Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Arenna - Beats Of Olarizu


Το 2005, δημιουργήθηκαν οι Ισπανοί, Arenna, στην πόλη Βιτόρια της Βασκωνίας. Η πεντάδα των Βάσκων, ήδη απ' τα πρώτα της βήματα στο χώρο, είχε δημιουργήσει θόρυβο γύρω από το όνομά της, όταν το 2007 κυκλοφόρησαν το demo τους και έκαναν τους πάντες να ανυπομονούν να κυκλοφορήσει κάποια ολοκληρωμένη δουλειά τους, αφού κέρδισαν με το σπαθί τους, όλα τα σχετικά με πρωτοεμφανιζόμενες μπάντες βραβεία ενώ, και τα κομμάτια του demo τους, συμπεριλήφθηκαν σε ουκ ολίγες συλλογές. Η στιγμή του πρώτου τους full length, τελικά, ήρθε τέσσερα χρόνια αργότερα, αλλά νομίζω πως η αναμονή άξιζε και με το παραπάνω καθώς, όπως έχει αποφανθεί ο σοφός λαός: κάλλιο αργά, παρά ποτέ.

Ίσως αναρωτηθείτε προς τι ο σχετικός ντόρος, που φλερτάρει με την υπερβολή. Τα παλικάρια παίζουν ψυχεδελικό, υπέρβαρο stoner/doom, με κύριες επιρροές μπάντες όπως: οι Black Sabbath, Kyuss, Colour Haze. Ωραία, τίποτα πρωτότυπο ως τώρα, άρα, η απορία για τον όλο θόρυβο για την πάρτι τους παραμένει, αφού δεν είναι ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι που παίζουν αυτή τη μουσική. Είναι όμως απ' τους ελάχιστους, που αξίζει να τους συνοδεύει η ταμπέλα: αψεγάδιαστοι, κάτι που εύκολα το αντιλαμβάνεται κανείς, ακούγοντας το πρώτο τους πόνημα, που τιτλοφορείται Beats Of Olarizu και είναι απλά τρομερό.

Οι συμπαθείς Ισπανοί, δεν ήρθαν για να σπάσουν καλούπια στη μουσική βιομηχανία, αλλά για να γκρεμίσουν τοίχους και να πολτοποιήσουν μυαλουδάκια. Χαμηλά κουρδισμένες κιθάρες, που παράγουν riffs θεόρατα, riffs που θαρρείς πως θα σπάσουν τα όρια του ουρανού. Μπάσο τόσο δυνατό και groovy, που κάλλιστα θα μπορούσε να αντικαταστήσει τα υπόλοιπα έγχορδα. Ντραμς, που τα χτυπήματα τους συγκρίνονται μόνο με τα βήματα ενός λυσσασμένου μαμούθ. Μια φωνή μεστή, που τραγουδά στίχους γεμάτους διάφορα νοήματα -κοινωνικού, θρησκευτικού, αντιπολεμικού, υπαρξιακού περιεχομένου κλπ, μέσα ένα από πρίσμα ζαλισμένο, από την επικρατούσα υπερπαραπληροφόρηση των ημερών μας. Το hammond, οι ακουστικές κιθάρες, αλλά και το echo που ακούγονται στον δίσκο, λειτουργούν ως παραισθησιογόνα, αφού σε κάνουν να νομίζεις ότι ο ήλιος είναι τόσο κοντά, που αν απλώσεις το χέρι σου θαρρείς πως θα τον ακουμπήσεις -ασχέτως, που όλοι γνωρίζουμε πως ο ήλιος δεν είναι ιδιαίτερα καταδεκτικός στις αγκαλίτσες.

Το εξαιρετικό ντεμπούτο των Arenna, που αποτελείται από 6 κομμάτια -και 3 επιπλέον στην βινυλιακή του έκδοση, έχει διάρκεια περίπου 60 λεπτά και ονομάζεται Beats Of Olarizu, ένας τίτλος που προφανώς αναφέρεται στον παλμό του οικολογικού πάρκου Olarizu της γενέτειράς τους, ένα πάρκο πόλης που προσπαθεί να πείσει πως το περιβάλλων προϋπήρχε του τσιμέντου και καλό θα είναι αυτό να μην το ξεχνάμε ποτέ. Κάπως έτσι, η συγκεκριμένη μπάντα μας θυμίζει πως φτιάχνεται ένας αγνός heavy δίσκος, αφού οι '70s αναφορές τους και οι διάφορες επιρροές τους είναι δοσμένες, σχεδόν τέλεια, μέσα από το καθαρά προσωπικό στίγμα της μπάντας. Ένα ντεμπούτο για τους Ισπανούς, που είμαι σίγουρος ότι έπιασαν πολύ κόσμο στον ύπνο με αυτή την πρώτη τους δουλειά. Η αλήθεια είναι πως δεν θυμάμαι κάποιο άλλο ντεμπούτο-δίσκο τα τελευταία χρόνια να κάνει τόσο δυναμικό μπάσιμο στα μουσικά δρώμενα της σκληρής μουσικής, μιας κι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα ισοπεδωτικό άλμπουμ, με ένα άκουσμα που θα αφήσει πολύ κόσμο άφωνο.

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Lento - Icon


Το 2004, δημιουργήθηκαν οι Ιταλοί, Lento, που έχουν σαν βάση τους τη Ρώμη. Δυο κυκλοφορίες είχαν έως τώρα, μια full length κι ένα split album, μοιρασμένο με τους συμπατριώτες τους Ufomammut. Πριν λίγες εβδομάδες, η πεντάδα, κυκλοφόρησε την τρίτη συνολικά και δεύτερη full length δουλειά της με τίτλο: Icon, μέσω της γερμανικής εταιρίας Denovali, η οποία διαθέτει δωρεάν τον -αποτελούμενο από 10 κομμάτια και διαρκείας 37 λεπτών, δίσκο, μέσω του website της, τόσο για download, όσο και για streaming.

Η μουσική των Lento μπορεί να χαρακτηριστεί: ατμοσφαιρικό sludge, αλλά ίσως αυτό να μην είναι αρκετό για να περιγράψει με σαφήνεια τον ήχο τους καθώς, η ambient και το drone δηλώνουν παρών, όπως επίσης τα hardcore και τα progressive στοιχεία. Λένε πως η τεχνική, αρκετές φορές δεν έχει χώρο σε μια κατά βάση doom μπάντα, όμως οι συγκεκριμένοι Ιταλοί, ήρθαν να θέσουν εν αμφιβόλω την παραπάνω άποψη. Η απόδοση τους είναι καταπληκτική, όπως και οι ιδέες τους. Οι συνθέσεις τους είναι τόσο πολύπλοκες, αλλά και τόσο απλές συνάμα, που σε καθηλώνουν με την Αποκαλυπτική τους ατμόσφαιρα ενώ, η παραγωγή είναι αρκετά δυνατή και καθαρή. Τα χρώματα που έχουν επιλεγεί για το artwork και το εξώφυλλο του δίσκου, δεν θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν καλύτερα τη μουσική που περιέχει ο δίσκος. Μουσική μουντή, γκρίζα, σκυθρωπή, ζοφερή, μελαγχολική μα και συνάμα όμορφη.

Χαμηλά κουρδισμένες κιθάρες, γεμάτο μπάσο, δυνατά ντραμς, ψυχεδελικά ambient σημεία, hardcore ξεσπάσματα, επαναλαμβανόμενα μοτίβα: μια δίνη μουσική, που φέρνει στο μυαλό εικόνες από εν εξελίξει ανεμοστρόβιλο, που καταστρέφει τα πάντα στο πέρασμά του ενώ, η θέα από τα συντρίμμια που αφήνει πίσω του συνοδεύεται εξαίσια από το ακαπέλα κλείσιμο του δίσκου -πρώτο κομμάτι τους αν δεν απατώμαι, που ακούγονται φωνητικά, χωρίς όμως να υπάρχουν και στίχοι, αφού τα σε στυλ ψαλμωδία φωνητικά μας θυμίζουν: πως ναι, έχουμε φτάσει στο σημείο μηδέν, αλλά αυτό ήταν απαραίτητο για να μπορέσουμε να πάρουμε ώθηση και να ξανασηκωθούμε και να σταθούμε δυνατοί στα πόδια μας. Μέσα από κάτι κακό άλλωστε, πάντα γεννιέται και κάτι καλό. Αυτό το καλό, στην συγκεκριμένη περίπτωση, είναι πάρα πολύ καλό και έχει και όνομα και δημιουργό: Icon και Lento, αντίστοιχα.


Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

Ulver - Wars Of The Roses



Οι Νορβηγοί, με καταγωγή από το Όσλο, Ulver, δημιουργήθηκαν το 1993 και από τότε δεν έχουν σταματήσει να πειραματίζονται με τον ήχο, τους στίχους και τη μουσική τους, προσπαθώντας να φτάσουν στην καλλιτεχνική τους ολοκλήρωση. Ξεκίνησαν ως ακόμη μια νορβηγική black metal μπάντα -που τότε ήταν της μόδας, συνέχισαν εντάσσοντας στον ήχο τους folk στοιχεία ενώ, δεν δίστασαν να κυκλοφορήσουν ακόμη κι έναν ολοκληρωτικά acoustic δίσκο. Βέβαια, από τότε έχουν αλλάξει πάρα πολύ τα πράγματα καθώς, εδώ και χρόνια έχουν εισχωρήσει σε ηλεκτρονικά, ambient, post, καθαρά οργανικά, soundtrackικά και μινιμαλιστικά μονοπάτια.

Έχουν κυκλοφορήσει πάρα πολλές δουλειές: είτε full lengths, είτε EP's, είτε συνεργασίες, είτε soundtrack, είτε συλλογές και πάντα χωρίς φόβο για τις όποιες αντιδράσεις. Αντιδράσεις, που έτσι κι αλλιώς, ως επί το πλείστον, υπήρξαν θετικές, διότι με ότι και αν καταπιάστηκαν το έκαναν επειδή οι ίδιοι το επιθυμούσαν και όχι επειδή κάποιος τους το επέβαλε. Κι ως γνωστόν, αν ασχολείσαι με κάτι που αγαπάς, χωρίς να στο επιβάλει κανείς, τότε τα αποτελέσματα συνήθως είναι εξαιρετικά. Αυτό ακριβώς ισχύει και για τους αγαπημένους μου Λύκους (Ulver=λύκος στα νορβηγικά), που συνδυάζοντας στοιχεία από όλους τους προηγούμενους δίσκους τους, κυκλοφόρησαν πριν μερικές εβδομάδες την νέα τους δισκογραφική δουλειά, η οποία κρίνεται -επιεικώς, ως φανταστική.

Η δέκατη -αν δεν έχω χάσει το μέτρημα, full length κυκλοφορία τους, τιτλοφορείται: Wars Of The Roses και αποτελείται από 7 κομμάτια ενώ, έχει διάρκεια περίπου 45 λεπτά. Η διαύγεια είναι η λέξη κλειδί για την παραγωγή ενώ, η λέξη κλειδί για το artwork είναι: εκπληκτικό. Η στιχουργική δουλειά μπορεί να φαίνεται απλή, αλλά όταν εμβαθύνεις στο νόημα των στίχων, τότε καταλαβαίνεις ότι το γνωστό ρητό: η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει, είναι απόλυτα συμβατό με την -όχι και τόσο όμορφη, πραγματικότητα. Όσο για τη μουσική, τα παλικάρια μάλλον κυκλοφόρησαν τον πιο μεστό τους δίσκο. Η εσωστρέφεια και η κατάδυση στα σκοτεινά σοκάκια της ψυχής τους, μελοποιούνται και σε κάνουν να δακρύζεις ή ακόμη και να ανατριχιάζεις -εάν βρίσκεσαι σε ανάλογη ψυχολογική κατάσταση κατά τη διάρκεια της ακρόασης του συγκεκριμένου αριστουργήματος. Πιστέψτε με, δεν είναι ντροπή ούτε το να συγκινηθείς, αλλά ούτε και να δακρύζεις, ιδιαίτερα ακούγοντας κάτι το τόσο έντονο συναισθηματικά. Έτσι λοιπόν, νομίζω πως πρόκειται για ένα δίσκο, που θα ήταν άτοπο να προσπαθήσει κανείς να βρει ταμπέλες για να τον περιγράψει.

Η γαλήνη, που σε κυριεύει απ΄την πρώτη κιόλας νότα του δίσκου, είναι τόσο δυνατή, που πραγματικά σε ταξιδεύει μακρυά από όλες τις σκοτούρες της καθημερινότητας -και επειδή όλοι ξέρουμε σε ποια χώρα ζούμε και βλέπουμε τι γίνεται τριγύρω, νομίζω πως αυτό είναι κάτι το ανέλπιστα καλό. Δεν θα μας λύσει τα προβλήματα η μουσική του νέου δίσκου των Ulver, αλλά το ότι καταφέρνει για όσο διαρκεί να μας πάρει μακρυά από όλα όσα μας βασανίζουν, είναι σίγουρα κάτι εξαιρετικά χρήσιμο για εμάς. Το Wars Of The Roses είναι σίγουρο ότι θα καλμάρει τις ημικρανίες μας, δωρίζοντας μας στιγμές και συναισθήματα, που τα λόγια δεν είναι αρκετά για να περιγράψουν..



Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

Universe217 - Familiar Places



Οι Αθηναίοι Universe217 δημιουργήθηκαν κάπου μέσα στο 2007 και απ' τις πρώτες κιόλας στιγμές της ύπαρξης τους, ξεχώρισαν απ΄το σωρό των συγκροτημάτων της σκληρής μουσικής -και αυτό είναι κάτι που δεν έγινε καθόλου τυχαία. Η μουσική τους, το attitude, αλλά και οι γενικότερες καλλιτεχνικές τους ανησυχίες, δεν θα μπορούσαν παρά να τους προσδώσουν τον χαρακτηρισμό: πρωτοπόροι -και μάλιστα, όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα. Μια full length κυκλοφορία, ένα EP, αλλά κι ένα split με τους Lucky Funeral. Αυτή ήταν η πλήρης δισκογραφία τους, έως τον περασμένο Απρίλη, οπότε και κυκλοφόρησε η δεύτερη full length δουλειά τους με τίτλο: Familiar Places. Ένας δίσκος με 7 κομμάτια (2 εκ των οποίων είχαν συμπεριληφθεί και στο περσινό EP τους, που είχε διανεμηθεί δωρεάν, με διαφορετική ενορχήστρωση όμως) και διάρκεια κάτι παραπάνω από 30 λεπτά.

Το εξώφυλλο, όπως και το όλο artwork αυτού του άλμπουμ, σε βάζουν με επιτυχία στο -ζοφερό μα και συνάμα όμορφο, κλίμα του δίσκου. Η παραγωγή, που την έχει επιμεληθεί η ίδια η μπάντα, δεν θα μπορούσε παρά να είναι εξαιρετική. Δυνατή και καθαρή, αναδεικνύει με το καλύτερο τρόπο τα κομμάτια και καθιστά εύκολη την ακρόαση όλων των οργάνων, αφού δεν θάβει κανένα τους. Φωνή, κιθάρες, πλήκτρα, μπάσο, ντραμς αλλά και τρομπέτα, λύρα, τσέλο, παρέα με τα διάφορα εφέ, συμβάλουν αποφασιστικά στη δημιουργία ενός δίσκου-διαμάντι, που δυστυχώς ή ευτυχώς, ίσως να μη βρει ποτέ την ανταπόκριση ή αναγνώριση που του αξίζει -αλλά στη χώρα μας, έτσι είναι αυτά συνήθως.

Οι κιθάρες, τα πλήκτρα και τα διάφορα εφέ, δημιουργούν μια ατμοσφαίρα ευχάριστα αποπνικτική, παρόμοια με αυτή, που κάποιος αισθάνεται όταν προσπαθεί να κρατήσει για όσο το δυνατό μεγαλύτερο χρονικό διάστημα την ανάσα του κάτω από το νερό. Μπάσο και ντραμς, επιχειρούν κι αυτά με τη σειρά τους βουτιά στα σκοτεινά και παγωμένα νερά της θάλασσας, ενώ στο ίδιο υπόγειο ταξίδι συμμετέχουν το τσέλο -που παίζει το ρόλο ενός ξεθωριασμένου υποθαλάσσιου φάρου, η λύρα που προσδίδει ένα διαφορετικό χρώμα στο βυθό, αλλά και η τρομπέτα που σχίζει στα δύο την επιφάνεια της γης, δίνοντας σου τη δυνατότητα να αντικρίσεις ιδίοις όμμασι, την κόλαση που κρύβεται στον πυρήνα της. Τα φωνητικά, ακροβατούν ανάμεσα στον πόνο και τη λύτρωση, κάτι που οφείλεται στην ερμηνεία της κοπέλας, που με τη χροιά και το εύρος της φωνής της, καταφέρνει να σε στοιχειώσει. Ο τρόπος που τραγουδά νομίζω πως φανερώνει επιρροές από τον γνωστό σε όλους μας Chris Cornell, ενώ η προφορά και η άρθρωση της μας δίνουν την ευκαιρία να ακούσουμε και να καταλάβουμε τους στίχους -που για ακόμη μια φορά δεν συμπεριλαμβάνονται στο booklet.

Το Familiar Places, είναι ένας συγκλονιστικός δίσκος, που όμως έχει ένα και μόνο μειονέκτημα: μικρή διάρκεια. Όμως, η απόφαση της μπάντας να μην ξεχειλώσει τις συνθέσεις της, βοήθησε στην καλύτερη ροή του άλμπουμ, κι αυτό διότι μειώθηκαν στο ελάχιστο τα επαναλαμβανόμενα σημεία καθώς, το μινιμαλιστικό puzzle της μουσικής των U217 μπορεί να είναι τρομακτικά όμορφο, χωρίς να επηρεάζεται αρνητικά από την γοητευτική του απλότητα. Άλλωστε, αυτά που παίζεις, αλλά και αυτά που δεν παίζεις -αφήνοντάς τη φαντασία του ακροατή να οργιάσει, έχουν την ίδια σημασία. Κι αν το αποτέλεσμα είναι αυτό που μετράει, τότε σίγουρα εδώ πρόκειται περί θριάμβου καθώς, τα συναισθήματα έχουν επικρατήσει ολοκληρωτικά της όποιας λογικής και..''Let me drown inside your nothing''..

Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

Amorphis - The Beginning Of Times



Το 1990 στην Φινλανδία δημιουργήθηκαν οι Amorphis, μια μπάντα που έμελλε να εξελιχθεί σε μια από τις γνωστότερες του metal ήχου, αλλά και τις ποιοτικότερες συνάμα. Πολλές οι αλλαγές των μελών στην κάτι παραπάνω από εικοσαετή ως τώρα καριέρα τους και αυτό φυσικά δεν θα μπορούσε να μην αποτυπωθεί και στη μουσική τους, καθώς ξεκίνησαν σαν death metal μπάντα για να περάσουν στην πορεία σε doom/death φόρμες, που με τη σειρά τους οδήγησαν σε περισσότερο ατμοσφαιρικά και μελωδικά ηχητικά μονοπάτια τη μπάντα -ενώ ποτέ δεν έλειψαν τα folk και progressive στοιχεία από τον ήχο τους. Όλα αυτά βέβαια, είναι λίγο-πολύ γνωστά στους περισσότερους, οπότε ας περάσουμε στο κυρίως θέμα τούτου του ποστ, που δεν είναι άλλο από το νέο τους άλμπουμ. Το οποίο τιτλοφορείται The Beginning Of Times και αποτελείται από 12 τραγούδια με συνολική διάρκεια σχεδόν 55 λεπτά -ενώ, στην digipack, αλλά και στην Ιαπωνική έκδοση του δίσκου, υπάρχει ένα επιπλέον κομμάτι που προσθέτει ακόμη 4 λεπτά στη συνολική διάρκεια του δίσκου.

Καταρχάς, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η παραγωγή είναι για μια ακόμη φορά εξαιρετική, καθώς εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα κομμάτια της μπάντας. Δεύτερον, η απόδοση όλων των μελών είναι πραγματικά πολύ καλή και αν έπρεπε με το ζόρι να ξεχωρίσω κάποιον, η μάχη κιθάρες vs πλήκτρα, μάλλον θα έδινε τη νίκη στα ντραμς αυτή τη φορά, μιας και νομίζω ότι ο ντράμερ σε αυτό το δίσκο ξεσαλώνει. Όσον αφορά το καθαρά μουσικό κομμάτι του άλμπουμ, δυστυχώς ή ευτυχώς, ο ήχος κινείται στις ίδιες μουσικές διαδρομές των προηγούμενων τριών δίσκων. Δεν λείπουν κάποιες μικρές καινοτομίες βέβαια, αλλά δεν είναι αρκετές για να διαφοροποιήσουν τον δίσκο τόσο πολύ από τους αμέσως προηγούμενους. Με αυτό κατά νου, νομίζω ότι ξέρετε περίπου τι πρόκειται να ακούσετε μόλις πατήσετε το play -χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επαναλαμβάνονται σε επιλήψιμο βαθμό.

Νομίζω, ότι είναι ο δίσκος με την μεγαλύτερη διάρκεια ever για το συγκρότημα και αυτό δεν ξέρω κατά πόσο είναι καλό, γιατί έχω την αίσθηση ότι ο δίσκος θα μπορούσε να τελείωνε και λίγο νωρίτερα, χωρίς κανείς να μείνει παραπονεμένος. Anyway, τα brutal φωνητικά κάνουν ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία τους εδώ και αυτό δεν κρύβω πως είναι κάτι που με εξέπληξε θετικά. Το ίδιο μπορώ να πω και για τα γυναικεία φωνητικά, που βρίσκονται σε μεγάλες ποσότητες σε αυτόν το δίσκο, συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα -αν και δεν είναι ποτέ σε πρώτο πλάνο. Το folk στοιχείο δεν λείπει φυσικά ούτε κι εδώ ενώ, το progressive στοιχείο νομίζω πως έχει αυξηθεί σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη δουλειά της μπάντας -όπως επίσης και οι 70's επιρροές. Εξώφυλλο και artwork είναι σε πολύ καλό επίπεδο ενώ, η στιχουργική θεματολογία του δίσκου -που είναι concept, είναι εμπνευσμένη για ακόμη μια φορά από την φινλανδική μυθολογία.

Τέλος, νομίζω ότι το νέο -κι επετειακό θαρρώ, πόνημα των συμπαθέστατων Φιλανδών, είναι ένα σκαλί πιο κάτω από ότι θα ήθελα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι κακός δίσκος. Ίσα ίσα, που ο δίσκος είναι εξαιρετικά δουλεμένος, περιέχει κάποιες πολύ καλές ιδέες, αλλά νομίζω πως θα ήταν τουλάχιστον άτοπο να συγκριθεί σοβαρά με κάποια από τις κορυφαίες δουλειές τους. Δεν νομίζω ότι πλέον θέλω κάτι άλλο από τους Amorphis, παρά μόνο να συνεχίσουν να κινούνται στο ίδιο υψηλό επίπεδο που και τώρα βρίσκονται και να μας προσφέρουν δουλειές ανάλογες των 2-3 τελευταίων τους δίσκων, διότι όσο κι αν μου αρέσει η δεύτερη και τρίτη δισκογραφική τους δουλειά, δεν τρέφω αυταπάτες ότι θα υπάρξει κάποια ανάλογη με αυτές σε ύφος, στο μέλλον. Το The Beginning Of Times, είναι ένας δίσκος που ικανοποιεί αλλά δεν ενθουσιάζει -παραμένει όμως ένα εξαιρετικά ευχάριστο άκουσμα.

Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Ancestors - Invisible White


Το 2006 στο κοσμοπολίτικο Los Angeles δημιουργήθηκαν οι Ancestors. Μια μπάντα, που όπως ίσως προδίδει το όνομά της, φτιάχτηκε για να παίξει μουσική παρόμοια με αυτή των προγόνων τους/μας, δηλαδή, σκληρό, ψυχεδελικό rock ή/και metal. Οι πρότερες κυκλοφορίες τους -δυο full lengths κι ένα split με τους Σουηδούς Graveyard, μας είχαν ταξιδέψει σε doom ηχοτοπία, με πολλά ψυχοτροπικά μονοπάτια, που οδηγούσαν σε καλά κρυμμένα folk ξέφωτα. Οι πρόσφατες αλλαγές μελών όμως, μάλλον έπαιξαν τον ρόλο τους και έτσι, στο νέο EP άλμπουμ τους με τίτλο: Invisible White, ακούγονται περισσότερο μελωδικοί από ποτέ.

Η κυκλοφορία αυτή, αποτελείται από τρία κομμάτια και έχει συνολική διάρκεια 30 λεπτά. Το εντυπωσιακό είναι πως το ακούς και νομίζεις πως είσαι σίγουρος, ότι δεν πέρασαν τριάντα λεπτά απ' τη στιγμή που πάτησες το play. Όπως καταλάβατε, η ροή του συγκεκριμένου EP είναι εφάμιλλη υπόγειων, θαλάσσιων ή/και ωκεάνιων, ρευμάτων. Η παραγωγή του είναι υποδειγματική, καθώς ακούγονται καθαρά όλα τα όργανα -και είναι πολλά αυτά που χρησιμοποιούνται εδώ. Η απόδοση όλων των μουσικών είναι πολύ καλή πραγματικά και αισθάνεσαι ακούγοντας τις νότες που παίζουν, ότι αυτές είναι βγαλμένες κατευθείαν απ' τα ΄σωψυχά τους.

Μουσική μελωδική και ταξιδιάρικη. Το αίσθημα μελαγχολίας που σου βγάζει στην αρχή, δεν αργεί να μετατραπεί, μια και καλή, σε αισιοδοξία. Γαλήνιο μα και παιχνιδιάρικο άκουσμα, που σου δείχνει πως τελικά δεν είναι όλα τόσο μαύρα, όσο νομίζουμε ότι είναι. Υπάρχουν κι άλλα χρώματα τριγύρω κι ας μας αρέσει περισσότερο το πλέον μονότονο και υποβλητικό αυτών. Τα κομμάτια που ακούγονται εδώ, θαρρώ πως αποτελούν φόρο τιμής στα συναισθήματα που αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε ότι νιώθουμε, αλλά συνάμα αποτελούν και κατάθεση ψυχής από ανθρώπους που τιμούν τις μουσικές τους ρίζες με τον καλύτερο τρόπο. Τελικά, όλα μπορεί να είναι στο μυαλό -όπως λέει το γνωστό απόφθεγμα, αλλά δεν γίνεται τίποτα εάν δεν συνεργαστεί η καρδιά..


Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

The Flight Of Sleipnir - Essence Of Nine


Τα άτομα που απαρτίζουν το δημιουργημένο κάπου στην Αμερική, το χειμώνα του 2007, ντουέτο που ονομάζεται The Flight Of Sleipnir, είναι τα εξής δύο: Clayton Cushman σε κιθάρες, φωνητικά, μπάσο, πλήκτρα και ο David Csicsely σε ντραμς, φωνητικά, κιθάρες ενώ, ο πρώτος αναλαμβάνει τα της ηχογράφησης και ο δεύτερος προαναφερθέντας αναλαμβάνει το όλο artwork κάθε δουλειάς τους. Φυσικά, στα λιγοστά live που δίνουν τους βοηθούν session live μουσικοί. Αν και είναι μια νέα σχετικά μπάντα, έχουν ήδη πλούσια δισκογραφία -συγκριτικά με τα χρόνια ύπαρξής τους, ενώ έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν έναν ξεχωριστό και μοναδικό ήχο. Περιττό να αναφερθεί πως παρόλα τα παραπάνω, έχουν ήδη δημιουργήσει πιστούς οπαδούς και πολύ μεγάλο θόρυβο στα underground στέκια κυρίως, αλλά όχι μόνο -κι αυτό επειδή η ποσότητα καμιά φορά δεν αναιρεί την ποιότητα.

Το νέο τους πόνημα με τίτλο Essence Of Nine κυκλοφόρησε ημέρα Παρασκευή και 13 -του περασμένου Μάη. Ενδιαφέρουσα ημερομηνία αν μη τι άλλο. Ο δίσκος αποτελείται από 8 κομμάτια και έχει διάρκεια περίπου 38 λεπτά. Η παραγωγή είναι η συνήθης για την μπάντα, δηλαδή: αρκετά καθαρή -όχι όμως κρυστάλλινη, πολύ δυνατή και ένα vintage feeling να την διαπερνά -ότι πρέπει, με λίγα λόγια. Στιχουργικά δεν έχουν αλλάξει προσανατολισμό, καθώς η μυθολογία της Σκανδιναβίας -όπως άλλωστε προδίδει και το όνομά τους, έχει μπόλικο πράμα που μπορεί -και πρέπει, να μελοποιηθεί. Πολλοί ασχολούνται με παρόμοια θέματα στις μέρες μας, αλλά δεν νομίζω ότι οι T.F.O.S. αντιγράφουν κάποιους από αυτούς, καθώς δεν έπεσαν στην παγίδα του εύκολου ή/και τετριμμένου ορισμένες φορές epic στίχου, αλλά αντίθετα προσεγγίζουν τις ιστορίες τους με ποιητική διάθεση και αρκετό -και σχεδόν πάντα καλοδεχούμενο για εμένα, ρομαντισμό. Οι ομορφιές όμως δεν σταματούν εδώ, καθώς..

..Το εξώφυλλο του άλμπουμ, αλλά και το γενικότερο artwork, είναι και πάλι εξαιρετικά και καθόλα ταιριαστά με το στιχουργικό κομμάτι, όπως επίσης και με τη μουσική του δίσκου. Αυξημένο σε σχέση με προηγούμενους δίσκους είναι εδώ το folk στοιχείο, ενώ, τα πιο doom και heavy περάσματα συνεχίζουν να υπάρχουν σε ικανοποιητική ποσότητα -έστω και μειωμένη σε σχέση με τις πρότερες δουλειές τους. Τα φωνητικά είναι και πάλι μοιρασμένα σε ψυχεδελικά/υπνωτικά καθαρά και σε στοιχειωμένα -black τεχνοτροπίας, ουρλιαχτά. Όλα τα όργανα είναι εξαιρετικά παιγμένα ενώ, οι ιδέες, οι συνθέσεις και οι δομές των κομματιών είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα. Και πως να μην είναι, αφού τα παλικάρια έχουν τρέλα με αυτό που κάνουν και το μεράκι τους περισσεύει. Κι αυτό είναι κάτι που το καταλαβαίνεις αμέσως, απ΄τη πρώτη σου επαφή με τη μπάντα -είτε οπτική είναι αυτή, είτε ακουστική.

Ο δίσκος συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε ο προκάτοχος του και σπρώχνει με πολύ δύναμη τον -ήδη αρκετά ψηλά τοποθετημένο, πήχη, ακόμη πιο ψηλά. Η μουσική τους έχει αλλάξει, όχι όμως ριζικά, καθώς παραμένει σταθερή στο ηχητικό μονοπάτι που οι ίδιοι πρόλαβαν, στη μικρή ως τώρα πορεία τους στο χώρο, και χάραξαν. Είναι περισσότερο μελωδική και λιγότερη δυνατή, αλλά το αποτέλεσμα της μοιρασιάς αυτής είναι χάρμα για τα αυτάκια μας. Κάτι μου λέει πως εάν ο επόμενος δίσκος τους ξεκινήσει από εκεί που το E.O.N. σταμάτησε, τότε θα πρέπει να περιμένουμε με σιγουριά, κάτι εξίσου πολύ καλό -αν όχι καλύτερο. Ας μην προτρέχουμε όμως, διότι έτσι κι αλλιώς, νομίζω πως όποιος αποφασίσει να ασχοληθεί σοβαρά με αυτό το δίσκο ή και το συγκεκριμένο συγκρότημα γενικότερα, θα κάνει μια τεραστίων διαστάσεων χάρη στον εαυτό του. Υπερβολικό, αλλά απολύτως αληθινό. Δοκιμάστε λοιπόν και να είστε σίγουροι πως δεν θα χάσετε.


Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

US Christmas (USX) - The Valley Path



Η Appalachia είναι μια περιοχή στα ανατολικά των Η.Π.Α. που διασχίζει κατά μήκος πολλές πολιτείες τους. Η οροσειρά που αποτελεί κατά βάση αυτήν την περιοχή ξεκινά από τη πολιτεία του Μισισίπι και φτάνει ως τον Καναδά, άρα, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι μιλάμε για τεράστια περιοχή. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τις εκάστοτε Πολιτειακές Αρχές να μην δώσουν ιδιαίτερη σημασία στις συγκεκριμένες περιοχές και έτσι δεν άργησαν να πάρουν τη μορφή θρύλων και την υπόσταση μύθων οι ιστορίες για την άγρια αυτή περιοχή και τους όχι και τόσο κοινωνικούς ανθρώπους της.

Από αυτή την περιοχή λοιπόν, προέρχονται οι γεννημένοι το 2002 U.S.Christmas ή όπως εσχάτως ονομάζονται, USX, οι οποίοι αποτελούνται από έξι άτομα. Πριν λίγες ημέρες κυκλοφόρησαν την έκτη τους full length δουλειά με τίτλο The Valley Path. Το άλμπουμ έχει διάρκεια 39 λεπτά και αποτελείται από ένα και μοναδικό κομμάτι, το ομώνυμο. Κάτι που μπορεί να μην είναι πρωτότυπο μιας και έχουν προηγηθεί ανάλογες κυκλοφορίες, παραμένει όμως κάτι το εξαιρετικά δύσκολο και τολμηρό.

Ψυχεδελικό stoner rock με bluesy στοιχεία και drone ψήγματα πασπαλισμένα με λίγα ειδικά ή/και φυσικά εφέ. Κάπως έτσι μπορεί να περιγραφεί χονδρικά η μουσική που του συγκεκριμένου δίσκου. Η παραγωγή του είναι ιδανική. Αρκετά καθαρή, όσο ογκώδης πρέπει, ενώ σου δίνει την αίσθηση πως αυτό που ακούς είναι κάτι το ζωντανό. Νομίζεις πως η μουσική σπαρταράει. Όχι, δεν τρελάθηκα, ούτε άρχισα τα ληγμένα. Απλά, οι USX, πρόσθεσαν κάποια σχεδόν noise σημεία στη μουσική τους, τα οποία δεν είναι αποτέλεσμα αποκλειστικά ηλεκτρονικών πειραματισμών, αλλά φυσικοί ήχοι. Νερό που κυλάει, βατραχάκια, τζιτζίκια, φύλλα να χορεύουν στο ρυθμό του ανέμου κλπ.

Μπορεί η μια και μοναδική σύνθεση του δίσκου να διανθίζεται από αυτά τα όμορφα εφέ, αλλά δεν είναι μόνο αυτά που τον καθιστούν ένα πραγματικά όμορφο άκουσμα. Οι κιθάρες με τα μελωδικά τους μοτίβα σε οδηγούν σε ένα απόκρημνο μονοπάτι με μοναδική θέα, κατά μήκος του οποίου σε συντροφεύει το πάντα λιγομίλητο μα εξαιρετικά εύγλωττο μπάσο. Ο ήχος των βημάτων των ντραμς που σας ακολουθούν σε αυτή τη μαγική βόλτα μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως στεντόρειος ενώ, το αεράκι που νιώθεις και που σου γεμίζει τα σωθικά με αγνό και αμόλυντο οξυγόνο, ξαφνικά αντιλαμβάνεσαι πως δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο αέρινος ήχος του βιολιού. Όσο για τα φωνητικά, η συνύπαρξη αντρικών και γυναικείων, είναι επιτυχημένη καθώς, λειτουργεί παρα πολύ καλά.

Το νέο δημιούργημα των USX με τίτλο The Valley Path είναι ιδανικό για στιγμές χαλαρώματος και ειδικά όταν αυτές είναι βραδυνές. Ένα πολύ καλό νυχτερινό άκουσμα που σου κρατά το ίδιο καλή συντροφιά είτε ετοιμάζεται να παραδοθείς στην αγκαλιά του Μορφέα, είτε οδηγείς ή ταξιδεύεις μοναχός μες το σκοτάδι, είτε απλά απολαμβάνεις ένα ποτήρι με το αγαπημένο σου είδος αλκοόλ. Δυναμικοί μα και συνάμα κατευναστικοί ήχοι που αποτελούν την ιδανική παρέα για νυχτερινές περιπλανήσεις στα βάθη του μυαλού σου, εκεί όπου το όνειρο ερωτοτροπεί με την πραγματικότητα. Η αίσθηση αυτής της γλυκιάς και μεθυστικής ζαλάδας που νιώθεις λίγο πριν παραδοθείς στην κούραση σου είναι μοναδικά ευχάριστη και γίνεται εντονότερη με αυτή την ακρόαση.

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

The Mount Fuji Doomjazz Corporation - Anthropomorphic



Οι Ολλανδοί The Mount Fuji Doomjazz Corporation είναι παραφυάδες των The Kilimanjaro Darkjazz Ensemble που δημιουργήθηκαν πριν μια δεκαετία περίπου στην Ολλανδία. Μοιράζονται την ίδια καλλιτεχνική φιλοσοφία, μιας και τα περισσότερα μέλη τους είναι κοινά, αν και στους T.M.F.D.C. συμμετέχουν σε σταθερή βάση guest μουσικοί. Μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στις δύο μπάντες είναι ότι οι T.M.F.D.C. συνθέτουν και ηχογραφούν τις δουλειές τους κατά τη διάρκεια των σπάνιων live εμφανίσεων τους. Άρα, είναι σαφές ότι ο αυτοσχεδιασμός είναι το βασικό συστατικό της μουσικής τους.

Εδώ και λίγο καιρό, κυκλοφορεί η τρίτη δισκογραφική δουλειά των T.M.F.D.C η οποία ηχογραφήθηκε ζωντανά κατά τη διάρκεια των live εμφανίσεων του group σε Ουτρέχτη, Μπρατισλάβα και Μόσχα ενώ, περιέχει τέσσερα κομμάτια κι έχει διάρκεια 60 λεπτά και τιτλοφορείται: Anthropomorphic. Υπάρχει όμως και δεύτερος τίτλος ο οποίος νομίζω ότι λειτουργεί επεξηγηματικά όσον αφορά τον κεντρικό τίτλο, αλλά και το μουσικό και όχι μόνο concept του δίσκου: 'Space.Dimension.Form.Function'. Ο ανθρωπομορφισμός είναι η απόδοση ανθρώπινων χαρακτηριστικών σε κάτι μη ανθρώπινο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η μπάντα προσπαθεί να προσδώσει ανθρώπινη υπόσταση στη μουσική -πολύπλοκο, ίσως και τρομακτικό στη σκέψη, αλλά καθόλου πομπώδες και δίχως τάσεις επίδειξης.

Ο δίσκος θαρρώ πως είναι χωρισμένος σε τρία στάδια: γέννηση, ωρίμανση και εξέλιξη. Όλα δοσμένα μέσα στα πλαίσια των drone, ambient, lounge, jazz, trip hop. Το ένα συνυπάρχει με το άλλο αρμονικά. Έχω ξαναναφέρει στο παρόν ιστολόγιο ότι η μουσική δεν γνωρίζει σύνορα κι αυτό είναι κάτι που ποτέ δεν θα πάψω να πιστεύω και να υποστηρίζω. Στον υποφαινόμενο δίσκο, η μουσική έχει συνθλίψει τα όποια σύνορα προσπαθούν να τη διχοτομίσουν. Σίγουρα η συγκεκριμένη έκφανση της δεν είναι ούτε εμπορική, ούτε ευρείας κατανάλωσης, ούτε καν εύπεπτη. Όμως, όλα αυτά, ποτέ δεν υπήρξαν σοβαρά κριτήρια για τη μουσική.

Η αλληλεπίδραση των μελών είναι εκπληκτική, συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται με φανταστικό τρόπο, χωρίς να σκεπάζει ο ένας τον άλλο. Αν λάβουμε υπόψιν και το ότι οι μουσικοί δημιουργούν παίζοντας live με βάση τον αυτοσχεδιασμό, τότε μιλάμε για κάτι πολύ δύσκολο και επιεικώς εντυπωσιακό. Υπερβολή; Καθόλου. Εδώ δεν μιλάμε για τέσσερα όργανα: κιθάρα, μπάσο, ντραμς και πλήκτρα, αλλά για πολλά περισσότερα. Τρομπόνι, τσέλο, βιολί, ηλεκτρονικά εφέ, κιθάρες, μπάσο, κρουστά, ντραμς και ακόμη, κάποια σκόρπια μα και συνάμα στοιχειωτικά φωνητικά, όλα προϊόν στιγμιαίας έμπνευσης. Όλα αυτά είναι που διαμορφώνουν το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα τούτου του όμορφου δίσκου.

Η ατμόσφαιρα του άλμπουμ είναι αποπνικτική, τα συναισθήματα ζοφερά και καθόλου ευχάριστα, διότι καθώς τα λεπτά κυλούν, νιώθεις ότι οι νότες σε περικυκλώνουν σαν άλλη δίνη και σε κυριεύουν χωρίς ίχνος αντίστασης από μεριάς σου. Δεν είναι ότι δεν ήθελες να αντισταθείς, αλλά συνειδητοποίησες γρήγορα, πως δεν μπορούσες. Έτσι, επέλεξες σωστά, που αφέθηκες στο μεγαλείο του δίσκου, καθώς ούτε σε μια στιγμή της διάρκειάς του δεν ένιωσες εγκλωβισμένος, αντιθέτως, η γλυκιά αιχμαλωσία ήταν αποτέλεσμα της συγκατάθεσης σου. Το Anthropomorphic δεν ήρθε για να σε μεταλλάξει, αλλά για να σε κάνει να ομολογήσεις πως έχεις αισθήματα, να σου θυμίσει ότι είσαι άνθρωπος. Κι απ' τη στιγμή που δεν υπάρχει ίχνος μετάνοιας στη συνείδησή σου σχετικά με την απόφαση να το ακροαστείς, τότε γίνεται εύκολα αντιληπτό πως πέτυχε το σκοπό του στο ακέραιο.

Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

Bohren & Der Club Of Gore - Beileid


Οι Γερμανοί Bohren & Der Club Of Gore δημιουργήθηκαν το 1992. Οι επιρροές τους κινούνταν μεταξύ των hardcore, death metal, grindcore και doom metal, όμως τελικά, επέλεξαν να παίξουν αυτό που οι ίδιοι ονομάζουν "unholy ambient mixture of jazz ballads". Μουσική μινιμαλιστική, αποτελούμενη από λίγες μα έντονες νότες. Η αποχώρηση του κιθαρίστα τους, λίγα χρόνια μετά της γέννησή τους αποδείχτηκε καλή για το συγκρότημα, μιας και οδήγησε στην προσθήκη ενός σαξοφωνίστα-πιανίστα που έδεσε καλύτερα με τη μουσική φιλοσοφία της μπάντας.

Με τη συμπλήρωση δυο δεκαετιών παρουσίας στα μουσικά δρώμενα, η μπάντα κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό το mini-album Beileid, ελληνιστί: συλλυπητήρια. Το εξώφυλλο του δίσκου άλλωστε είναι εύγλωττο, καθώς απεικονίζει μια κηδεία εν μέσω βροχής. Η κυκλοφορία αυτή, διακρίνεται για την κρυστάλλινη παραγωγή της ενώ, έχει διάρκεια περίπου 35 λεπτά και περιέχει τα εξής τρία κομμάτια: Zombies Never Die (Blues), Catch My Heart και το ομώνυμο, Beileid.

Το Catch My Heart είναι διασκευή ενός τραγουδιού που έγραψε η Γερμανική metal μπάντα Warlock ενώ, είναι άξιο αναφοράς, το γεγονός πως το συγκεκριμένο κομμάτι είναι το πρώτο στην ιστορία της μπάντας που έχει φωνητικά. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό λοιπόν, η επιλογή του ανθρώπου που θα τα αναλάμβανε όφειλε να είναι εξαιρετική. Κάτι που τελικά επαληθεύτηκε, καθώς η απόδοση του Mike Patton -περισσότερο γνωστός απ' τη συμμετοχή του στους θρυλικούς Faith No More, που τελικά επιλέχθηκε, είναι φανταστική, κάτι που αποτυπώνεται με τον πλέον γλαφυρό τρόπο στην καθηλωτική ερμηνεία του.

Μουσικά ο δίσκος κινείται στα σκοτεινά μονοπάτια της αφαιρετικής jazz, τα οποία οδηγούν στον καταχνιασμένο κήπο της πάντα οκνηρής ambient. Το σαξόφωνο θρηνεί, καθώς βλέπει το σκυθρωπό drone των synths να οδύρεται ενώ, το ηλεκτρικό πιάνο ακόμη δεν έχει καταλάβει εαν το όνειρο μέσα στο οποίο ξύπνησε είναι εφιάλτης ή όχι. Τα υπόλοιπα όργανα -τούμπα, τρομπόνι, μπάσο, κρουστά κ.α., συμβάλουν με τη σειρά τους, στη δημιουργία μιας γαλήνιας ψευδαίσθησης, μιας μελίσταχτης μα και θλιμμένης πλάνης.

Το Beileid των θαυμάσιων Bohren & Der Club Of Gore αποτελεί εξαιρετικό soundtrack για στιγμές ηρεμίας και χαλάρωσης. Πρόκειται για ένα άκουσμα που φωτίζει τις αρνητικές σκιές του μυαλού, καθώς σε βυθίζει σ' ένα ταξίδι μελωδικό μακριά απ' τη χώρα του άγχους και της πολυπλοκότητας. Δεν θα σου λύσει τα προβλήματα, αλλά θα σε βοηθήσει να καθαρίσεις τη σκέψη σου -κάτι που μπορεί να αποδειχθεί εξόχως χρηστικό, αφού θα σε καλμάρει, καθώς το μόνο σίγουρο είναι πως θα χαλιναγωγήσει την εσωτερική σου ένταση.

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

My Dying Bride - Evinta


Το καλοκαίρι του 1990, σε μια μικρή Αγγλική πόλη, γεννήθηκαν οι My Dying Bride. Ένα συγκρότημα που επηρέασε όσο λίγα τη σκληρή μουσική, καθώς υπήρξαν η μια απ' τις τρεις Βρετανικές μπάντες που όρισαν και εξέλιξαν τους όρους Gothic Metal ή/και Doom/death. 21 χρόνια μετά και με αρκετές κυκλοφορίες στο ενεργητικό τους, αποφάσισαν να γιορτάζουν την εισαγωγή τους στη τρίτη δεκαετία της ύπαρξής τους, με μια κυκλοφορία εντελώς διαφορετική από οτιδήποτε έχουν κάνει στο παρελθόν, το Evinta.

Ένα project που υπήρχε στο μυαλό τους για πολλά χρόνια, αλλά υλοποιήθηκε μόλις πριν λίγο καιρό. Δεν είναι η πρώτη φορά που πειραματίζονται με τον ήχο τους και δεν μπορώ να ξέρω αν είναι και η τελευταία, αλλά αυτό που γνωρίζω σίγουρα είναι πως αυτή η νέα κυκλοφορία είναι ίσως ότι καλύτερο έχουν παρουσιάσει τα τελευταία χρόνια. Ένα πακέτο, με απίστευτη μουσική, εξαιρετικό artwork και πάρα πολλά καλούδια -ειδικά για όσους προνόησαν και τίμησαν την γεμάτη, special έκδοση.

Η συμβατική έκδοση του Evinta περιέχει δυο cd με εννέα συνολικά κομμάτια και συνολική διάρκεια 87 περίπου λεπτών. Το τρίτο cd -που θα κυκλοφορήσει αυτόνομα στο μέλλον, για όσους δεν πρόλαβαν την ειδική έκδοση, περιέχει επιπλέον 5 κομμάτια και η διάρκειά του είναι 42 λεπτά. Η παραγωγή είναι αψεγάδιαστη, ενώ η δουλειά που έχει κάνει στην ενορχήστρωση ο Johnny Maudling -που είναι ο πληκτράς των Bal Sagoth, πάντα σε συνεργασία και υπό την επίβλεψη της μπάντας, είναι επιεικώς εξαιρετική. Στο όλο εγχείρημα βοήθησε και η νεαρή Γαλλίδα σοπράνο, Lucie Roche ενώ, υπερπολύτιμη υπήρξε και η συμμετοχή μιας ομάδας μουσικών με ειδικότητα την Κλασσική μουσική. Βέβαια, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια metal μπάντα που προσπαθεί να παίξει συμφωνική μουσική, ούτε με μισθωμένες ορχήστρες που προσπαθούν να ντύσουν κάποιον metal δίσκο, αλλά με μια φρέσκια και ολοκαίνουρια οργανική δουλειά, φτιαγμένη, από ανθρώπους με μεράκι.

Ο επαναπροσδιορισμός κλασικών κομματιών όλης της δισκογραφίας τους είναι μαγευτικός. Το metal στοιχείο φωνάζει παρών δια της απουσίας του, αφού ο δίσκος είναι ότι πιο σκοτεινό έχει κυκλοφορήσει το συγκρότημα. Συμφωνική ambient. Ίσως αυτός ο όρος να είναι αδόκιμος ή/και να μην υφίσταται καν, αλλά δεν βρίσκω κάποιον άλλο που να μπορεί να περιγράψει τη μουσική που περιέχει το Evinta. Μουσική μελαγχολική, γλυκόπικρη και γεμάτη έντονα συναισθήματα, που γίνονται κατά πολύ εντονότερα, όταν επεμβαίνει ο Aaron Stainthorpe. Η ιδιαίτερη φωνή του βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα εδώ και ο ίδιος δίνει το καλύτερο εαυτό του, τόσο στο καθαρά ερμηνευτικό κομμάτι, όσο και στο στιχουργικό, καθώς υπάρχουν προσθαφαιρέσεις στα λόγια των κομματιών. Η νέα διάσταση, που αυτή η προσθαφαίρεση έδωσε στα κομμάτια είναι εντυπωσιακή, καθώς δεν αφαίρεσε από τη δυναμική τους, αλλά αντίθετα τους προσέδωσε μεγαλύτερο εύρος συναισθημάτων, ενώ την ζοφερή ατμόσφαιρα απόγνωσης ενίσχυσε θαυμάσια το βιολί, όπως και το πιάνο.

Οι My Dying Bride, με το Evinta, δημιούργησαν τον δίσκο που πάντα ονειρευόταν: Ένα άλμπουμ-ποίημα, κλεισμένο σε μια εορταστική συσκευασία που την περιβάλει ένα γοητευτικά μίζερο περιτύλιγμα. Είναι βέβαιο, πως μόλις αντικρίσεις το περιεχόμενο του Evinta κατάματα, θα μείνεις έκθαμβος απ' την απαράμιλλη ομορφιά του. Τα πολλά λόγια είναι περιττά σε τέτοιες περιπτώσεις όποτε το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να περιμένετε να νυχτώσει, να βάλετε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και να αφεθείτε στη μαγεία αυτού του θεσπέσιου δημιουργήματος που ονομάζεται Evinta.