίδει με πειστικότητα τους εκλιπαρόντες για αγάπη, αλλά και θρηνούντες για την αβάσταχτη μοναξιά και τις αμέτρητες πληγές των πρωταγωνιστών τους, folklore αισθητικής, στίχους.

Το doom/death μοτίβο, των πρωτοπόρων σε τούτη την έκφανση του ακραίου metal ήχου, My Dying Bride, διανθίζεται επιτυχώς από τα λιγοστά majestic black ψήγματα, που με μαεστρία η μπάντα, του έχει προσθέσει, ενώ το βαφτισμένο σε νουάρ ηχοτοπία, gothic στοιχείο της μπάντας, συνυπάρχει αρμονικά με την metal πλευρά της. Οι νεωτερισμοί απουσιάζουν από το A Map Of All Our Failures, αλλά αυτό δεν λειτουργεί ενάντια του, μιας και η κλασσική συνταγή της μπάντας, είναι εκτελεσμένη με περισσή μαεστρία, ενώ αρκετές από τις μουσικές ιδέες του δίσκου, αν και άνετα θα μπορούσαν να είχαν αναπτυχθεί περαιτέρω, αναδεικνύονται σε κάποιες από τις καλύτερες, που η μπάντα έχει γράψει ποτέ, καθώς μαρτυρούν συνθετικό οίστρο.


Εν κατακλείδι, η νέα δουλειά των αγαπημένων μου My Dying Bride, έχω την αίσθηση, πως θα ικανοποιήσει τους πολύ καλούς φίλους της μουσικής τους, σαν και του λόγου μου και θα αφήσει μια ιδιαιτέρως γλυκιά γεύση σε όσους τους γνωρίσουν για πρώτη φορά μέσω αυτής, ενώ το γεγονός, πως το A Map Of All Our Failures, δεν περιέχει κάτι το νέο ως προς τον ήχο της μπάντας, ίσως ξενίσει μερικούς αρχικά, αλλά θεωρώ, πως σε βάθος χρόνου, ο εν λόγω δίσκος, θα τους κερδίσει κι αυτούς με την αξία του. Και πως αλλιώς να γίνει, από την στιγμή, που η epic αύρα του, βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με την metal υφής, νουάρ αισθητική του, καθιστώντας τον έτσι, έναν από τους πλέον γοητευτικούς doom/death δίσκους της τρέχουσας χρονιάς.

My Dying Bride: Official Website
Peaceville Records: Official Website
 

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Samothrace - Reverence To Stone


Στις διάφορες προσωπικές δυσκολίες, που οι μουσικοί, οι οποίοι απαρτίζουν τους έχοντες όνομα με ελληνικές ρίζες, αλλά κι εξαιρετικά ελπιδοφόρους, Samothrace, οφείλονται οι αλλαγές, που έλαβαν χώρα, τόσο στο line up τους, στο οποίο υπήρξε αλλαγή ντράμερ, αλλά και παρολίγον ή για την ακρίβεια, προσωρινή αλλαγή στην θέση της κιθάρας, όσο και στην βάση τους, η οποία μεταφέρθηκε από το Κάνσας, όπου η μπάντα είχε γεννηθεί το 2006, στο Σιάτλ.

Η άκρως ταλαντούχα ηχητική παρέα των Brian Spinks (κιθάρα, φωνητικά), Dylan Desmond (μπάσο) και Renata Castagna (κιθάρες), στην οποία πριν από τρία χρόνια, εισχώρησε κι ο ικανότατος ντράμερ, Joe Axler, κυκλοφόρησε το περασμένο καλοκαίρι μέσω της εκλεκτικής ως προς τις μπάντες, με τις οποίες συνεργάζεται, Αμερικάνικης δισκογραφικής, 20 Buck Spin, την τρίτη συνολικά, μα δεύτερη full length δουλειά της, με τίτλο: Reverence To Stone.

Ο εν λόγω τρομερός δίσκος, το μουσικό και στιχουργικό περιεχόμενο του οποίου, πλαισιώνεται υπέροχα από το λεπτομερές artwork, που με μεράκι φιλοτέχνησε ο δραστήριος στον hardcore και punk χώρο και πολυτάλαντος, Moses Saarni, διαρκεί 35 λεπτά, ενώ αποτελείται από μόλις 2 κομμάτια, ένα εκ των οποίων, υπάρχει με λίγο διαφορετική μορφή και στο demo, με το οποίο τούτη η πάρα πολλά υποσχόμενη κι ανερχόμενη μπάντα, μας είχε συστηθεί το 2007.

Την παραγωγή του φοβερού Reverence To Stone επιμελήθηκε ο Brandon Fitzsimmons, που προσέδωσε την κατάλληλη ακουστική στον δίσκο, ενώ το mastering ανέλαβε κι έφερε επιτυχώς εις πέρας ο Greg Wilkinson, ο οποίος με την πολύ καλή δουλειά του, έδωσε την απαραίτητη δυναμική στις μεγαλειώδεις συνθέσεις των διακριθέντων για την ειλικρινά, εξαιρετική απόδοση τους, που μάλλον αποτελεί συνέπεια της εκπληκτικής τους χημείας, Samothrace.

Τα κολοσσιαίων διαστάσεων riffs της κιθάρας, που καλύπτονται από ένα ποτισμένο στους sludge βάλτους, funeral πέπλο, συνθλίβουν τα πάντα στο διάβα τους με την ζοφερή τους ορμή, ενώ τα solos της έτερης κιθάρας, τα οποία διακρίνονται για την ανάγλυφη blues αισθητική τους, αλλά και για τα έντονα, americana ψήγματα τους, τα οποία διανθίζονται από μια γοητευτική post rock αύρα, σαγηνεύουν με την μουντή ατμόσφαιρα, αλλά και την εύθραυστη υπόσταση τους.

Οι ambience πινελιές και τα drone ηχοχρώματα, με τα οποία οι δυο κιθάρες στολίζουν τον σκοτεινό ηχητικό καμβά του Reverence To Stone, συμπληρώνονται εξαίσια από το στροβιλίζον μπάσο, που δεν διστάζει να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στον δίσκο, όταν αυτό απαιτείται από τις συνθέσεις του, ενώ το σάπιο κερασάκι στην ηχητική τούρτα, που μας προσφέρουν οι Samothrace, αποτελούν τα γεμάτα αγωνία ουρλιαχτά, τα οποία προδίδουν απόγνωση.

Η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, που με μαεστρία χτίζουν τα έγχορδα, αλλά και η πνιγηρή αύρα, που τα ξεχειλίζοντα πόνο φωνητικά, προσδίδουν στο Reverence To Stone, εντείνονται από τα κατακλυσμιαία χτυπήματα, των σωστής τονικότητας, ντραμς, τα οποία παρά τον αργό ρυθμό τους, που συμβαδίζει με το αργόσυρτο tempo των συνθέσεων, είναι έγκυρα χρονικά σε όλη την διάρκεια του δίσκου, ενώ τα γεμίσματα τους, σε πνίγουν με την υπόκωφη μορφή τους.

Οι έντονες funeral doom αναφορές, που οι τερατώδους εκτοπίσματος και τρομακτικής ομορφιάς, συνθέσεις του heavy ολέθρου, που ακούει στο όνομα, Reverence To Stone, συνδυάζονται με τα blues στοιχεία υπέροχα, ενώ το sludge μοτίβο του, πλαισιώνεται φανταστικά από τα drone ψήγματα και τα country ρινίσματα, που εντείνονται από τις ambience πινελιές, προσδίδοντας έτσι στο νέο, έσχατο χρονικά, πόνημα των Samothrace, ένα μεγαλοπρεπές, doom στάτους.

Στα αχανή βάθη των αχαλίνωτων ηχητικών ωκεανών, όπου μας βυθίζουν οι εξόχως ταλαντούχοι Samothrace, τόσο με το πεσσιμιστικό στιχουργικό τους περιεχόμενο, όσο και με τις νοσηρές και θηριώδους υπόστασης, συνθέσεις τους, αχνοφαίνονται οι εξασθενημένες ηλιαχτήδες, ενός αρρωστημένα αδύναμου ήλιου, το νωθρό, μελωδικό φως του οποίου, καθιστά το απαράμιλλο Reverence To Stones, ακαταμάχητο. Ο ακραίος doom ήχος, δεν υπήρξε ποτέ ξανά, τόσο γοητευτικά, καθηλωτικός.

Samothrace: Bandcamp / Facebook
20 Buck Spin: Official Website

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

Stinking Lizaveta - 7th Direction


Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα rock μπάντα γεννήθηκε το μακρινό 1994 στη Φιλαδέλφεια της Πενσιλβανίας, η οποία στα 18 ως τώρα χρόνια της πορείας της, έχει αποδείξει, πως οι ταμπέλες στην μουσική και στην συγκεκριμένη περίπτωση, στον rock ήχο, μάλλον δεν είναι και τόσο χρηστικές, όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Αλλά αυτή η κουβέντα, δεν είναι της παρούσης, οπότε ας περάσουμε στο παρασύνθημα, που δεν είναι άλλο από τον νέο δίσκο των περί ου ο λόγος, εξαιρετικά ταλαντούχων, Stinking Lizaveta, ο οποίος φέρει τον τίτλο: 7th Direction.
 
Ο εν λόγω δίσκος, που διαρκεί συνολικά 52 λεπτά, αποτελείται από 13 κομμάτια, ενώ οφείλει την πραγματικά αψεγάδιαστη και σχεδόν τέλεια παραγωγή του, στον φημισμένο και ιδιαιτέρως γνωστό για την συνεργασία του με μπάντες όπως οι Minsk, Pelican, Rwake, Unearthly Trance, μεταξύ άλλων, Sanford Parker, ο οποίος εκτός από διαύγεια, προσέδωσε στον πολυποίκιλο ήχο του σπιρτόζικου, 7th Direction, μια έξτρα δυναμική, η οποία κολακεύει τις αλανιάρικες συνθέσεις των Stinking Lizaveta κι απογειώνει τον εξόχως εκρηκτικό τους χαρακτήρα.

Η punk νοοτροπία της μπάντας έχει μπολιαστεί με τις blues ρίζες της μουσικής της, κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον μείγμα jazz και heavy rock ήχου, που μαγνητίζει τις ηχητικές αισθήσεις. Η κιθάρα του βιρτουόζο κι ελληνικής καταγωγής, Yanni Papadopoulos, άλλοτε δημιουργεί επιβλητικά, stoner υφής, riffs κι άλλοτε μας μεθάει με τα τρελαμένα της leads και τα hard rock αισθητικής, solos της, ενώ οι ηλεκτρισμένες μελωδίες, που γεννιούνται από τις τρεμάμενες χορδές της, δίνουν δικαίως, στον δαμαστή της, τον τίτλο του διακριθέντος.  
 
Βέβαια, η απαράμιλλη μουσικότητα του 7th Direction δεν στηρίζεται μόνο στο απύθμενο ταλέντο του κιθαρίστα της μπάντας, αλλά και στην αξία τόσο του αδερφού του, Alexi Papadopoulos, που χειρίζεται με περισσή ικανότητα το διπλό ηλεκτρικό του μπάσο, προσδίδοντας, βάθος, όγκο και γενναίες ποσότητες groove στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, όσο και της εξαιρετικά ταλαντούχας Cheshire Agusta, που χτυπά με ζηλευτή μαεστρία τα δυναμικά της ντραμς, συμβάλλοντας έτσι, στην αυξομείωση της έντασης του άλμπουμ.
 
Η έλλειψη φωνητικών, όπως ποτέ στο ηχητικό παρελθόν των Stinking Lizaveta, δεν αποτελεί ούτε και τώρα ψεγάδι για τον ήχο τους, αλλά αντιθέτως, η απουσία τους συνιστά κομπλιμέντο για αυτόν, μιας κι αφήνει τις πολλαπλές του στρώσεις να αναπτυχθούν σωστά κι ολοκληρωμένα, ενώ σε αυτό συμβάλει και το απίστευτο δέσιμο της μπάντας, που αποτελεί τον κύριο λόγο, για τον οποίο η απόδοση της φτάνει για ακόμη μια φορά εξωπραγματικά επίπεδα. Απόρροια όλων αυτών, ο έβδομος δίσκος της, να αποθεώνει την μαγεία του μουσικού αυτοσχεδιασμού.
 
Δεν ξέρω αν το κατέστησα σαφές έως τώρα, αλλά οφείλω να ομολογήσω, πως το 7th Direction, αποτελεί έναν από τους καλύτερους Instrumental δίσκους του 2012, καθώς μαρτυρά, συνθετικό οίστρο, ηχητική πολυμορφία και μουσική φαντασία, σε ποσότητα και ποιότητα, που ελάχιστες μπάντες διαθέτουν στις μέρες μας. Η prog τεχνική, η punk νοοτροπία, οι blues ρίζες, η jazz τεχνοτροπία, ο αχαλίνωτος αυτοσχεδιασμός κι η rock 'n' roll φιλοσοφία των Stinking Lizaveta, θαρρώ, πως ενώνουν επιτυχώς, το χθες, το σήμερα και το αύριο, της heavy μουσικής.

Stinking Lizaveta: Official Website
Exile On Mainstream: Official Website

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

It's Not Night: It's Space - Bowing Not Knowing To What

 
Από ένα μικρό χωριουδάκι της Αμερικής και πιο συγκεκριμένα, το New Paltz, που ανήκει στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, προέρχονται οι άκρως ελπιδοφόροι και γεννημένοι στις αρχές του 2010, It's Not Night: It's Space, οι οποίοι αποτελούνται από τους εξόχως ταλαντούχους: Kevin Halcott σε κιθάρα, Tommy Guerrero σε μπάσο και Michael Lutomski σε ντραμς.
 
Πρόσφατα, τούτη η πολλά υποσχόμενη μπάντα, κυκλοφόρησε την δεύτερη συνολικά, μα πρώτη full length δουλειά της, υπό τον τίτλο: Bowing Not Knowing To What. Ο εν λόγω εξαιρετικός δίσκος, που διαρκεί 51 λεπτά περίπου, αποτελείται από 7 κομμάτια, ενώ πλαισιώνεται από το γεμάτο συμβολισμούς artwork, που φιλοτέχνησε ο Travis Lawrence του Infinity Prints.
 
Την διαυγή, αρκούντως ογκώδη, αλλά και με οργανική αισθητική παραγωγή του, έχει επιμεληθεί ο Rick Birmingham, ο οποίος συμμετέχει και στον δίσκο ως guest μουσικός, παίζοντας sitar, αλλά και διάφορα εξωτικά έγχορδα ακόμη, ενώ στον δίσκο συμμετέχουν ως guest, η Deborah Gillespie με το φλάουτο της, αλλά και η Shana Falana με τα μεθυστικά φωνητικά της.
 
Βέβαια, ο δίσκος είναι κατά βάση instrumental, καθώς τα φωνητικά, τα οποία καταφέρνουν, παρά την ισχνή τους παρουσία να καθηλώσουν, κάνουν σποραδικά και μάλιστα, όχι σε πρώτο πλάνο, την άκρως εθιστική τους εμφάνιση, μιας και η κιθάρα, μαζί με τα λοιπά έγχορδα, είναι αυτή, που κινεί τα ηχητικά νήματα του σαγηνευτικού, Bowing Not Knowing To What.
 
Αυτό όμως, δεν σημαίνει, πως τα ντραμς, δεν έχουν σημαντικό ρόλο στις μαγευτικές συνθέσεις του άλμπουμ, κάθε άλλο, μιας κι αυτά είναι, που προσδίδουν σε αυτές, το αχαλίνωτο groove, το οποίο σε στιγμές τις διακρίνει, ενώ ειδικής μνείας αξίζει και η συνεργασία του με το μεστό μπάσο του δίσκου, που απογειώνει την ψυχεδελική του αύρα, σε διαστημικά desert ηχοτοπία.
 
Το μπάσο, εκτός της αρμονικής του συνεργασίας με τα ντραμς, συμβάλει τα μέγιστα και στην πολύ θερμή ατμόσφαιρα, που ο γλυκός τόνος, της πνιγμένης στο fuzz σε στιγμές, κιθάρας, δημιουργεί, ενώ τα έχοντα κάτι από post rock τεχνοτροπία κι ανατολίτικο άρωμα, leads αυτής, εντείνουν την αίσθηση doom ορμής, που διακατέχει τα stoner υφής, μεγαλειώδη riffs της.
 
Το vintage αύρας φλάουτο, το sitar, αλλά και τα υπόλοιπα έγχορδα, συμβάλουν τα μέγιστα στην δημιουργία της μεθυστικής ατμόσφαιρας του δίσκου, καθώς ζαλίζουν το μυαλό και σαγηνεύουν τις αισθήσεις με τις έντονες oriental πινελιές, με τις οποίες διανθίζουν τον βαφτισμένο σε space παραισθησιογόνες ηχητικές πηγές κι εξόχως heavy ήχο των It's Not Night: It's Space.
 
Ο heavy χαρακτήρας του πειραματικής υπόστασης, ντεμπούτου full length άλμπουμ, των εξόχως ταλαντούχων, It's Not Night: It's Space, υποστηρίζεται με απαράμιλλο τρόπο, τόσο από τα stoner ηχοχρώματα τους, όσο κι από τα desert στοιχεία, με τα οποία επιτυχώς διανθίζουν το ανατολίτικης ομορφιάς, Bowing Not Knowing To What, καθιστώντας το έτσι, ακαταμάχητο.
 
It's Not Night: It's Space: Bandcamp / Facebook / Twitter
 

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Enslaved - RIITIIR


Μια από τις σημαντικότερες μπάντες του extreme metal ήχου, οι γεννημένοι στη Νορβηγία το 1991, Enslaved, κυκλοφόρησαν πριν λίγες εβδομάδες μέσω της γνωστής και μη εξαιρετέας, Γερμανικής δισκογραφικής Nuclear Blast Records, την δωδέκατη full length δουλειά τους, με τίτλο: Riitiir. Ο εν λόγω δίσκος, που αποτελείται από 8 κομμάτια συνολικής διάρκειας 68 λεπτών, καταδεικνύει με τον πλέον εύγλωττο τρόπο και διαμέσου της περιπετειώδους μορφής των συνθέσεων του, πως το black metal δεν αποτελεί τροχοπέδη για τον ήχο της μπάντας, αλλά αντιθέτως, μια εξόχως ενδιαφέρουσα αφετηρία στο δρόμο για τα όρια του ακραίου ήχου.

Η μπάντα, που δημιούργησαν οι 13 και 17 ετών τότε, αντίστοιχα, Ivar Bjørnson (κιθάρες, φωνητικά, στίχοι κι fx) και Grutle Kjellson (μπάσο, φωνητικά, στίχοι κι fx), ξεχώρισε από τον πρώτο κιόλας της δίσκο, από το ευρισκόμενο σε άνθιση τότε, δεύτερο κύμα του black metal ήχου, καθώς οι συνθέσεις της παρόλο, που διακρινόταν για τον ωμό τους ήχο, που ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της black Νορβηγικής σκηνής, διέφεραν ως προς την τεχνοτροπία τους από τις περισσότερες δουλειές της, μιας και η υπόσταση τους ήταν πιο πολύπλοκη από την πλειοψηφία των κυκλοφοριών της εν λόγω σκηνής, αλλά συγχρόνως, εξίσου δυναμική με αυτές.
 
Με την πάροδο του χρόνου, οι Enslaved, που ήδη είχαν αποκτήσει τα δικά τους, ξεχωριστά, ηχητικά χαρακτηριστικά, τα οποία έγιναν ανάγλυφα στις 3-4 τελευταίες τους κυκλοφορίες, οπότε και το line up τους σταθεροποιήθηκε στην σημερινή του μορφή, η οποία εκτός από τους άνωθεν αναφερθέντες ιδρυτές της μπάντας, συμπεριλαμβάνει τους Cato Bekkevold στα ντραμς, Arve Isdal στις lead κιθάρες και Herbrand Larsen σε φωνητικά, όργανο και πλήκτρα. Όλοι εκ των οποίων, συμμετείχαν σε σημαντικό βαθμό στην διαδικασία παραγωγής του Riitiir, η οποία έλαβε χώρα σε διάφορα studio της πόλης του Μπέργκεν, όπου η μπάντα έχει πλέον την βάση της.
 
Βέβαια, καταλυτικό ρόλο στο αψεγάδιαστο, τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, έπαιξαν τόσο ο Τony Lindgren, που ανέλαβε το Mastering του δίσκου, όσο κι ο γνωστός για τις συνεργασίες του με μπάντες όπως οι Opeth και Katatonia, μεταξύ άλλων, Jens Bogren, ο οποίος ανέλαβε να φέρει εις πέρας το Mixing του δίσκου κι οφείλω να ομολογήσω, πως τα κατάφερε περίφημα, μιας και όλα τα μουσικά όργανα, ακούγονται δυνατά και καθαρά, ενώ αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι πολλαπλών ηχητικών στρώσεων συνθέσεις του Riitiir, να ξεδιπλώνουν όλο τους το είναι, δίχως να γίνονται κουραστικές για τον ακροατή, αλλά αντιθέτως, εξόχως συναρπαστικές.

Το black μοτίβο των Enslaved παραμένει ισχυρό στον ήχο τους, χωρίς όμως να κυριαρχεί επί των progressive στοιχείων, που δίσκο με τον δίσκο, δείχνουν να αποκτούν πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτόν, ενώ το ίδιο σημαντικές για την μουσική τους, έχουν γίνει και οι έντονες folk αναφορές, που κολακεύουν το βασισμένο στην Νορβηγική μυθολογία, αλλά κι έχων μπόλικες επιρροές από την μάνα Φύση και τους Βίκινγκς, στιχουργικό τους περιεχόμενο, το οποίο όπως μας έχουν συνηθίσει στις πρότερες δουλειές τους, έτσι και στο Riitiir, πλαισιώνεται υπέροχα εκτός από την μουσική, κι από το artwork, το οποίο επιμελήθηκε ξανά, ο Truls Espedal.
 
Τα doom ψήγματα παραμένουν στον σκληρό ήχο της μπάντας, όπως παραμένει και μάλιστα με ιδιαιτέρως έντονο τρόπο και η metal αισθητική της σε αυτόν, ενώ τα ακραία ηχοχρώματα, που στολίζουν τον black καμβά της, συμπλέκονται σε μια αέναη μάχη με τα progressive στοιχεία της, η οποία αναδεικνύει νικήτρια την folk φιλοσοφία της. Τα πλήκτρα άλλοτε έχουν αιθέρια υπόσταση κι άλλοτε αποκτούν, χάρις στα διάφορα εφέ, μια διαβολική μορφή, ενώ το όργανο προσδίδει μια vintage αύρα στο Riitiir, το οποίο διανθίζεται με ηχητική θεατρικότητα από την έξυπνη κι άκρως επιτυχημένη εναλλαγή ακραίων, καθαρών και ψιθυριστών φωνητικών.
 
Οι κιθάρες δημιουργούν μεγαλειώδη και πολύπλοκα, μα εύκολα στην ακρόαση τους, riffs, ενώ τα leads και solos, που συχνά πυκνά εξαπολύουν, διακρίνονται άλλοτε για την retro και γεμάτη θέρμη υφή τους, κι άλλοτε για την σατανικά σαγηνευτική μορφή τους. Τα τύμπανα, τα οποία κρατούν με περισσή μαεστρία τα μπόσικα, σε στιγμές θαρρείς, πως τα χειρίζεται χταπόδι κι όχι άνθρωπος, ενώ το μπάσο γεμίζει με την επιβλητική του παρουσία τα ταξιδιάρικα κομμάτια του Riitiir, καθιστώντας έτσι, το νέο πόνημα των Enslaved, που μαρτυρά όρεξη για ηχητική πρόοδο και ουχί εφησυχασμό, ως έναν από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς.

Nuclear Blast: Official Website

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Cultura Tres - El Mal Del Bien


Στο Maracay της Βενεζουέλας γεννήθηκαν κάπου μες το 2006 οι ραγδαίως ανερχόμενοι κι άκρως ελπιδοφόροι, Cultura Tres, οι οποίοι απαρτίζονται από τέσσερις εξαιρετικά ταλαντούχους μουσικούς, τους: Alejandro Londoño Montoya σε φωνή και κιθάρες, Juan De Ferrari επίσης σε κιθάρες, Alonso Milano σε μπάσο και David Abbink σε ντραμς.

Η εν λόγω μπάντα κυκλοφόρησε πριν κάμποσο καιρό, μέσω της βρετανικής Devouter Records, την τρίτη συνολικά, δεύτερη full length και πρώτη με concept στιχουργικό περιεχόμενο, δουλειά της, με τίτλο: El Mal Del Bien, η οποία αποτελείται από 10 κομμάτια συνολικής διάρκειας 51 περίπου λεπτών, ενώ 2 ακόμη κομμάτια-διασκευές, υπάρχουν στις ειδικές της εκδόσεις.

Το ένα κομμάτι αποτελεί διασκευή στο ομώνυμο κομμάτι των Black Sabbath και το άλλο στο πρώτο ίσως doom κομμάτι εκ Λατινικής Αμερικής, Holy Graveyard, το οποίο ανήκει στους Epitafio, οι οποίοι αποτελούν πρώην μπάντα του τραγουδιστή και κιθαρίστα των Cultura Tres, ενώ το concept των στίχων, ασχολείται με την εκεί θρησκευτική και πολιτική καταπίεση.

Ο πολυτάλαντος και πολυπράγμων Alejandro Londoño κάνει εξαιρετική δουλειά στις κιθάρες, αλλά θαρρώ, πως αξίζει τα εύσημα για την πραγματικά αισθαντική ερμηνεία του στα φωνητικά, καθώς τα hardcore αισθητικής ουρλιαχτά του, που ξεχειλίζουν πόνο, εναλλάσσονται αρμονικά με τα άλα Alice In Chains καθαρά περάσματα του, τα οποία εντείνουν το νόημα των στίχων.

Ο ίδιος όμως, αξίζει ειδικής μνείας και για την πραγματικά αψεγάδιαστη παραγωγή του δίσκου, καθώς αυτός ηγήθηκε και μάλιστα με απόλυτη επιτυχία, όλων των σχετικών διαδικασιών. Ο ήχος του δίσκου είναι διαυγείς, αλλά κι αρκούντως δυνατός για να αναδείξει το βάθος των συνθέσεων, ενώ προσδίδει στο αρρωστημένης ατμόσφαιρας, El Mal Del Bien, τον απαραίτητο όγκο.

Ο Juan De Ferrari συμπληρώνει με εξαιρετικό τρόπο τον συνοδοιπόρο του στις κιθάρες, καθώς μαζί πλέκουν τερατώδους υπόστασης, αργόσυρτα riffs, που με κάθε τους νότα σε πνίγουν στους αχανείς sludge βάλτους, ενώ τα ψυχεδελικά τους leads και solos, έχουν μια vintage, σχεδόν ανεπαίσθητη prog rock αύρα, η οποία κολακεύει την νοσηρή, post rock αισθητική τους.

Το μπάσο εκτός από γενναίες ποσότητες groove προσφέρει όγκο στις πολλαπλές ηχητικές στρώσεις του El Mal Del Bien, ενώ συνεργάζεται εξαίσια με τα ιδιαιτέρως δυναμικά ντραμς, τα οποία άλλοτε προκαλούν ηχητικούς σεισμούς με τα καταιγιστικά τους χτυπήματα κι άλλοτε σε βυθίζουν σε μια αέναη, μεθυστική folk δίνη, με την Λατινοαμερικανική τεχνοτροπίας τους.

Το doom ηχητικό μοτίβο των Cultura Tres συνδυάζεται υπέροχα με τα ιδιαιτέρως έντονα sludge στοιχεία του, τα οποία αναδεικνύουν τα λιγοστά μα ανάγλυφα death ψήγματα της μπάντας, ενώ η prog rock αναφορές της, οι οποίες εντείνουν τις folk πινελιές της, στολίζουν τον έχων metal αύρα και διανθισμένο με grunge ηχοχρώματα και hardcore ρινίσματα, post rock καμβά της.

Η προβολή και η μεγάλη δημοσιότητα, που οι Cultura Tres έτυχαν στον διεθνή metal τύπο, άμα την κυκλοφορία του προ ολίγων χρόνων ντεμπούτου τους, οι οποίες ανέβασαν κατακόρυφα τις προσδοκίες για αυτούς, μοιάζει να τους βοήθησε στο να συγκεντρωθούν στη μουσική τους, μιας και το νέο τους πόνημα, αποδεικνύει, πως δεν επαναπαύθηκαν στην ξαφνική τους επιτυχία.

Οι συνθέσεις του εκπληκτικού El Mal Del Bien, οι στίχοι του οποίου είναι τόσο στην αγγλική, όσο και στην ισπανική γλώσσα, μαρτύρουν εκτελιστική πρόοδο, ενώ καταδεικνύουν με τον πλέον εύγλωττο τρόπο την μουσική εξέλιξη των Cultura Tres, που μοιάζουν να έχουν κατασταλλάξει στον αργόσυρτο, heavy, ακραίο κι ατμοσφαρικό ήχο, που τους ταιριάζει περισσότερο.

Cultura Tres: Official Website / Facebook
Devouter Records: Official Website

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Bison, Bison


Οι άκρως ταλαντούχοι: Grant Miller σε κιθάρες και φωνητικά, Dylan Reilly σε μπάσο και φυσαρμόνικα κι ο Eric Johnson σε τύμπανα, δημιούργησαν πέρσι στο Πόρτλαντ της πολιτείας του Όρεγκον, την δική τους, εξόχως heavy μπάντα, την οποία κι ονόμασαν: Bison, Bison.

Η εν λόγω, άκρως ελπιδοφόρα μπάντα, κυκλοφόρησε πρόσφατα την παρθενική κι ομώνυμη δουλειά της, η οποία αποτελείται από 6 κομμάτια συνολικής διάρκειας 30 λεπτών, ενώ το απλό, λιτό κι απέριττο artwork της, είναι καθόλα ταιριαστό με την heavy, ηχητική της κατεύθυνση.

Η παραγωγή του Bison, Bison είναι εξαιρετική, καθώς προσφέρει διαύγεια στον ήχο των μουσικών οργάνων, ενώ προσδίδει στις αλήτικες συνθέσεις του, μια εξόχως κολακευτική για αυτές, hard rock αύρα, η οποία καθιστά την ήδη εύφλεκτη υπόσταση τους, εκρηκτική.

Η κιθάρα σκαρώνει άκρως heavy και πιασάρικα riffs, τα οποία άλλοτε έχουν ως βάση τους τον stoner ήχο, κι άλλοτε κινούνται πάνω σε doom μοτίβο, ενώ η blues αύρα, που τα συνοδεύει, δίνει στα solos της μια ψυχεδελική, vintage αισθητική, που καθηλώνει με κάθε μια της πενιά.

Τα δυναμικά φωνητικά, τα οποία ξεχωρίζουν για το attitude αγνού rock 'n' roll, που τα διακρίνει, έχουν μια ανεπαίσθητη punk αύρα, που δένει απίστευτα καλά με τα ιδίας φιλοσοφίας με αυτά, ντραμς, τα οποία κρατούν τα μπόσικα με ζηλευτή μαεστρία και περίσσιο ταμπεραμέντο.

Το σκανταλιάρικο μπάσο, το οποίο πλαισιώνει υπέροχα με τον groovy χαρακτήρα του, όλα τα υπόλοιπα μουσικά όργανα, δεν διστάζει να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στο Bison, Bison όταν οι συνθήκες το απαιτούν, ενώ η retro φυσαρμόνικα, κλέβει την ηχητική παράσταση.

Η μεγάλη ηχητική ποικιλία του Bison, Bison αποτελεί πολύ σημαντικό παράγοντα για την εκπληκτική του ροή, καθώς μελωδίες από διάφορα κι εξίσου ενδιαφέροντα στοιχεία, από πολλά παρακλάδια της heavy σκηνής, συνυπάρχουν απολύτως αρμονικά μεταξύ τους.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι ξεσηκωτικές και περιπετειώδεις συνθέσεις της μπάντας, να έχουν την μορφή ηχητικών, συγκοινωνούντων δοχείων, μιας και τα ευωδιάζοντα heavy rock πυρίτιδα κομμάτια των Bison, Bison, συγχέονται το ένα μες το άλλο με απολύτως φυσικό τρόπο.

Η υφέρπουσα, vintage ψυχεδέλεια των συνθέσεων του Bison, Bison πλαισιώνει φανταστικά τον blues χαρακτήρα του, ενώ η punk νοοτροπία των εχόντων heavy ρίζες Bison, Bison καθιστά το stoner ντεμπούτο τους, ακαταμάχητο ή αλλιώς, μια εθιστική, doom ωδή στο rock 'n' roll.

Bison, Bison: Bandcamp / Facebook


Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Nightstalker - Dead Rock Commandos


Είκοσι τρία χρόνια ζωής συμπληρώνουν φέτος οι γερόλυκοι της ελληνικής heavy rock σκηνής, Nightstalker, οι οποίοι δημιουργήθηκαν το 1989 στην Αθήνα, από τον τότε ντράμερ και νυν τραγουδιστή τους, Argy. Τρία χρόνια αργότερα, το 1992, στην μπάντα εισήλθε κι ο γνωστός για την θητεία του στους φημισμένους κι επίσης Αθηναίους, Rotting Christ, μπασίστας, Ανδρέας Λάγιος, ενώ ύστερα από κάμποσες αλλαγές στο line up της κι έπειτα από διάφορες δυσκολίες, που προέκυψαν ως απόρροια των αλλαγών αυτών, η σύνθεση της μπάντας έκλεισε, έχοντας στον ρόλο του κιθαρίστα τον Τόλη Μότσιο και στον ρόλο του ντράμερ τον Ντίνο Ρούλο.
 
Με αυτή την μορφή, οι Nightstalker κυκλοφόρησαν το περασμένο καλοκαίρι μέσω της γνωστής για τις εξαιρετικές ηχογραφήσεις, που επιλέγει να κυκλοφορεί, Αμερικάνικης δισκογραφικής, Small Stone Recordings, την τέταρτη full length, μα έκτη συνολικά δουλειά τους, με τίτλο: Dead Rock Commandos. Ο εν λόγω δίσκος, ο οποίος αποτελείται από 10 κομμάτια συνολικής διάρκειας περίπου 40 λεπτών, πλαισιώνεται από το ταιριαστό με το ηχητικό του περιεχόμενο, artwork, που φιλοτέχνησε ο Alexander Von Wieding, ενώ διακρίνεται για τους σαρκαστικούς του στίχους, που με απλό κι εύστοχο τρόπο, περιγράφουν διάφορες αληθινές καταστάσεις.

Την παραγωγή του άλμπουμ επιμελήθηκε η ίδια η μπάντα, η οποία φρόντισε έτσι ώστε η διαύγεια στον ήχο του δίσκου, να μην αποτελέσει τροχοπέδη για τον groovy χαρακτήρα του, ενώ κατάφερε να προσδώσει στις συνθέσεις μια άκρως κολακευτική για αυτές, σπιρτάδα. Βέβαια, σημαντικό ρόλο σε αυτόν τον τομέα έπαιξαν και οι Δημήτρης Δούβρας, Simon Bloom και Chris Goosman, οι οποίοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, συνέβαλαν σημαντικά στο να αποκτήσει το ιδιαιτέρως δυναμικό, Dead Rock Commandos, το οποίο απογειώνεται από την πραγματικά εκπληκτική απόδοση της μπάντας, τον σπιρτόζικο ήχο, που δικαιωματικά, του αξίζει.
 
Ο ηγέτης της μπάντας, Argy, δίνει τον καλύτερο εαυτό του ερμηνεύοντας με περίσσιο πάθος και πειστικότητα τους στίχους, που ο ίδιος έγραψε, ενώ ο πιστός συνοδοιπόρος του στα heavy σοκάκια, Ανδρέας, προσφέρει με το μεστό του μπάσο, γενναίες ποσότητες groove στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα. Ο Ντίνος, ο οποίος συνεργάζεται υπέροχα και με τα δυο έγχορδα, χειρίζεται με μαεστρία τα δυναμικά του τύμπανα, ενώ ο ικανός Τόλης θαρρώ, πως κλέβει την παράσταση με το γεμάτο ενέργεια παίξιμό του, καθώς τόσο τα αρκούντως heavy riffs του, όσο και τα βαπτισμένα σε blues νερό, σαλεμένα solos του, ξεχειλίζουν hard rock αδρεναλίνη.
 
Η εξόχως heavy υπόσταση του Dead Rock Commandos, η οποία απογειώνεται από τις funky πινελιές, με τις οποίες οι ευρισκόμενοι σε μεγάλα κέφια, Nightstalker, απολύτως επιτυχημένα την διανθίζουν, περιέχει έντονα stoner στοιχεία, ενώ τα blues ψήγματα της, απογειώνουν τον ευθύ κι ωμό rock χαρακτήρα του. Οι συνθέσεις του, παρόλο, που στερούνται νεωτερισμών, στάζουν τιμιότητα, ενώ αποδεικνύουν με τον ευθύ τους χαρακτήρα, τον λόγο για τον οποίο τούτη η εκρηκτική μπάντα, έχει καταφέρει να εδραιωθεί ως η κορυφαία στο είδος της εν Ελλάδι, αλλά κι ως μια από τις σημαντικότερες της Ευρωπαϊκής heavy σκηνής.

Nightstalker: Official Website / Facebook
Small Stone Recordings: Official Website

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

Galvano - The Two Titans


Οι γεννημένοι το 2005 στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, Galvano, οι οποίοι αποτελούνται από τους Mattias Noojd σε κιθάρες και φωνητικά και Fredrik Kall σε ντραμς, δημιουργήθηκαν με έναν και μόνο σκοπό: να γράψουν heavy μουσική. Κι αν κρίνω από την τρίτη συνολικά, μα παρθενική full length δουλειά τους, με τίτλο: Two Titans, που πρόκειται να κυκλοφορήσει στις 5 του ερχόμενου Νοέμβρη από τη βρετανική, νεοσύστατη Devouter Records, τούτο το μουσικό ντουέτο, έχει όλα τα φόντα για να επιτύχει σε αυτό, που θέλει να κάνει, μιας και ο εν λόγω δίσκος, ο οποίος αποτελείται από 8 κομμάτια συνολικής διάρκειας 49 λεπτών, διακρίνεται για το τεράστιο ηχητικό του εκτόπισμα, καθώς και για τις πλούσιες μουσικές του ιδέες.

Οι συνθέσεις των Galvano, οι οποίες έχουν τις ρίζες τους, βαθιά στον doom ήχο, διακρίνονται από ένα ιδιαιτέρως έντονο sludge μοτίβο, το οποίο αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τα μπόλικα ψήγματα black τεχνοτροπίας, που κάνουν συχνά πυκνά την εμφάνιση τους, στο θηριώδες Two Titans, ενώ η hardcore αισθητική της μπάντας, συνυπάρχει αρμονικά με τις prog metal ανησυχίες της. Οι ambient και drone πινελιές εντείνουν την κλειστοφοβική, σχεδόν παρανοϊκή, ατμόσφαιρα, του ντεμπούτου δίσκου της, ενώ προσδίδουν μια αρρωστημένη αύρα, στο σαλεμένο του concept, το οποίο πλαισιώνεται υπέροχα, τόσο από τους έχοντες βιωματικό χαρακτήρα, στίχους, όσο κι από το αρκετά λεπτομερές, artwork, του άλμπουμ.

Τα προερχόμενα από τα βάθη των πλέον ζοφερών, ηχητικών βάλτων, riffs, άλλοτε μοιάζουν με ηχητικά ξυράφια κι άλλοτε με δηλητηριώδες και πληγωμένο ερπετό, ενώ τα καταιγιστικά ντραμς, προκαλούν ηχητικούς σεισμούς με τα μανιασμένα τους χτυπήματα. Τα ιδιαιτέρως παθιασμένα φωνητικά, προδίδουν με εύγλωττο τρόπο: μίσος, απόγνωση κι απελπισία, ενώ η έλλειψη μπάσου, δεν αποτελεί τροχοπέδη για τον εξαιρετικά ογκώδη και τρομακτικά ορμητικό, ήχο της μπάντας, καθώς οι εξόχως ταλαντούχοι, Fredrik και Mattias, καταφέρνουν επιτυχώς να προσδώσουν, με την χειμαρρώδη τους απόδοση και το εφάμιλλο με ναυτικό κόμπο, δέσιμο τους, την ζωτικής σημασίας για αυτές, δυναμική, στις τερατώδεις τους συνθέσεις.

Εν κατακλείδι, οι ανερχόμενοι Galvano, οι οποίοι πρόκειται σύντομα να πραγματοποιήσουν, ένα ιδιαιτέρως τσαμπουκαλεμένο μπάσιμο, στα λημέρια του ακραίου heavy ήχου, μοιάζουν ικανοί να πρωταγωνιστήσουν τα επόμενα χρόνια σε αυτόν, εάν φυσικά παραμείνουν το ίδιο παθιασμένοι σε αυτό, που κάνουν, καθώς το κολοσσιαίων διαστάσεων ντεμπούτο άλμπουμ τους, που φέρει τον πολύ ταιριαστό με το τεραστίου διαμετρήματος ηχητικό του περιεχόμενο, τίτλο: The Two Titans, θαρρώ, πως θα ικανοποιήσει στο μέγιστο βαθμό, την συντριπτική πλειοψηφία των φίλων του συγκεκριμένου ήχου, μιας και οι λεπιδοφόρες μελωδίες του, σκορπούν ηχητικό τρόμο με κάθε τους νότα. Με λίγα λόγια, όσοι πιστοί του αγριεμένου heavy ήχου, επενδύστε άφοβα.

Devouter Records : Official Website

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

The Machine - Calmer Than You Are


Συνεχίζουν την ποιοτική τους πορεία στα heavy σοκάκια οι ραγδαίως ανερχόμενοι και γεννημένοι το 2007 στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας, The Machine, οι οποίοι απαρτίζονται από τους David Eering σε κιθάρα και φωνητικά, Davy Boogaard σε ντραμς και Hans van Heemst σε μπάσο, καθώς στις αρχές της περασμένης Άνοιξης κυκλοφόρησαν μέσω της Elektrohasch Records την τέταρτη full length δουλειά τους, με τίτλο: Calmer Than You Are.
 
Το εν λόγω, εκρηκτικό άλμπουμ, αποτελείται από 7 κομμάτια συνολικής διάρκειας 46 λεπτών περίπου, ενώ συνοδεύεται από το artwork του Dalibor Barić, ο οποίος το φιλοτέχνησε υπό την καλλιτεχνική καθοδήγηση του Niko Potočnjak. Την αρκούντως δυναμική, ωμή και διακριθείσα για την διαύγεια της, παραγωγή του δίσκου, επιμελήθηκε η ίδια η μπάντα, ενώ άξια αναφοράς είναι και η guest συμμετοχή του μπασίστα των Sungrazer, Sander Haagmans.

Η μουσική του Calmer Than You Are, η διάρκεια του οποίου, είναι κατά πολύ μικρότερη από αυτή των προκατόχων του, αν και συνεχίζει να στηρίζεται κατά πολύ στο jam, στο οποίο τούτη η άκρως ελπιδοφόρα μπάντα αρέσκεται, διακρίνεται από την ευθύτητα της, καθώς οι The Machine κατάφεραν να χαλιναγωγήσουν την αχαλίνωτη δημιουργικότητα τους, φροντίζοντας όμως, αυτό να μην αποβεί καταστροφικό για τα νέα τους, περιπετειώδη, κομμάτια.
 
Το fuzz, το οποίο κυριαρχεί στην κιθάρα, συνυπάρχει υπέροχα με το απύθμενο groove, που πηγάζει από τις ίδιες χορδές με αυτό, ενώ leads και solos, δεν στερούνται κανενός εκ τω δύο. Το μπάσο, που συχνά πυκνά αναλαμβάνει τα ηχητικά ηνία του δίσκου, συνεργάζεται αρμονικά με τα καταιγιστικά σε στιγμές ντραμς, τα οποία δεν στερούνται τεχνικής και χρονικής εγκυρότητας, ενώ τα φωνητικά, ταιριάζουν γάντι στο πολυποίκιλο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα.
 
Τα έχοντα μια desert αύρα, riffs του David, έχουν τις ρίζες τους στον stoner ήχο, ενώ τα σαλεμένα του leads και solos, ξεχωρίζουν για τα έντονα, ψυχεδελικά τους ηχοχρώματα. Το αγριεμένο μπάσο του Hans, συμβάλει στην space αισθητική του δίσκου, ενώ εντείνει την αμεσότητα των συνθέσεων του, με την τραχιά του υπόσταση. Τέλος, τα ντραμς του Davy προσφέρουν στο Calmer Than You Are, μια κολακευτική για αυτό, blues σπιρτάδα.
 
Τα χαμηλά στη μίξη, φωνητικά, συνεισφέρουν στην διαστημική heavy ατμόσφαιρα του δίσκου, ενώ το σιτάρ, που ακούγεται κυρίως στην αρχή του, προσφέρει μια ανεπαίσθητη, εξωτική αύρα, στην vintage αισθητική του, που τον καθιστά, σαγηνευτικό. Με λίγα λόγια, οι The Machine, άλλαξαν την μουσική τους προσέγγιση, αλλά ουχί την ηχητική τους νοοτροπία, κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, τη δημιουργία του καθηλωτικά επιβλητικού, Calmer Than You Are.

The Machine: Official Website / Facebook
Elektrohasch Records: Official Website

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Colour Haze - She Said


Από πολλές συμπληγάδες πέρασε η δέκατη studio δουλειά των Γερμανών ηγετών του heavy psych χώρου, Colour Haze, καθώς η προγραμματισμένη κυκλοφορία του She Said, καθυστέρησε περίπου δύο χρόνια. Οι μπόλικες αναποδιές, που η μπάντα αναγκάστηκε να ξεπεράσει, δεν κατάφεραν να αλλοιώσουν το πραγματικά μαγευτικό ηχητικό αποτέλεσμα, αλλά αντιθέτως, θαρρώ, πως ο δίσκος ωρίμασε όλα αυτά τα χρόνια, μιας και οι Colour Haze, δεν έχασαν την ευκαιρία να τον τελειοποιήσουν. Κυριολεκτικά, μιας και στον εν λόγω δίσκο, δεν υπάρχει ούτε ένα, τόσο δα έστω, ψεγάδι. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Τούτη η πρωτοπόρα μπάντα, που κατά γενική ομολογία, επηρέασε βαθύτατα την συντριπτική πλειοψηφία της Ευρωπαϊκής heavy σκηνής κι όχι μόνο, δημιουργήθηκε το 1994 στο Μόναχο κι έκτοτε, δεν έχει σταματήσει να μας συναρπάσει με κάθε της δίσκο. Ο ιδρυτής της μπάντας, Stefan Koglek, ο οποίος εκτελεί χρέη κιθαρίστα και τραγουδιστή, βρήκε τους σταθερούς ηχητικούς του συνοδοιπόρους το 1999 στα πρόσωπα των Manfred Merwald σε ντραμς και Philipp Rasthofer σε μπάσο, ενώ εδώ και κάμποσο καιρό, διατηρεί την ιδιαιτέρως φημισμένη και γνωστή για τις πάντα ποιοτικές δουλειές, που κυκλοφορεί, Elektrohasch Records.

Όπως πολύ σωστά μαντεύετε, μέσω της παραπάνω αναφερθείσας δισκογραφικής εταιρείας κυκλοφόρησε, σε μορφή διπλού cd, αλλά και διπλού lp, το συγκλονιστικό She Said, το οποίο αποτελείται από 8 κομμάτια, τρία στο πρώτο μέρος του δίσκου και πέντε στο δεύτερο, συνολικής διάρκειας 82 περίπου λεπτών. Το artwork και οι στίχοι του άλμπουμ, για ακόμη μια φορά στην ηχητική πορεία τούτης της μπάντας, συνοδεύουν με υπέροχο τρόπο το περιπετειώδες ηχητικό της περιεχόμενο, ενώ όσον αφορά την παραγωγή, τα λόγια περιττεύουν, μιας και τα πάντα έχουν προσεχθεί τόσο πολύ, ώστε και η παραμικρή τους λεπτομέρεια, να αγγίζει το τέλειο.

Η οργανικότητα στον ήχο του She Said, σε κάνει να νομίζεις, πως η μπάντα παίζει ζωντανά μπροστά σου, ενώ η διαύγεια στον ήχο του, δεν επηρεάζει αρνητικά την γεμάτη ζεστασιά ατμόσφαιρα του. Αντιθέτως μάλιστα, θαρρώ, πως την αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο, καθώς της προσδίδει μια άκρως κολακευτική για αυτή, φρέσκια αύρα. Οι περίπλοκες, μα άκρως προσιτές στον ακροατή, συνθέσεις της μπάντας, καταδεικνύουν με κάθε τους νότα την αλματώδη εξέλιξη της σε όλους τομείς, καθώς μαρτυρούν την συνθετική δεινότητα των Colour Haze, ενώ προδίδουν το απύθμενο ταλέντο, την ακόρεστη φαντασία, αλλά και το περίσσιο μεράκι τους.

Η απόδοση των τριών υπερβολικά προικισμένων ηχητικά μουσικών, δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη, ενώ η αρμονική τους αλληλεπίδραση, καλό θα ήταν να διδάσκεται στα πανταχού μουσικά σχολεία, μιας και δίχως ίχνος υπερβολής, η ηχητική συνεργασία τούτων των εξόχως ταλαντούχων Γερμανών, είναι ειλικρινά, απαράμιλλη. Μπάσο και ντραμς συνεργάζονται υπέροχα μεταξύ τους, ενώ μαγικός είναι ο τρόπος, με τον οποίο πλαισιώνουν την κιθάρα, καθώς και τα λοιπά μουσικά όργανα, όπως πιάνο, πλήκτρα, mellotron, βιολί και τσέλο, τα οποία ακούγονται στο εκπληκτικό She Said, που ξεχωρίζει και για τα εξόχως αισθαντικά φωνητικά του.

Η ψυχεδελική desert ζεστασιά, που αποπνέει η μελίσταχτη τονικότητα της κιθάρας, δεν την εμποδίζει να μας προσφέρει μπόλικες fuzz μελωδίες, αλλά κι art pop πινελιές, βασισμένες σε prog rock τεχνοτροπία αλλοτινών ηχητικών εποχών, ενώ τα υπέρ του δέοντος groovy riffs της, εναλλάσσονται με τρόπο φανταστικό, με τα σαγηνευτικά της leads, αλλά και τα γοητευτικά της solos, τα οποία εντείνουν την ήδη έντονη αίσθηση γλυκιάς μέθης, που ξεχειλίζει στην κυριολεξία, από την ακουστική της υπόσταση, που ομορφαίνει σε υπερβολικό βαθμό τον πρωταγωνιστικό ρόλο της κιθάρας του πολυτάλαντου και πολυπράγμονος ηγέτη της μπάντας, Stefan.

Η ερμηνεία του οποίου στα φωνητικά, συμβάλει τα μέγιστα στην εφάμιλλη με την κίνηση των ωκεανών, ροή του άλμπουμ, μιας και συνδέει με ζηλευτό τρόπο, τα διάφορα κι αρκετά σε αριθμό, μέρη των κομματιών. Το ίδιο κάνουν και τα guest, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτόν τον όρο, μουσικά όργανα, τα οποία όμως, δεν περιορίζονται σε δευτερεύοντα ρόλο, μιας και δεν είναι λίγες οι φορές, που τα πλήκτρα μας στέλνουν με τις νότες τους σε αχανείς διαστημικές ερήμους, την στιγμή, που το mellotron μας μεταφέρει στα hippie 70's, ενώ τσέλο και βιολί, που απλόχερα σκορπούν ανατριχίλες, καθιστούν αιθέρια, την εύθραυστη υπόσταση του She Said.

Ο γλυκός ήχος του μπάσου συντροφεύει με εξαίσιο τρόπο την μελένια τονικότητα της κιθάρας, καθώς και τα jazz νοοτροπίας τύμπανα, ενώ δεν είναι λίγες οι στιγμές, που καθοδηγεί με τις μεστές μελωδίες του, όλα τα υπόλοιπα μουσικά όργανα, σε μεγαλειώδη ηχοτοπία ανείπωτης ομορφιάς. Εκεί όπου τα ντραμς μαζί με τα υπόλοιπα κρουστά, τα οποία κάνουν ιδιαιτέρως αισθητή την ισχνή σε χρόνο και μόνο, συμμετοχή τους στο καταπληκτικό She Said, μας ταξιδεύουν σε ποτισμένα με blues ηχοχρώματα μελωδικά μοτίβα, η vintage αισθητική των οποίων, καθηλώνει τις ακουστικές μας αισθήσεις με την απέριττη, rock αύρα της.
 
Ειδικής μνείας θαρρώ, πως αξίζουν τα πνευστά και πιο συγκεκριμένα οι τρομπέτες, η εμφατική παρουσία των οποίων, απογειώνει το ήδη έντονο στοιχείο της ψυχεδέλειας, ενώ συμβάλει τα μέγιστα στον πολυποίκιλο ηχητικά χαρακτήρα του She Said, που υποδηλώνει με τον καλύτερο τρόπο, το γεγονός, πως οι Colour Haze, τα τελευταία δύο χρόνια και παρά τις πολλές αντίξοες καταστάσεις, που ευτυχώς, με επιτυχία αντιμετώπισαν, βρισκόταν σε συνθετικό οργασμό και καλλιτεχνικό οίστρο. Δεν εξηγείται αλλιώς, το γεγονός, πως όλες οι συνθέσεις του She Said, συνδυάζουν επιτυχώς, αρκετά τον αριθμό και διαφορετικά μεταξύ τους, μουσικά στοιχεία.
 
Stoner στοιχεία στολίζουν τον ψυχεδελικό ηχητικό μοτίβο του She Said, ενώ οι retro αναφορές ζωγραφίζουν με vintage ηχοχρώματα τον αιωνίως αιωρούμενο σε μια space δίνη, desert καμβά, τον οποίο τα ασύστολα jams των Colour Haze, διανθίζουν υπέροχα με την φέρουσα θύμισες από αλλοτινές ηχητικές εποχές, prog rock τεχνοτροπία τους. Τα jazz ψήγματα πλαισιώνουν υπέροχα την heavy υπόσταση του δίσκου, ενώ οι έχουσες τις ρίζες τους στις μουσικές της δεκαετίας του '60, art pop πινελιές, συνυπάρχουν αρμονικά με την ισχνή funky αύρα του She Said, η οποία εντείνει τον groovy χαρακτήρα των υποφαινόμενων, heavy psych θρύλων.
 
Η πλούσια ηχητική κληρονομιά, που οι ευρισκόμενοι στο μουσικό τους απόγειο, Colour Haze, έχουν ήδη αφήσει κι όπως αποδεικνύει με τον πλέον εύγλωττο τρόπο, το δίχως να θέλω να υπερβάλω, ανεπανάληπτο, She Said, συνεχίζουν να αφήνουν, είναι εδώ και λίγες μέρες ακόμη πιο σημαντική, καθώς οι συνθέσεις του εν λόγω δίσκου, περιέχουν όλα εκείνα τα στοιχεία, που κατέστησαν πρωτοπόρα τούτη την μπάντα, ενώ παρουσιάζουν νεοτερισμούς, που μια ολάκερη σκηνή, αναζητούσε διακαώς εδώ και χρόνια. Με άλλα λόγια, ο heavy psych Αυτοκράτορας, επέστρεψε μεγαλοπρεπώς στον ψυχεδελικό, ηχητικό του θρόνο. Τα βαθύτατα σέβη μου.  

Colour Haze: Official Website
Elektrohasch Records: Official Website

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Circassian - Procrastinational


Ιδιαίτερα ταλαντούχα μπάντα οι γεννημένοι το 2008 στην Αθήνα, Circassian, οι οποίοι αποτελούνται από τους Νίκο σε ντραμς, Δημήτρη σε κιθάρα και φωνητικά, Ξενοφών σε κιθάρα και Edd σε μπάσο. Η εν λόγω ανεξάρτητη δισκογραφικά μπάντα, που όμως έχει πολύ καλές σχέσεις με την κολεκτίβα Spinalonga Records, η οποία την βοήθησε και στη νέα της δουλειά, κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες την δεύτερη δουλειά της, με τίτλο: Procrastinational.

Η εν λόγω κυκλοφορία, η οποία διατίθεται από τους Circassian, τόσο προς ακρόαση όσο και προς download έναντι οποιουδήποτε αντιτίμου εσείς επιλέξετε, μέσω της σελίδας τους στο bandcamp, αποτελείται από 3 κομμάτια συνολικής διάρκειας 16 λεπτών, ενώ συνοδεύεται από το άκρως ταιριαστό με το περιπετειώδες κι εξόχως ταξιδιάρικο, μουσικό της περιεχόμενο, artwork, το οποίο με μπόλικο μεράκι, φιλοτέχνησε ο ικανός, Mike "Veggie" Kirtatas.

Οι ηχογραφήσεις έγιναν στο home studio του Νίκου Χρηστόπουλου, ενώ την μίξη ανέλαβε ο Γιάννης Βούλγαρης. Η παραγωγή του ep είναι αψεγάδιαστη, με όλη τη σημασία της λέξης, καθώς η διαύγεια στον ήχο του, δεν αποτελεί τροχοπέδη για το βάθος, που ήταν απαραίτητο για την σωστή ανάπτυξη των πολλαπλών ηχητικών μοτίβων, που διακρίνουν το Procrastinational, ενώ η πυκνή του ατμόσφαιρα, αποκτά εξαιτίας της, μια σαγηνευτική, μυστηριακή αύρα.

Οι έχουσες ethnic επιρροές κι ανατολίτικες ευαισθησίες, κιθάρες, πλέκουν ψυχεδελικά riffs κι υφαίνουν leads, που φέρνουν θύμισες από τις πλέον εμπνευσμένες krautrock μελωδίες, ενώ τα υπνωτικά φωνητικά, προσδίδουν μια κολακευτική για το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, νωχελική αισθητική. Μπάσο και ντραμς συνεργάζονται άψογα, ενώ αμφότερα προσδίδουν ένα groovy, παιχνιδιάρικο στοιχείο, στο νέο-ψυχεδελικό ηχητικό μοτίβο του Procrastinational.

Ο πειραματισμός εξακολουθεί να κυριαρχεί στις συνθέσεις της μπάντας, αν και θαρρώ, πως πλέον οι Circassian έχουν κατασταλάξει ηχητικά, καθώς το πολύ καλό Procrastinational, εδραιώνει την πεποίθηση, πως τούτοι οι ταλαντούχοι μουσικοί, έχουν ήδη αποκτήσει από το πρώτο κιόλας, προ τριετίας, αν δεν κάνω λάθος, ομώνυμο Ep τους, την δική τους, ξεχωριστή, ηχητική ταυτότητα, που τους προσέφερε το status, της ραγδαίως ανερχόμενης μπάντας.

Εν κατακλείδι, το πολύ κάλό Procrastinational, καταφέρνει να ανεβάσει σε δυσθεώρατα ύψη την αναμονή για μια full length δουλειά από τους άκρως ελπιδοφόρους Circassian, καθώς και τα τρία κομμάτια του, γοητεύουν τις ακουστικές αισθήσεις με κάθε τους νότα. Με άλλα λόγια, οι μουσικές παραδόσεις της Βόρειας Αφρικής και του Βορειοδυτικού Καυκάσου, δεν υπήρξαν ποτέ ξανά, τόσο αγαπημένες με την σύγχρονη, ψυχεδελική εκδοχή της ατονικότητας.

Circassian: Bandcamp / Facebook
Spinalonga Records: Official Website