Το ταλαντούχο μουσικό τρίο από την Βοστόνη, που ακούει στο όνομα Ice Dragon, το οποίο αποτελείται από τους Joe (μπάσο, μέλλοτρον, σιτάρ, ακουστικές κιθάρες), Ron (φωνητικά, ντραμς, πλήκτρα) και Carter (ηλεκτρικές κι ακουστικές κιθάρες), επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο των doom δρώμενων πριν από λίγο καιρό, καθώς κυκλοφόρησε την τρίτη -και πολύ καλή- full length δουλειά της, που φέρει τον τίτλο: Tome Of The Future Ancients.
Ο νέος δίσκος τούτης της μπάντας, όπως άλλωστε και οι δύο πρότερες full length δουλειές της, φέρει ανάγλυφη την diy σφραγίδα, μιας και τα πάντα έγιναν από την ίδια την μπάντα. Οι διαδικασίες ηχογράφησης, παραγωγής, μίξης και mastering, έλαβαν χώρα στο υπόγειο του σπιτιού του Ron, ενώ ο ήχος του δίσκου, που έχει έντονα lo-fi στοιχεία, είναι μπουκωμένος, ενισχύοντας έτσι, την μυσταγωγική αύρα, που διαπερνά το άλμπουμ στην ολότητα του.
Τα 12 κομμάτια, που αποτελούν το Tome Of The Future Ancients, έχουν συνολική διάρκεια 76 περίπου λεπτών, ενώ με τη περίπλοκη δομή τους, καταδεικνύουν, πως η ηχητική ταυτότητα της μπάντας είναι πλέον κάτι παραπάνω από εμφανής, καθώς οι όποιες επιρροές της, έχουν αποσταχθεί σωστά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Ice Dragon να φτάσουν στο απαύγασμα της έμπνευσης τους, καθώς οι νέες τους συνθέσεις, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Τα doom ηχοχρώματα, που για ακόμη μια φορά κυριαρχούν στον ήχο τούτης της μπάντας, πλαισιώνονται από τα αυξημένα, τόσο σε αριθμό, όσο και ένταση, ψυχεδελικά ηχοτοπία, ενώ τα stoner ψήγματα συνδυάζονται άψογα με τις space folk πινελιές του δίσκου, που συμβάλουν τα μέγιστα στην δημιουργία της αποπνικτικά σκοτεινής ατμόσφαιρας του άλμπουμ, η οποία ενισχύεται από την occult και ξεχειλίζουσα φαντασία, στιχουργική του θεματολογία.
Ο Ron ερμηνεύει πειστικά τους στίχους, ενώ η βοήθεια από τους Samantha και Werner στα φωνητικά ενός κομματιού, είναι καταλυτική για την ροή του στιχουργικού concept. Η δουλειά του στα ντραμς είναι πολύ καλή, μιας και τα δυναμικά του χτυπήματα, είναι εκτός από άκρως παθιασμένα, σωστά χρονικά, ενώ ειδικής μνείας αξίζει ο τρόπος, που χρησιμοποιεί τα πλήκτρα, καθώς με το μεστό παίξιμο του πλαισιώνει εξαιρετικά τις ζοφερές μελωδίες του δίσκου.
Ο Carter χειρίζεται με μαεστρία τόσο τις ηλεκτρικές κιθάρες, με τις οποίες δημιουργεί κάποια ιδιαιτέρως ογκώδη, αλλά κι αρκούντως groovy riffs, όσο και με τις ακουστικές, με τις οποίες πλέκει μερικές άκρως σαγηνευτικές μελωδίες. Ο Ben, που συμμετέχει με το μπάσο του σε ένα κομμάτι βοηθά σημαντικά τον πολυτάλαντο, αλλά και πολυπράγμων Joe, που θαρρώ, πως κλέβει την παράσταση με την έξυπνη χρήση τόσο του μέλλοτρον, όσο και του σιτάρ.
Η εκπληκτική απόδοση των μελών των Ice Dragon, αλλά και των φίλων τους, που συμμετείχαν στις ηχογραφήσεις του νέου τους δίσκου, θαρρώ, πως απογειώνει τις πολύ καλές μουσικές ιδέες, που αυτός περιέχει, ενώ έχω την εντύπωση, πως το μαγευτικό Tome Of The Future Ancients, που ξεχωρίζει για το αργό -στα όρια του drone- και σχεδόν μαστουρωμένο, tempo του, δεν θα δυσκολευτεί καθόλου να καθηλώσει τους φίλους του μονολιθικού doom ήχου.
Μια από τις σημαντικότερες μπάντες της Αμερικάνικης doom metal σκηνής, οι δημιουργημένοι πριν από τριάντα και κάτι χρόνια, SaintVitus, που έχουν επηρεάσει την συντριπτική πλειοψηφία του heavy χώρου, επέστρεψαν στην δισκογραφία, ύστερα από 17 ολόκληρα χρόνια, με την όγδοη full length δουλειά τους, το πολύ καλό Lillie:F-65, που κυκλοφορεί επίσημα αυτές τις μέρες από την γνωστή και μη εξαιρετέα στο είδος της, Season Of Mist.
Το προ λίγων χρόνων reunion της μπάντας, έλαβε χώρα με το πλέον ενδιαφέρον Line-up, που θα μπορούσε, καθώς τους ιδρυτές της μπάντας, DaveChandler (κιθάρα), MarkAdams (μπάσο), πλαισιώνουν ο θρύλος του χώρου, Scott "Wino" Weinrich στα φωνητικά, που ταυτίζεται με τούτη τη μπάντα περισσότερο απ' τον αρχικό της τραγουδιστή, ScottReagers, ενώ τη θέση του αποθανόντος ντράμερ, ArmandoAcosta, καλύπτει επάξια ο HenryVasquez.
Το εξώφυλλο του άλμπουμ, όπως και το συνολικό του artwork, σε βάζουν για τα καλά στο σκυθρωπό κλίμα του δίσκου, ενώ ο παραγωγός T. Dallas Reed έκανε πολύ καλή δουλειά, καθώς η απόφαση του να προσεγγίσει με σεβασμό και χωρίς ίχνος διάθεσης πειραματισμών, τον ήχο της μπάντας, αποδείχτηκε απολύτως σωστή, μιας κι έχει προσφέρει διαύγεια στις νέες συνθέσεις της μπάντας, δίχως όμως να αλλοιώσει τον ήχο σήμα κατατεθέν της.
Οι γεμάτες feedback και reverb κιθάρες παράγουν riffs και solos πνιγμένα στην κατήφεια, ενώ συμπληρώνονται με τον καλύτερο τρόπο από τα λιτά ντραμς, τα οποία πλαισιώνουν υπέροχα το μεστό μπάσο, τα μέρη του οποίου, συμβάλουν τα μέγιστα στην δημιουργία της μελαγχολικά αποπνικτικής ατμόσφαιρας, που πηγάζει από τους ωμούς και καταθλιπτικούς στίχους, τους οποίους ερμηνεύουν με περίσσια ειλικρίνεια τα άκρως παθιασμένα φωνητικά.
Το αψεγάδιαστο Lillie: F-65, το οποίο οφείλει το όνομα του σε ένα βαρβιτουρικό, που τα μέλη της μπάντας χρησιμοποιούσαν, περιέχει 7 κομμάτια συνολικής διάρκειας 34 λεπτών, που φέρουν την αύρα του ηχητικού παρελθόντος της μπάντας, καθώς οι SaintVitus μοιάζουν να συνεχίζουν ηχητικά, από εκεί, που σταμάτησαν το μακρινό 1995, μιας και οι περισσότερες από τις νέες συνθέσεις τους, θαρρείς, πως είναι βγαλμένες από πρότερες δουλειές τους.
Όχι, οι SaintVitus δεν αντέγραψαν τους εαυτούς τους, αλλά με κάποιο μαγικό τρόπο, κατάφεραν να ακούγονται όπως παλιά, χωρίς μάλιστα να σου αφήνουν το παραμικρό δικαίωμα αμφιβολίας για την τιμιότητα τους, μιας κι αυτό, όλα μαρτυρούν, πως δεν έγινε επιτηδευμένα. Το Lillie:F-65 μπορεί να μην θεωρηθεί ποτέ ο καλύτερος δίσκος της μπάντας και δικαίως, αν και το σημαντικότερο είναι, πως θα ικανοποιήσει και με το παραπάνω, τους φίλους της doom μουσικής.
Οι Stef MacKichan (ντραμς) και Therese Lanz (κιθάρα, φωνητικά, effects), οι οποίες προέρχονται απ' το Calgary της Alberta του Καναδά, πειραματίζονται παρέα πάνω στις μουσικές τους ιδέες για περισσότερα από δέκα χρόνια, καθώς η δραστηριοποίηση τους στην τοπική σκηνή τους υπήρξε έντονη, αλλά και κοινή, μιας και συνυπήρξαν σε ουκ ολίγα projects. Όμως, το πλήρωμα του χρόνου για την δημιουργία ενός ολόδικού τους συγκροτήματος, ήρθε το 2009, όταν αποφάσισαν να συνεχίσουν τις μουσικές τους αναζητήσεις ως duo και κάπως έτσι, εγένετο το experimental, αλλά κι ιδιαιτέρως heavy ηχητικό θηρίο, ονόματι: Mares Of Thrace.
Μια μπάντα, το όνομα της οποίας είναι εμπνευσμένο από την ελληνική μυθολογία, που πρόσφατα κυκλοφόρησε την δεύτερη full length δουλειά της, The Pilgrimage, μέσω της Καναδικής Sonic Unyon Records. Ο εν λόγω δίσκος πλαισιώνεται από το artwork του Scott A. Shellhammer, το οποίο ντύνει με υπέροχο τρόπο το σκοτεινό κι αλλόκοτο, μουσικό του περιεχόμενο, που αποτελείται από 10 κομμάτια συνολικής διάρκειας 43 περίπου λεπτών, ενώ άξια αναφοράς είναι η πολύ καλή δουλειά, που έκανε ο γνωστός παραγωγός Sanford Parker στα Engine Studios του Chicago, καθώς ο ήχος του δίσκου, είναι 'γεμάτος', μα και διαυγείς.
Οι δυο δεσποινίδες, που απαρτίζουν τις Φοράδες Της Θράκης, όπως μεταφράζεται στα ελληνικά το όνομα της μπάντας, είναι ιδιαιτέρως ταλαντούχες, ενώ το δέσιμο τους είναι απαράμιλλο, κάτι, που προφανώς οφείλεται στις ατελείωτες ώρες, που πέρασαν προβάροντας παρέα. Η εντυπωσιακή χημεία τους έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία σκοτεινών κι αλλόκοτων ήχων, που βρίθουν sludge στοιχείων, ενώ το στολισμένο με μπόλικα noise ηχοχρώματα doom μουσικό τους μοτίβο, διαπερνάται σε αρκετές στιγμές από μια jazz τεχνοτροπία, που έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία μιας progressive αύρας, που κολακεύει το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα.
Το tempo του δίσκου κινείται ως επί τω πλείστον σε υψηλές ταχύτητες, αν και δεν λείπουν και τα πιο αργά περάσματα, που βοηθούν τα μέγιστα την διατήρηση της ροής του δίσκου σε εξαιρετικά επίπεδα, ενώ η απουσία του μπάσου δεν φαίνεται στον ήχο της μπάντας, καθώς η ειδικά κατασκευασμένη, από τον Kurt Ballou των Converge, βαρύτονη κιθάρα, που χρησιμοποιήθηκε στις ηχογραφήσεις του The Pilgrimage, αποδείχτηκε υπεραρκετή για να καλύψει το κενό, καθώς προσέδωσε όγκο, βάρος, αλλά και groove στις συνθέσεις της μπάντας, οι οποίες απογειώθηκαν από τα διαολεμένα και δηλητηριώδη φωνητικά, που τις πλαισιώνουν.
Τα παχύρρευστα riffs με τερατώδες μέγεθος, που εναλλάσσονται καθόλη τη διάρκεια του άλμπουμ, συνοδεύονται από κιθαριστικές μελωδίες γεμάτες πίκρα, ενώ τα διάφορα ηλεκτρονικά effects αναδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο τα μολυσμένα χτυπήματα των ντραμς, που θαρρείς, πως προέρχονται από τα βάθη της Αβύσσου. Είναι γεγονός, πως το φρικιαστικά όμορφο The Pilgrimage των Mares Of Thrace, αποτελεί ένα αλλόκοτο experimental άκουσμα, που όσο σε απωθεί με ασχήμια του, άλλο τόσο σε μαγνητίζει με την γοητεία του. Σχήμα οξύμωρο, αλλά άντε να πείσεις τον κάθε λογής χρόνια εθισμένο, πως η ουσία, που γουστάρει, είναι βλαβερή.
Το 1991 γεννήθηκαν στο φημισμένο για πολλούς και διάφορους λόγους, Los Angeles, οι 16, που έμελλε να μελοποιήσουν μερικά απ' τα λιγότερο ευχάριστα συναισθήματα του ανθρώπου, καθώς η παθιασμένη και σε ορισμένες στιγμές, υπέρ του δέοντος heavy μουσική τους, όπως και οι ως επί τω πλείστον βιωματικοί τους στίχοι, καταδεικνύουν τον πόνο, που οδήγησε τους μουσικούς, που αποτελούνε τούτη την μπάντα, στο να μαρτυρήσουν ακραίες καταστάσεις, που λίγο έλειψε να τους εξαφανίσουν ως μπάντα, καθώς οι 16 σταμάτησαν την μουσική τους πορεία για τρία χρόνια, όταν από το 2004 ως και το 2007, οι άνθρωποι, που τους απαρτίζουν, αναγκάστηκαν από τα γεγονότα να εγκαταλείψουν τις μουσικές τους ανησυχίες και να αφοσιωθούν εξ ολοκλήρου, στην προσπάθεια θεραπείας των σωματικών και πνευματικών τους λειτουργιών.
Αποτέλεσμα αυτού ήταν η δυναμική επιστροφή της μπάντας στο ακραίο μουσικό προσκήνιο, καθώς με την επαναδραστηριοποίηση της, υπέγραψε συμβόλαιο με την φημισμένη Relapse Records. Οι ουκ ολίγες αλλαγές μελών, που συνεχίστηκαν και μετά την επιστροφή των 16 στα μουσικά δρώμενα, δεν επηρέασαν αρνητικά την δυναμική τούτης της εκ Καλιφόρνιας ορμώμενης μπάντας, καθώς το νέο της πόνημα, Deep Cuts From Dark Clouds, που περιέχει 10 κομμάτια συνολικής διάρκειας 40 λεπτών, καταδεικνύει την συνθετική της ικανότητα, ενώ αποδεικνύει, πως όταν κάνεις κάτι από καρδιάς, τότε αυτό, είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι εντελώς απίθανο, να αποτύχει. Όταν μάλιστα, σε αυτή σου την προσπάθεια σε βοηθούν επιτυχημένοι και σημαντικοί στον τομέα τους άνθρωποι, τότε το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να είναι και πολύ καλύτερο.
Ο λόγος για την δουλειά του Orion Landau, που επιμελήθηκε το πανέμορφο artwork του δίσκου, αλλά και για την εκπληκτική παραγωγή του άλμπουμ, που οφείλεται αποκλειστικά στον Jeff Forrest, καθώς αυτός ήταν ο ηγέτης των σχετικών διαδικασιών, που έλαβαν χώρα στα Double Time Studios του San Diego, αν και η βοήθεια του Scott Hull των Pig Destroyer, που έκανε το mastering του δίσκου στα Visceral Sound Studios, μόνο αμελητέα δεν είναι. Η περί ου ο λόγος, έκτη full length δουλειά των 16, περιέχει μερικά θηριώδη riffs, τα οποία πλαισιώνονται άψογα από το υπερβολικά groovy μπάσο, το οποίο συνοδεύει υπέροχα και τα εκρηκτικά ντραμς, τα οποία θα έλεγα ότι κλέβουν την παράσταση, αν δεν υπήρχαν τα άκρως εκφραστικά και παθιασμένα φωνητικά, που με περισσή ειλικρίνεια, αποδίδουν τους βιωματικούς στίχους.
Τα sludge ηχοχρώματα των 16 βρίθουν groove, ενώ οι hardcore αναφορές τους συνυπάρχουν αρμονικά με τις doom πινελιές των εκρηκτικών συνθέσεων τους. Η απόδοση της μπάντας είναι εξαιρετική, ενώ και το δέσιμο τους είναι πολύ καλό, καθώς ο ένας συμπληρώνει τον άλλο με υπέροχο τρόπο. Το Deep Cuts From Dark Clouds μπορεί να μην περιέχει κάποια καινοτομία, ως προς τον ήχο του, αλλά είναι εμφανές, πως βρίθει συναισθήματος, καθώς η οργισμένη του ατμόσφαιρα ξεχειλίζει από ειλικρίνεια, ενώ η γεμάτη θυμό αύρα του, θαρρώ, πως το κολακεύει, μιας κι απογειώνει το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, το οποίο, αν δεν το κατέστησα σαφές μέχρι τώρα, οφείλω να ομολογήσω, πως είναι ιδιαιτέρως καλό. Γι' αυτό και μόνο, προτείνω σε όσους αρέσκονται σε αυτού του είδους τα ακούσματα, να ακούσουν τούτο το δίσκο.
Οι Alex S. σε φωνητικά, Μαρίνος και Stratal σε κιθάρες, Τόλης Τολέας σε ντραμς και Pluto σε μπάσο, απαρτίζουν τους γεννημένους το 2004 στην Αθήνα, Potergeist, που πολύ εύστοχα, χαρακτηρίζουν την εξαιρετικά heavy και γεμάτη λάσπη μουσική τους ως Swamp metal. Ένας αδόκιμος ίσως όρος, που όμως θαρρώ, πως περιγράφει πολύ σωστά τις αλανιάρικες μελωδίες τους, οι οποίες βρίθουν southern στοιχείων, ενώ περιέχουν και κάμποσα, άκρως κολακευτικά για αυτές, blues ψήγματα, που αναδεικνύουν με εμφατικό τρόπο τον εκρηκτικό χαρακτήρα των δυναμικών συνθέσεων τούτης της ελπιδοφόρας κι ανερχόμενης μπάντας, που πρόσφατα..
..Κυκλοφόρησε την τρίτη συνολικά και δεύτερη full length δουλειά της, Muddy Mermaids, την οποία μπορείτε να ακούσετε στην ολότητα της, εδώ. Ο εν λόγω δίσκος, που σύντομα θα γίνει διαθέσιμος και σε φυσική κόπια από την Distroball Productions, περιέχει 8 κομμάτια συνολικής διάρκειας περίπου 40 λεπτών, τα οποία αναδεικνύονται με τον πλέον σωστό τρόπο, από την εξαιρετική παραγωγή του δίσκου, ο οποίος συνοδεύεται από ένα metal αισθητικής κι άκρως ταιριαστό με το concept του, εξώφυλλο, το οποίο έχω την αίσθηση, πως θυμίζει έντονα τις εικαστικές δουλειές ενός εξέχοντος μέλους της εγχώριας ακραίας μουσικής σκηνής.
Τα ευωδιάζοντα πυρίτιδα stoner riffs συνδυάζονται άψογα με τις μεθυσμένες southern μελωδίες, ενώ η ξελογιάστρα φυσαρμόνικα, που συμβάλει τα μέγιστα στην blues αισθητική του άλμπουμ, δένει υπέροχα στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, το οποίο περιέχει κάποια εξόχως χρήσιμα για την πολύ καλή ροή του δίσκου, ηχητικά effects. Το συμπαγές rythm section είναι εξαιρετικά δεμένο, ενώ τα παθιασμένα και γεμάτα γρέζι φωνητικά, κλέβουν την παράσταση, αν και θαρρώ, πως τα γυναικεία φωνητικά, που ακούγονται στο ομώνυμο κομμάτι του δίσκου, αποτελούνε το κερασάκι στην άκρως γευστική κι αλκοολούχα, ηχητική τούρτα, των ταλαντούχων Potergeist..
..Που για όσους ίσως δεν κατάλαβαν ακόμη, μοιάζουν και είναι ικανοί κι αποφασισμένοι να μας απασχολήσουν για αρκετό καιρό με την γεμάτη ενέργεια μουσική τους, η οποία ενδείκνυται για soundtrack φιλικών συγκεντρώσεων, που θα έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους την έντονη παρουσία του αλκοόλ, αλλά και την ιδιαιτέρως ανεβασμένη ένταση στα ηχεία, μιας και το εκρηκτικό Muddy Mermaids, είναι φτιαγμένο για ακουστεί δυνατά. Οπότε, δεν έχετε παρά να καλέσετε τους κολλητούς σας για μια ξέγνοιαστη ανοιξιάτικη βραδιά, κατά την οποία οι γείτονες σας θα αρκεστούν στην εξής απολογία: "Forgive me God, for I'm about to rock 'n' roll.. Again!".
Είμαι βέβαιος, πως οι αγαπημένοι του ελληνικού κοινού, Paradise Lost, που δημιουργήθηκαν το 1988 στο Halifax της Αγγλίας, δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις, καθώς η πορεία της μπάντας όλα αυτά τα χρόνια, υπήρξε γεμάτη από δίσκους, singles, eps και συναυλίες, ενώ τα κάμποσα σκαμπανεβάσματα της, μάλλον την έκαναν πιο δυνατή από ποτέ, καθώς οι Greg Mackintosh, Nick Holmes, Aaron Aedy, Steve Edmondson και Adrian Erlandsson, επέστρεψαν με το 13ο και φαρμακερό full length άλμπουμ τους, που τιτλοφορείται Tragic Idol και το οποίο διαπερνάται από τη σκοτεινή αύρα του ένδοξου παρελθόντος της μπάντας, καθώς οι νέες συνθέσεις των Paradise Lost, αν και λιγότερο heavy από τις δύο-τρεις αμέσως προηγούμενες δουλειές τους, διακατέχονται από την σαγηνευτική μιζέρια δίσκων, όπως το Icon και το Draconian Times, που απολύτως δικαιολογημένα τους είχαν εδραιώσει ως το σημαντικότερο όνομα του death/doom, καθώς κι ως μια απ' τις επιδραστικότερες μπάντες του gothic metal χώρου, αλλά και του ατμοσφαιρικού metal ήχου γενικότερα.
Το νέο πόνημα των εν λόγω Βρετανών, που κυκλοφορεί μέσω της γνωστής και μη εξαιρετέας Century Media, αποτελείται από 10 κομμάτια συνολικής διάρκειας 46 λεπτών, ενώ στις ειδικές εκδόσεις του δίσκου, συμπεριλαμβάνονται 3 παραπάνω κομμάτια, που όπως είναι φυσιολογικό, ανεβάζουν και την συνολική διάρκεια του δίσκου. Ενός δίσκου, που συνοδεύεται από ένα εκπληκτικής ομορφιάς artwork, φιλοτεχνημένο από τον ιδρυτή του Metastazis, Valnoir, ενώ θαρρώ, πως άξια αναφοράς είναι η επιστροφή του παλιού λογοτύπου της μπάντας στο εξώφυλλο του δίσκου, η πολύ καλή και αρκετά οργανική παραγωγή του οποίου, οφείλεται στην εξαιρετική συνεργασία της μπάντας με τον φημισμένο στον τομέα του, Jens Borgen.
Το rythm section των Adrian και Steve πλαισιώνει με εξαίσιο τρόπο τις ρυθμικές κιθάρες του Aaron, ενώ τα φωνητικά του Nick, ο οποίος διακρίνεται για την παθιασμένη ερμηνεία του, παρότι καθαρά στην συντριπτική τους πλειοψηφία, εντυπωσιάζουν με το ξεχειλίζον γρέζι τους. Τα κιθαριστικά leads του δίσκου, φέρουν την ανάγλυφη υπογραφή του Greg, όπως ακριβώς και τα solos του άλμπουμ, ενώ τα ελάχιστα πλήκτρα και η περιορισμένη χρονικά εμφάνιση του πιάνου, προσδίδουν το κάτι παραπάνω στην αρρωστημένα γοητευτική ατμόσφαιρα του Tragic Idol, οι συνθέσεις του οποίου, εκτός των άλλων, ξεχωρίζουν και για τις κλασσικές metal αναφορές τους.
Κλείνοντας, οφείλω να ομολογίσω, πως αν και θεωρώ εαυτόν, καλό φίλο της μουσικής των Paradise Lost, δεν περίμενα με ιδιαίτερη ανυπομονησία αυτό το άλμπουμ, διότι αν και οι πρώτες ενδείξεις επ'αυτού ήταν θετικές, κάτι μέσα μου, με ωθούσε στο να συγκρατήσω τον ενθουθιασμό μου. Τελικά, αυτό μάλλον λειτούργησε θετικά, διότι ο δίσκος μου άρεσε πολύ περισσότερο από όσο περίμενα ή/και ήλπιζα, κι αυτός είναι κι ο μοναδικός λόγος, για τον οποίο σας προτείνω ανεπιφύλακτα να τον ακούσετε, διότι μπορεί τούτη η μπάντα να έχει διχάσει τους οπαδούς της αρκετές φορές στο πρόσφατο παρελθόν, αλλά τούτη τη φορά, μοιάζει αποφασισμένη να τους κερδίσει για τα καλά, καθώς το Tragic Idol, μπορεί να ηχεί σαν τους θρυλικότερους από τους προκατόχους του, αλλά δεν αποτελεί επ'ουδενί κόπια τους, μιας και έχει την δική του μοναδική ταυτότητα, που όπως μαντεύετε, ξεχειλίζει μελαγχολικής ποιότητος.
Ακόμη μια μπάντα ήρθε να προστεθεί στον ραγδαίως διευρυνόμενο χώρο του retro rock, καθώς οι προερχόμενοι από το Βερολίνο Kadavar, που κυκλοφόρησαν πριν λίγο καιρό τον ομώνυμο ντεμπούτο δίσκο τους, έχουν εμπλουτίσει με τα πλέον γοητευτικά από τα συστατικά του ψυχεδελικού rock ήχου της δεκαετίας του '70 τις vintage αισθητικής μελωδίες τους, καθώς οι Wolf Lindemann σε κιθάρες και φωνητικά, Tiger σε ντραμς και Mammut σε μπάσο, είναι σαφώς επηρεασμένοι απ΄τα σημαντικότερα εκ των συγκροτημάτων εκείνης της εποχής.
Κάτι, που γίνεται αμέσως αντιληπτό μέσα από τις συνθέσεις τους, μιας και σε αυτές υπάρχουν σαφείς αναφορές σε μπάντες όπως Black Sabbath, Hawkwind, Led Zeppelin, Witchfinder General, ενώ οι ίδιες επιρροές ισχύουν και για το στιχουργικό concpet των κομματιών, καθώς το περιεχόμενο των στίχων, που καταπιάνεται με τις περιπέτειες μάγων και δαιμόνων σε απόκρημνες και απόμακρες βουνοκορφές, θαρρώ, πως είναι σαφώς επηρεασμένο από το εσχάτως αναγεννημένο occult rock, που κυριάρχησε τόσο στα 60's όσο και στα 70's.
Η παραγωγή του δίσκου είναι πολύ καλή, καθώς προσδίδει ένα κολακευτικό live feeling στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, το οποίο δεν στερείται διαύγειας, ενώ η απόδοση των μελών της μπάντας είναι εντυπωσιακή, μιας και απ΄τις πρώτες κιόλας νότες του δίσκου, γίνεται σαφές ότι τούτοι οι Γερμανοί είναι εξαιρετικά ταλαντούχοι. Όλοι τους είναι πολύ καλοί μουσικοί, ενώ η μεταξύ τους χημεία είναι απαράμιλλη, καθιστώντας έτσι τις εκρηκτικές τους συνθέσεις, οι οποίες παρά τις επιρροές τους δεν στερούνται προσωπικού στίγματος, απολαυστικές για τον ακροατή.
Στα σχεδόν 33 λεπτά, που διαρκεί το σκληρό rock ολοκαύτωμα, που ακούει στο όνομα Kadavar, ταξιδεύουμε σε ψυχεδελικά prog ηχοτοπία, τα οποία είναι επιτυχώς διανθισμένα από μερικά ιδιαιτέρως heavy riffs, αλλά κι από κάμποσα σαλεμένα solos, που ξεχειλίζουν από ενέργεια. Το μπάσο προσδίδει το απαραίτητο groove στις 6 τον αριθμό και γεμάτες fuzz συνθέσεις του δίσκου, ενώ τα δυναμικά ντραμς συμβάλουν τα μέγιστα στην εξαιρετική ροή του άλμπουμ, καθώς ενισχύουν το υφέρπον blues feeling, που το διαπερνά καθόλη την διάρκεια του.
Εν ολίγοις, οι Kadavar μας προσφέρουν μέσω της This Charming Man Records έναν άκρως διασκεδαστικό δίσκο, που αφήνει πολλές υποσχέσεις για το μέλλον, μιας και τούτα τα παλικάρια, μοιάζουν ικανά να μας χαρίσουν μαγευτικές retro rock στιγμές στο εγγύς μέλλον, καθώς αν κρίνω από τον τρόπο, που δάμασαν τις μπόλικες επιρροές τους, αλλά κι από την vintage αύρα της μουσικής τους, τότε δεν έχουν να φοβηθούν απολύτως τίποτα από γνωστές μπάντες παρόμοιου ηχητικού μοτίβου όπως Graveyard, Witchcraft, Brutus. Το αντίθετο.
Το παρόν κείμενο γράφεται με αφορμή το πρώτο μέρος του δίσκου Oro, που τιτλοφορείται Opus Primum, του ιταλικού άγνωστης ταυτότητος ιπτάμενου ηχητικού μαμούθ, που ακούει στο όνομα Ufomammut. Το εν λόγω μουσικό τρίο, που γεννήθηκε το 1999, αποτελείται από τους Urlo σε φωνητικά, πλήκτρα και μπάσο, Vita σε ντραμς και Poia σε κιθάρες και πλήκτρα, ενώ σημαντική συμβολή στον ήχο, αλλά και στο οπτικό κομμάτι τούτης της υπερβολικά ταλαντούχας μπάντας, έχουν σε σταθερή βάση οι Ciccio και Lu, αντίστοιχα.
Η έκτη full length κυκλοφορία τούτης της μπάντας, που είναι η πρώτη για λογαριασμό της Neurot Recordings, κυκλοφόρησε επίσημα πριν λίγες ημέρες, ενώ το δεύτερο μέρος της, που θα φέρει τον τίτλο Opus Alter, πρόκειται να κυκλοφορήσει από την ίδια εταιρία τον προσεχή Σεπτέμβρη. Φυσικά, η δισκογραφική Supernatural Cat Records, που αποτελεί δημιούργημα των μελών της μπάντας, θα έχει άκρως σημαντικό, αλλά κι ενεργό ρόλο, σ' αυτή τη μεγαλειώδη και με διττή υπόσταση, κυκλοφορία.
Για τρίτη συνεχόμενη φορά, οι Ufomammut ηχογράφησαν το νέο τους πόνημα στη Ρώμη και πιο συγκεκριμένα στο Locomotore Studio του επί χρόνια συνεργάτη τους Lorenzo Stecconi, που ηγήθηκε ξανά και με απόλυτη επιτυχία, των σχετικών με την παραγωγή του δίσκου διαδικασιών, ενώ το άκρως εντυπωσιακό artwork, που συνοδεύει υπέροχα το Oro, επιμελήθηκε, όπως και τις πρότερες δουλειές τούτης της μπάντας, το Malleus Rock Art Lab, μια εικαστική κολεκτίβα, στην οποία συμμετέχουν τα δύο από τα τρία μέλη της υποφαινόμενης μπάντας.
Το πρώτο μέρος του Oro, που στα ιταλικά σημαίνει χρυσός, είναι ως επί τω πλείστον instrumental, καθώς τα φωνητικά, αλλά και τα samples αυτών, είναι λιγοστά. Όμως, το περί ου o λόγος, OpusPrimum, δεν στερείται concept, καθώς η θεματολογία του σχετίζεται με την γνώση και τις δυνάμεις, που πηγάζουν από την κατοχή αυτής, ενώ τόσο η ηχητική, όσο και η οπτική μορφή των κομματιών του δίσκου, καταπιάνονται με την προσπάθεια του ανθρώπινου νου να ελέγξει το κάθε τι τριγύρω του, αλλά και να κυριαρχήσει επί των ουκ ολίγων, φόβων του.
Το Opus Primum, που διαρκεί 51 λεπτά, αποτελείται από πέντε κομμάτια, ενώ τον ίδιο αριθμό κομματιών θα περιέχει και το επερχόμενο έτερον του ήμισυ, Opus Alter. Ο ήχος του δίσκου είναι ογκώδης, ενώ δεν στερείται διαύγειας, κι αυτό, έχει ως αποτέλεσμα, η δομή των συνθέσεων, που απαρτίζουν το εν λόγω, τερατώδους ομορφιάς, άκουσμα, να είναι ευδιάκριτη, κάτι, που είναι πολύ σημαντικό για την απόλαυση της μουσικής των Ufomammut, η οποία διακρίνεται για τις έντονα ψυχεδελικές space rock αναφορές της και τον περίπλοκο heavy χαρακτήρα της.
Τα γιγαντιαία riffs του Poia πλαισιώνονται εντυπωσιακά από τα καλά τοποθετημένα effects του, τα οποία συμπληρώνουν με τον πλέον κατάλληλο τρόπο τις space πινελιές των πλήκτρων του Urlo, τα λιγοστά φωνητικά του οποίου, αν και χαμηλά στην μίξη, θαρρώ, πως είναι άκρως ταιριαστά με το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, το οποίο απογειώνεται απ' τις groovy νότες του μπάσου, ενώ ο Vita χτυπά τα ντραμς του αλύπητα, άλλοτε για να κατευθύνει τους υπόλοιπους κι άλλοτε απλώς κρατώντας τους συντροφιά στο περιπετειώδες ηχητικό τους ταξίδι..
.. Το οποίο περνά μέσα από ψυχεδελικά sludge ηχοτοπία, τα οποία οδηγούν τους Ufomammut σ' έναν απομονωμένο κοσμικό doom δρόμο, ο οποίος καταλήγει σ' ένα βραχώδες κι ερημωμένο space αδιέξοδο, καθιστώντας έτσι την μπάντα ευάλωτη κι έρμαιο των αδηφάγων πλασμάτων, που κατοικούν στις υπέρ του δέοντος heavy διαστημικές λασπουριές, όπου ηθελημένα βρέθηκε. Η μόνη της άμυνα πλέον, είναι η αυτογνωσία, που για να αποκτηθεί, θα πρέπει η μπάντα να νικήσει τους κάθε λογής φόβους, που κατακλύζουν το κουρασμένο της υποσυνείδητο..
..Κάτι, που ως δια μαγείας, καταφέρνει, μιας και το Oro, το πρώτο μέρος του οποίου μας γεμίζει με υπερβολικά υψηλές προσδοκίες για τον επερχόμενο διάδοχο του, είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό άκουσμα: είναι η ηχητική, αλλά και οπτική, απόδοση της ανήλεης κι αιώνιας μάχης του ανθρώπου να κυριαρχήσει επί των προσωπικών του δαιμόνων, κατατροπώνοντας το εγώ του, αλλά κι όλα εκείνα, που νομίζει ότι τον κρατούν εγκλωβισμένο στην πνευματική του φυλακή. Όχι, το Opus Primum, δεν αποτελεί πανάκεια, αλλά έχω την αίσθηση, πως..
..Η άφιξη του Opus Alter, όχι μόνο θα ολοκληρώσει τούτο το μαγευτικό ηχητικό ταξίδι, αλλά θα βοηθήσει και στην επίτευξη του απώτερου σκοπού αυτού του μουσικού μαμούθ, που δεν είναι άλλος από την προσέγγιση της προσωπικής αλήθειας του καθενός, μιας και οι Ufomammut, έχουν θέσει ως στόχο την δημιουργία ενός οπτικοακουστικού Τιτάνα, που θα μας βοηθήσει να την κοιτάξουμε κατάματα. Το σημαντικότερο; Όλα δείχνουν, πως αυτό τελικώς θα επιτευχθεί..
Οι Ιταλοί Gandhi'sGunn, που γεννήθηκαν στην Γένοβα πριν από μια πενταετία περίπου, απαρτίζονται από τους Massimo Perasso σε μπάσο, Andrea Tabbi De Bernardi σε ντραμς, Francesco Raimondi σε κιθάρες και Giacomo H Boeddu σε φωνητικά, ενώ νομίζω, πως ενεργό μέλος της μπάντας θα πρέπει να θεωρείται και ο πρώην μπασίστας της, Kabuto, ο οποίος, μέσω του Kabuto Art Lab, που διατηρεί, χειρίζεται όλα όσα σχετίζονται με το οπτικό μέρος των πολλά υποσχόμενων, διψασμένων, αλλά και αποφασισμένων για επιτυχία, Gandhi's Gunn.
Το ντεμπούτο άλμπουμ τούτης της ιδιαίτερα δυναμικής μπάντας, Thirtyeahs, που κυκλοφόρησε το 2010, κέρδισε τις καρδιές των κριτικών, αλλά και των φίλων της heavy μουσικής, ενώ έδωσε την ευκαιρία στη μπάντα να μοιραστεί το ίδιο συναυλιακό σανίδι με μπάντες θρύλους του χώρου, όπως οι συμπατριώτες τους Ufomammut, οι Αργεντίνοι Los Natas, οι εξ Αμερικής ορμώμενοι Acid King, Clutch κι Atomic Bitchwax, ενώ υπήρξαν και κάποιες ζωντανές εμφανίσεις παρέα με τους Ιάπωνες Church Of Misery, τους Βέλγους Amen Ra, αλλά και τους Καναδούς Nadja.
Έχοντας αυτά κατά νου, θέλοντας και μη, οι προσδοκίες μου για το επερχόμενο και δεύτερο ως τώρα full length άλμπουμ της μπάντας, που πρόκειται να κυκλοφορήσει υπό τον τίτλο The Longer The Beard The Harder The Music, στις 27 του τρέχοντος μήνα από την επίσης Γενοβέζικη Taxi Driver Records, αυξήθηκαν κατακόρυφα, καθώς το να είσαι νεοεμφανιζόμενη μπάντα και να βρίσκεσαι άμα τη κυκλοφορία του ντεμπούτου σου στον δρόμο για δύο συνεχόμενα χρόνια παρέα με μεγαθήρια του χώρου, νομίζω, πως δεν είναι κι ότι πιο συνηθισμένο.
Ωραία όλα αυτά, αλλά ας μπούμε στο παρασύνθημα. Το εκρηκτικό The Longer The Beard The Harder The Music, που ηχογραφήθηκε στα Green Fog Studio, όχι μόνο εκπλήρωσε τις υψηλές προσδοκίες μου, αλλά νομίζω, πως τις ξεπέρασε, καθώς τα 8 κομμάτια συνολικής διάρκειας 40 λεπτών, που το αποτελούν, είναι όλα τους ένα κι ένα, ενώ θαρρώ, πως ιδιαίτερης μνείας αξίζει ο Mattia Cominotto, που ήταν ο αποκλειστικός υπεύθυνος για την εξαιρετική παραγωγή του δίσκου, η οποία όπως ίσως μαντεύετε, απογειώνει τις εκρηκτικές συνθέσεις του.
Τα ιδιαιτέρως δυναμικά ντραμς πλαισιώσουν υπέροχα τα ογκώδη, αλλά και κοφτά σε αρκετές στιγμές, υπέρβαρα riffs της κιθάρας, όπως ακριβώς και τις γαλήνιες μελωδίες αυτής, ενώ το υπέρ του δέοντος groovy μπάσο συμπληρώνει αμφότερα με ιδανικό τρόπο, αν και για να είμαι ειλικρινής, θαρρώ, πως την παράσταση κλέβουν τα φωνητικά, καθώς έχω την αίσθηση, πως η ποιότητα τους είναι αυτή, που καθιστά ξεχωριστούς στον heavy χώρο τους ελπιδοφόρους Ghandi's Gunn, που χειρίστηκαν με μαεστρία, τις πολλές κι ενδιαφέρουσες επιρροές τους.
Οι southern ηχητικές πινελιές, που η μπάντα διοχετεύει με ιδιαίτερη επιτυχία στο heavy rock της, προσδίδουν μια σαγηνευτική ομορφιά στον εκρηκτικό stoner χαρακτήρα της, ο οποίος περιέχει κάποια καλά κρυμμένα metal ψήγματα, ενώ οι ανατολίτικες μελωδίες φλερτάρουν επιτυχώς τα μπόλικα ψυχεδελικά στοιχεία του δίσκου, καθιστώντας τον έτσι, σχεδόν απαραίτητο για τις δισκοθήκες των απανταχού φίλων του heavy ήχου, καθώς το ιδιαιτέρως πλούσιο μουσικό του περιεχόμενο, βρίθει ενέργειας, δίχως όμως να στερείται της πάντα καλοδεχούμενης ποικιλίας.
Εν κατακλείδι, νομίζω, πως οι Ghandi's Gunn, δεν θα δυσκολευτούν να προκαλέσουν τον θόρυβο, που επιθυμούν, αλλά και δικαιούνται, καθώς το δεύτερο πόνημά τους, The Longer The Beard The Harder The Music, είναι προσεγμένο ως και την παραμικρή του λεπτομέρεια, ενώ οι συνθέσεις του, που ως επί τω πλείστον, γεννήθηκαν κατά την διάρκεια της προαναφερθείσας συναυλιακής πορείας της μπάντας, παρά είναι καλές για να περάσουν απαρατήρητες. Γι' αυτό το λόγο, σας προτείνω ανεπιφύλακτα τούτο το εντυπωσιακό άκουσμα.
Αν και σε τούτη τη μικρή διαδικτυακή γωνιά δεν συνηθίζεται να αναρτώνται κείμενα σχετικά με νέες κυκλοφορίες ή/και με τα νέα διάφορων συγκροτημάτων, μιας και προς το παρόν, ο διαθέσιμος χρόνος για κάτι τέτοιο δεν είναι αρκετός, εντούτοις, οι γραμμές, που τώρα διαβάζετε, γράφονται με αφορμή την ανακοίνωση για τον επερχόμενο δίσκο μιας αγαπημένης μου μπάντας.
Ο λόγος για τους ΟΜ, που όπως ανακοινώθηκε επίσημα πριν από λίγες ημέρες, πρόκειται να κυκλοφορήσουν τη νέα δουλειά τους, που θα φέρει τον τίτλο: Advaitic Songs, το ερχόμενο καλοκαίρι και πιο συγκεκριμένα, στις 24 του Ιούλη. Ο δίσκος, που θα έχει διπλή υπόσταση, καθώς θα εκδοθεί σε μορφή διπλού cd, αλλά και διπλού βινυλίου, θα βγεί μέσω της Drag City.
Εκτός από το εξώφυλλο του δίσκου, που αν δεν κάνω κάποιο λάθος, απεικονίζει τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, παραμένοντας έτσι πιστό στην αισθητική, που οι OM μας έχουν συνηθίσει με τις πρότερες κυκλοφορίες τους, παρουσιάστηκε και το tracklist του δίσκου, που θα αποτελείται από τα εξής 5 κομμάτια: "Addis", 'State Of Non-Return', "Gethsemane", "Sinai", 'Haqq al-Yaqin'.
Κλείνοντας, καλό θα ήταν να γνωρίζετε, πως η μπάντα ξεκίνησε πριν από λίγες ημέρες την ευρωπαϊκή της περιοδεία, στην οποία δυστυχώς, δεν συμπεριλαμβάνεται κάποια ημερομηνία στην Ελλάδα. Όπως και να 'χει, νομίζω, πως το σημαντικό είναι ότι η μπάντα επιστρέφει στη δισκογραφία ύστερα από 3 χρόνια, οπότε.. Arise to sky and set free, release toward horizon..
Οι Βρετανοί Conan, οι οποίοι απαρτίζονται από τους Paul O'Neil στα ντραμς, Jon Davis σε φωνητικά και κιθάρα και Phil Coumbe σε μπάσο και φωνητικά, δημιουργήθηκαν το 2006 στο Λίβερπουλ κι έκτοτε δεν έχουν σταματήσει ούτε στιγμή να μας συναρπάσουν με την εξαιρετικά heavy προσέγγιση της doom μουσικής, που επιχειρούν μέσω του ήχου τους, ο οποίος ξεπερνά σε βάρος κι όγκο τις περισσότερες heavy μπάντες του διαγαλαξιακού μας συστήματος, ενώ η ονομασία CavemanBattleDoom, που η μπάντα έχει προσδώσει στις υπέρβαρες μελωδίες της, θαρρώ, πως τις περιγράφει με τον πλέον ταιριαστό τρόπο, καθώς το ντεμπούτο full length της, Monnos, που κυκλοφορεί μέσω της Burning World Records, ορίζει τα όρια του doom ήχου εκ νέου, μιας και τα 6 κομμάτια συνολικής διάρκειας 39 λεπτών, που περιέχει, νομίζω, πως θα επηρεάσουν κόσμο και κοσμάκη, καθιστώντας έτσι, ανεξίτηλο το heavy στίγμα των Conan.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το Monnos, που ηχογραφήθηκε στα Foel Studios, συνοδεύεται από ένα εκπληκτικό artwork, που για ακόμη μια φορά στην ως τώρα πορεία της μπάντας, φιλοτέχνησε το αφανές τέταρτο μέλος της, Tony Roberts. Η παραγωγή, που είναι αρκούντως καθαρή, οφείλεται στην πολύ καλή δουλειά του Chris Fielding, ο οποίος κατάφερε να δώσει διαύγεια στο μουσικό περιεχόμενο του άλμπουμ, δίχως όμως να εξαλείψει εντελώς την λασπώδη αίσθηση ηχητικής βρωμιάς, που χαρακτήριζε και κολάκευε τις πρότερες δουλειές τούτης της ιδιαιτέρως ελπιδοφόρας και πάρα πολλά υποσχόμενης μπάντας.
Η απόδοση της μπάντας κινείται σε υψηλότατα επίπεδα, ενώ η χημεία των τριών μουσικών από τον εγγλέζικο βορρά, μοιάζει και είναι εκπληκτική, καθώς ο ένας συμπληρώνει τον άλλο με απαράμιλλη μαεστρία. Η βελτίωση στον συνθετικό τομέα είναι εμφανέστατη, αν και οι συνθέσεις δεν ξεφεύγουν πολύ από το ήδη γνωστό και ιδιαιτέρως θορυβώδες ηχητικό μοτίβο της μπάντας, που ως επί τω πλείστον κινείται σε mid-tempo ρυθμούς, ενώ το στιχουργικό περιεχόμενο του άλμπουμ, που όπως και οι τίτλοι των κομματιών μαρτυρούν, καταπιάνεται με τα όσα συμβαίνουν στα πεδία των μαχών, είναι δοσμένο με συνοπτικό, αλλά άκρως γλαφυρό και περιεκτικό τρόπο.
Τα ντραμς του άλμπουμ, που κάλλιστα θα μπορούσαν να παρομοιαστούν με τύμπανα του πολέμου, είναι καταιγιστικά σε στιγμές, ενώ σε αυτά οφείλονται κυρίως οι αλλαγές, που επιχειρούνται στο τέμπο του δίσκου. Οι κιθάρες παράγουν κοφτά, μεγαλειώδη riffs, που με το χαμηλό τους κούρδισμα, αλλά και το τεράστιο ηχητικό τους εκτόπισμα, δοκιμάζουν με κάθε τους νότα τις αντοχές των ηχείων, ενώ το μπάσο, που με το παχύ και πηχτό του ήχο προσδίδει γενναίες ποσότητες groove στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, συνοδεύει τόσο τις κιθάρες, όσο και τα ντραμς, με τον πλέον ταιριαστό τρόπο. Όσον αφορά τα φωνητικά, το μόνο σίγουρο είναι, πως ταιριάζουν άψογα με την αύρα της μουσικής, αλλά και με την αισθητική των στίχων του άλμπουμ.
Εν κατακλείδι, έχω την αίσθηση, πως τούτος ο δίσκος, θα μνημονεύεται για αρκετό καιρό, ενώ τούτη η μπάντα μου δίνει την εντύπωση, πως ξέρει πολύ καλά τι κάνει, καθώς δεν ξέρω αν το κατέστησα σαφές παραπάνω, αλλά οι Conan μόλις κυκλοφόρησαν έναν doom δίσκο, που βρίθει επικού συναισθήματος, ενώ περιέχει κι αρκετά sludge στοιχεία, τα οποία απογειώνουν το συμπαγές μουσικό περιεχόμενο του ηχητικού μαμούθ, που ακούει στο όνομα, Monnos, καθιστώντας το έτσι απαραίτητο για την δισκοθήκη όλων των φίλων του heavy ήχου.
Οι Αυστριακοί Mondtille υπέπεσαν στην αντίληψη μου πριν από περίπου δύο χρόνια, όταν ο καλός φίλος zedalone μου τους σύστησε προς ακρόαση. Έκτοτε, η μουσική τους δεν έχει σταματήσει να μου κρατά παρέα, καθώς ο συνδυασμός ακραίου metal και ακουστικών μελωδιών, δεν δυσκολεύτηκε να με σαγηνεύσει. Γι' αυτό το λόγο, αλλά και με αφορμή το δεύτερο πόνημα της μπάντας, Seelenwund, που κυκλοφόρησε πρόσφατα και με συνάρπασε, αποφάσισα να ζητήσω από τον zedalone να κανονίσει μια συνέντευξη με τη μπάντα, καθώς είχε αναπτύξει μια καλή επικοινωνία μαζί τους. Έτσι κι έγινε, καθώς ο David, που είναι ο κιθαρίστας της μπάντας, δέχθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις, που εγώ κι ο zedalone ετοιμάσαμε.
Ξεκινήσατε ως ντουέτο, που έγραφε κυρίως ακουστική μουσική, όμως σύντομα και με την προσθήκη περισσότερων μελών στη μπάντα, η προσέγγιση σας στην μουσική έγινε περισσότερο ακραία. Θα μας πεις σε παρακαλώ λίγα λόγια για τις πρώτες μέρες της μπάντας, αλλά και για την εξέλιξή της?
Αυτό, που θέλαμε πάντα να κάνουμε, είναι να παίξουμε τη μουσική, που μας αρέσει να ακούμε. Έπειτα από ορισμένα τζαμαρίσματα και την προσθήκη παραπάνω μουσικών, δημιουργήσαμε τους Mondstille. Ύστερα από μερικά σκαμπανεβάσματα, όπου κερδίζαμε και χάναμε μέλη στη μπάντα, έχουμε πλέον φτάσει στο σημείο, όπου θέλαμε να βρίσκονται οι Mondstille, κι αυτό είναι υπέροχο. Ορίζουμε την μουσική μας ως “Emotional Black Metal”, ενώ αυτή, πάντα υπήρξε 100% ειλικρινής.
Στο ντεμπούτο σας,Am Ende, συνδυάσετε δύο διαφορετικές μουσικές κατευθύνσεις, δημιουργώντας ένα καθαρά ηλεκτρικό μέρος κι ένα ακουστικό. Στο Seelenwundέχετε ακουστικά γυρίσματα εντός των τραγουδιών. Για να είμαι ειλικρινής, μου λείπει η ακουστική πλευρά σας. Αναρωτιέμαι λοιπόν, εάν ακόμη γράφετε καθαρά ακουστικά πράγματα κι αν υπάρχει περίπτωση να ακούσουμε ξανά κάποια τέτοια κυκλοφορία από εσάς στο μέλλον.
Αρχικά, θέλαμε να κάνουμε στο Seelenwundτο ίδιο, που κάνουμε και στο Am Ende, μισά ακουστικά και μισά metal τραγούδια. Αλλά, καθώς αρχίσαμε τη συγγραφή νέων τραγουδιών, αποφασίσαμε να μην επαναληφθούμε, αλλά αντιθέτως, να εξελίξουμε το δικό μας στυλ metal τραγουδιών με ακουστικά μέρη. Υπάρχουν κάποια αμιγώς ακουστικά τραγούδια και ίσως γράψουμε έναν ακουστικό δίσκο στο μέλλον, αλλά αν ηχογραφήσουμε κάτι τέτοιο, θα είναι σίγουρα αρκετά διαφορετικό από τα ακουστικά μέρη του Am Ende. Όμως, προς το παρόν, δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν θα κάναμε ποτέ κάτι τέτοιο.
Παρατήρησα, πως ποτέ ως τώρα δεν είχατε κάποιον σταθερό ντράμερ στη μπάντα και επίσης, όσοι σας βοήθησαν, είτε στο στούντιο, είτε στις συναυλίες, δεν ήταν πάντα οι ίδιοι. Γιατί συμβαίνει αυτό?
Οι δρόμοι μας με τον πρώτο μας ντράμερ, Phil, χώρισαν ύστερα από 2 χρόνια, που παίζαμε μαζί. Ο Krimhτων Decapitatedέπαιξε τα ντραμς στο Am Ende, ο Abayerτων Horns Of Hattinκαι ο Marthynτων Belphegorέπαιξαν μαζί μας σε κάποιες συναυλίες, ενώ τα ντραμς στο Seelenwundείναι προγραμματισμένα. Όλα αυτά τα χρόνια μετά τον χωρισμό, ψάχναμε για έναν ντράμερ, αλλά ποτέ δεν βρήκαμε. Δεν ξέρω γιατί, αλλά φαίνεται, πως δεν ανήκουμε στο είδος, στο οποίο οι ντράμερ της Βιέννης θα ήθελαν να παίξουν. Για να είμαι ειλικρινής, το σιχαίνομαι αυτό.
Ποιες είναι οι κύριες μουσικές επιρροές σας? Και ποιες οι αγαπημένες σας μπάντες/καλλιτέχνες?
Υπάρχουν πολλά είδη μουσικής και πολλοί καλλιτέχνες, που έχουν επηρεάσει το έργο μας και για τον καθένα από μας, αυτοί είναι διαφορετικοί. Στις πρώτες μας μέρες, είχαμε εμπνευστεί από μπάντες όπως οι Dornenreich, Nagelfar (οι Γερμανοί), Tenhi, Empyriumκαι άλλες παρόμοιες. Ήταν κάπως “αυτή η μουσική είναι τόσο ωραία, που πρέπει να κάνουμε κάτι ανάλογο με το δικό μας τρόπ, αλλά πλέον, απλώς γράφουμε μουσική, δίχως να έχουμε στο νου μας άλλες μπάντες. Όταν ξεκινήσαμε τους Mondstilleάκουγα σχεδόν αποκλειστικά metal, αλλά τώρα είμαι πολύ πιο ανοιχτός στη μουσική κι έχω εμπνευστεί από αρκετά μη metal πράγματα.
Πως θα περιγράφατε τη μουσική σας σε κάποιον, που δεν έχει ακούσει ούτε μια νότα από αυτή?
Νομίζω, πως θα την περιέγραφα ως πολύ ατμοσφαιρική. Απολύτως ειλικρινή και προερχόμενη από τα βάθη των ψυχών μας. Αλλά φοβάμαι, πως θα πρέπει να σου αρέσει ο metal ήχος (γέλια).
Θα είχες την ευγένεια να μας πληροφορήσεις σχετικά με την διαδικασία συγγραφής της μουσικής σας? Πως συμβαίνει η μαγεία?
Τα πάντα ξεκινούν από τις κιθάρες. Απλώς καθόμαστε και τζαμάρουμε με αυτές έως ότου προκύψει ένα καλό riff. Αν υπάρχει η δυνατότητα, το ηχογραφούμε άμεσα και με βάση αυτό το riff, το τραγούδι αναπτύσσεται. Συνήθως, μετά τελειώνουμε τα κιθαριστικά μέρη, προσθέτουμε τα ντραμς κι έπειτα σκεφτόμαστε τα μέρη, στα οποία θα μπορούσε το βιολί να ακουστεί. Τέλος, προσθέτουμε το μπάσο και τα φωνητικά. Μια καθόλου θεαματική διαδικασία, διότι εκτός του Ludwig, οι υπόλοιποι σχεδόν δεν ξέρουμε τι κάνουμε με τα μουσικά μας όργανα, οπότε μάλλον όλα οφείλονται στο feeling (γέλια).
Ποιες είναι οι κύριες στιχουργικές σας επιρροές? Και γιατί όλοι οι στίχοι σας είναι γραμμένοι στη μητρική σας γλώσσα?
Διαβάζω πολύ γερμανική ποίηση, όπως Storm, Goetheή Heineκαι γι' αυτό, αρκετοί από τους στίχους μου είναι επηρεασμένοι από τον τρόπο γραφής τους. Δεν είμαι καμία διάνοια, αλλά απλώς, έτσι αισθάνομαι καλά. Γράφω στα γερμανικά, διότι είναι η μητρική μου γλώσσα και έτσι μπορώ να εκφράσω καλύτερα τα συναισθήματα και τις σκέψεις μου. Θα μπορούσα να γράψω κάλλιστα στα αγγλικά, αλλά κάτι τέτοιο δεν θα ταίριαζε στους Mondstille.
Το στοιχείο του θανάτου και της φύσης είναι έντονο στους στίχους σας. Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη θεματολογία σε αυτούς?
Οι στίχοι μου ήταν πάντα ένα είδος θεραπείας για εμένα και αντανακλούν σε διαφορετικές περιόδους της ζωής μου. Οπότε δεν υπάρχει μια θεματολογία ή κάποιου είδους μεγάλη ιδέα σε αυτούς, αλλά νομίζω, πως έχουν μια κοινή συνισταμένη. Το Am Endeείναι ένα πολύ καταθλιπτικό και αρνητικό άλμπουμ, διότι όταν έγραφα τους στίχους ήμουν χάλια, καθώς έπρεπε να ξεπεράσω αρκετά πράγματα. Το Seelenundείναι μελαγχολικό, διότι αυτή ήταν και η διάθεση μου τότε, αλλά μελαγχολικό με μια θετική έννοια. Είναι για την λαχτάρα και την αναζήτηση της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της δύναμης και της αυτογνωσίας. Αλλά έπρεπε να χρησιμοποιήσω κάνα-δυο παλαιότερους στίχους στον δίσκο, οπότε ναι, υπάρχει ακόμη λίγος θάνατος σε αυτούς(γέλια).
Σχετικά με το Seelenwund, μπορείς να μας πληροφορήσεις σε παρακαλώ για τις ηχογραφήσεις και την παραγωγή του? Είστε ικανοποιημένοι με το τελικό αποτέλεσμα?
Είμαστε απολύτως ικανοποιημένοι με το τελικό αποτέλεσμα. Κατά τη γνώμη μου, οι ηχογραφήσεις ήταν εξαιρετικά απλές. Απλώς, ηχογραφήσαμε κάθε μια από τις ιδέες, που ήρθαν στο μυαλό μας, ενώ την ίδια στιγμή, αρχίσαμε την προ-παραγωγή. Όταν όλα τα τραγούδια ολοκληρώθηκαν, τα ηχογραφήσαμε ξανά στο στούντιο μας και τα στείλαμε στον Norbert Leitnerτης Udio Media. Αυτός έκανε το mixing και το mastering του δίσκου κι έπειτα μας το έστειλε πίσω. Η ροή της συνεργασίας μας ήταν πολύ καλή, ενώ, αν και κάποια μικρά τεχνικά προβλήματα υπήρξαν, στο τέλος, όλα κύλησαν άψογα.
Ο δεύτερος δίσκος σας, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι υπέροχος, ενώ παρατήρησα, πως οι αντιδράσεις γι' αυτόν, ήταν πραγματικά θετικές. Περιμένατε αυτήν την επιτυχία και πως αισθάνεστε γι' αυτήν?
Ειλικρινά, δεν περιμέναμε ότι το Seelenwundθα γινόταν τόσο δημοφιλές στους οπαδούς μας, αλλά και σε αρκετά underground διαδικτυακά περιοδικά. Πραγματικά, μας έχει συναρπάσει η επιτυχία του, αλλά και τα εξαιρετικά σχόλια, που λαμβάνουμε από τους φίλους και οπαδούς μας. Μιλήσαμε με πολύ κόσμο και όλοι τους έλεγαν πόσο πολύ αγάπησαν το Seelenwund. Είναι πραγματικά υπέροχο και μοιάζει σαν ανταμοιβή για όλες τις ώρες πόνου και βασανιστηρίων (γέλια).
Κυκλοφορήσατε μόνοι σας το άλμπουμ, χωρίς την εμπλοκή κάποιας δισκογραφικής. Πρόκειται για κάποιου είδους πολιτική της μπάντας ή απλώς έτυχε να γίνει έτσι?
Αποφασίσαμε να κυκλοφορήσουμε το Seelenwundμε αυτό τον τρόπο, διότι είχαμε άσχημες εμπειρίες από τη συνεργασία μας με την White Birdγια το Am Ende. Αυτή τη φορά θέλαμε να έχουμε τον απόλυτο έλεγχο, όσον αφορά τις διαδικασίες παραγωγής και αποστολής. Έτσι ώστε, αν τα πράγματα πάνε άσχημα, να φταίμε εμείς και μόνο. Ο δεύτερος λόγος, που κυκλοφορήσαμε μόνοι μας το Seelenwund, είναι διότι θέλαμε να μην παρέμβει κανείς στο έργο μας και στο πως το δημιουργούμε. Αν έχεις συμβόλαιο με κάποια δισκογραφική, πάντα θα υπάρχει κάποιος, που θα απαιτεί συνεχώς καινούρια πράγματα από εσένα και αυτός δεν είναι ο τρόπος, που δουλεύουν οι Mondstille. Θέλουμε το χρόνο μας για να συνθέσουμε τη μουσική μας, αλλά και για να γράψουμε τους στίχους μας.
Όχι πολύ αφότου ξεκίνησαν οι προπαραγγελίες για τον δίσκο, αυτός διέρευσε και κάνατε μια σχετική δήλωση. Νομίζω, πως η προσέγγιση σας ήταν πολύ ευγενική και δεν μπορώ αν αντισταθώ, παρα να σε ρωτήση για το συμβάν, αλλά και την γνώμη σου για την πειρατεία γενικότερα. Ποιά είναι η άποψη σου σχετικά?
Σωστά, κάναμε μια δήλωση μέσα από τη σελίδα μας στο Facebook σχετικά με αυτό το συμβάν. Δεν έχουμε θυμώσει με αυτό το γεγονός, διότι για μας είναι κάτι σαν δωρεάν διαφήμιση και είναι καλό να βλέπεις, πως ο κόσμος αναγνωρίζει την σκληρή δουλειά μας για το Seelenwund, καθώς μας γράφουν και μας λένε ότι κατέβασαν τον νέο μας δίσκο και ότι θέλουν να τον αγοράσουν, διότι τους άρεσε πολύ. Ως εκ τούτου, είμαστε απολύτως ok με αυτό. Αν βγει κάποιος νέος δίσκος από μια μπάντα, που μου αρέσει, “θα το τσεκάρω” κι εγώ. Αλλά αν πραγματικά μου αρέσει η μουσική, που περίεχει, θα το αγοράσω. Με την πρώτη ευκαιρία.
Καθώς περιπλανιόμουν στο website σας, συνειδητοποίησα, πως ο αριθμός των συναυλιών σας δεν είναι όσο μεγάλος νόμιζα και αναρωτιέμαι γιατί δεν κάνετε πιο συχνά συναυλίες?
Δεν έχουμε σταθερό ντράμερ, οπότε είναι δύσκολο να προετοιμαστούμε για να παίξουμε ζωντανά. Είμαστε όλοι εργαζόμενοι και πρέπει με κάποιο τρόπο να βρούμε χρόνο και χώρο για το χόμπι μας, τους Mondstille. Είναι πολύ δύσκολο να βρούμε ημερομηνίες, στις όποιες όλοι μας θα μπορέσουμε να προετοιμαστούμε και να παίξουμε ζωντανά. Γι' αυτό το λόγο, οι περισσότερες συναυλίες μας γίνονται στη Βιέννη.
Όπως είπες, σχεδόν όλες σας οι συναυλίες έλαβαν χώρα στην γενέτειρα σας, Βιέννη. Πως και δεν παίξατε ποτέ ζωντανά στο εξωτερικό?
Καταρχάς, αυτό οφείλεται εν πολλοίς στους λόγους, που ανέφερα παραπάνω. Είχαμε κάποιες προσφορές για να παίξουμε σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά δεν μπορέσαμε να το συνδυάσουμε με τις εργασίες μας. Θέλουμε πραγματικά να παίξουμε σε διαφορετικές χώρες και πόλεις, αλλά προς το παρόν, αποφασίσαμε να σταματήσουμε γενικότερα τις συναυλίες, έως ότου βρούμε έναν σταθερό ντράμερ.
Πρόσφατα, μοιραστήκατε την σκηνή με δύο πολύ γνωστές γαλλικές μπάντες, τους Alcestκαι Les Discrets. Πως ήταν η συναυλία και μήπως υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον περιστατικό από εκείνη την βραδιά, που θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας?
Η βραδιά ήταν υπέροχη, διότι όλες οι μπάντες ήταν τρομερές. Το μέρος ήταν σχεδόν sold out και όλες οι μπάντες έπαιξαν εκπληκτικά. Μιλώντας για μένα, δεν μπόρεσα να ευχαριστηθώ όσο και οι άλλοι εκείνο το βράδυ, διότι έτρεχα για το merchandise και τα σχετικά. Αλλά όλα ήταν ok και σίγουρα ήταν μια βραδιά, που θα μνημονεύεται.
Λίγο πριν το τέλος αυτής της συνέντευξης, νομίζω, πως θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να μοιραστείς μαζί μας το πιο τρελό σου όνειρο για τη μπάντα, αλλά και να μας ενημερώσεις σχετικά με τις φιλοδοξίες των Mondstille.
Το πιο τρελό μου όνειρο? Νομίζω, πως θα ήθελα μια παγκόσμια περιοδεία με τους Lantlos (γέλια). Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχουμε κάποια μεγαλειώδη φιλοδοξία για τους Mondstille. Απλώς κάνουμε αυτό, που θέλουμε, παίζουμε μουσική για προσωπικούς λόγους και απολαμβάνουμε το γεγονός, πως αρέσει στον κόσμο η μουσική μας. Τίποτα παραπάνω.
Ευχαριστώ για την συνέντευξη. Μπορείτε να την κλείσετε όπως θέλετε, μιας και ο επίλογος σας ανήκει.
Austrian band, Mondstille, was brought to my perception almost two years ago, by a good friend of mine, zedalone, who recommented them to me. Since then, their music has been a really good company to me, because I was allured by their combination of extreme metal and acoustic tunes. Thus, but also, on the occasion of their majestic second full length, Seelenwund, I decided to ask zedalone, who had established a good liaison with them, if he can arrange an interview with the band. That was it, the band accepted and David, it's guitarist, answered the questions that together, me and zedalone, prepared.
You were formed as a duo writing mostly acoustic tunes but soon more members joined the band and your approach to music became more extreme. Would you please tell us a bit about those early days of the band and it's evolution?
We always wanted to do just the music we wanted to listen to. After some jam sessions we founded "Mondstille" and found us some great additional musicians. After some up's and down's, loosing and winning band members, we are now at that point where we intended "Mondstille" to be, and that feels great. We define our music as "Emotional Black Metal" and it has always been 100% honest.
In your debut, Am Ende, you combined this two different directions by making an album half electric and half acoustic. In Seelenwund you have acoustic breaks within the songs. To be honest I miss your acoustic side. I was wondering if you still write pure acoustic stuff and if we are going to hear such a release from you in the future.
At first, we wanted to do the same on "Seelenwund" as we did on "Am Ende Ι", half acoustic and half metal songs. But as we started writing the new songs we decided not to repeat that but instead, developing our style of metal songs with acoustic parts. There are some acoustic songs left and maybe we'll write an acoustic album in the future but if we'd record one, it'd definitely be different from the acoustic stuff on "Am Ende Ι". But at the moment I really can't tell if we'd ever do this.
I've noticed that you've never had a steady drummer in your line up so far and also, the ones that helped you in studio and/or in concerts were not the same persons every time. Why's that?
After playing together for about 2 years we parted ways with our first drummer Phil. Krimh (Decapitated) played the drums on "Am Ende Ι", Abayer (Horns of Hattin) and Marthyn (Belphegor) played some shows and the drums on "Seelenwund" were programmed. All these years since the split we were searching for a new drummer but it didn't work out. I don't know why but it seems like we're not the kind of style drummers in Vienna like to play. It really sucks, to be honest.
What are your main musical influences? And what are your favorite artists/bands?
There are many kinds of music or artists that influence our own work and for everyone of us, they're different. In our early days we were mainly inspired by bands like Dornenreich, Nagelfar (the germans), Tenhi, Empyrium and similar stuff. It was like "that music is so great, we have to do the same in our way", but today we're just writing stuff without thinking about other bands. As we started "Mondstille" I was totally into everything that's metal but today I'm very open minded in a musically way and I get inspired by lots of non-metal stuff.
How would you describe your music to somebody that has never heard not even a single tune of yours?
I think I'd describe it as very emotional music. Fully honest and from the deep of our souls. But I'm afraid you have to like metal, haha
Would you be kind enough to provide us with some info about the writing process of your music? How does the magic occurs?
All of our songs start with guitars. We're just sitting around, jamming on our own and suddenly a great riff appears. If it's possible we're recording it immediately and based on that one riff, the song grows. Usually we then write the rest of the guitars, do the drum programming and think about the parts where the violin should get it's moments. After that, bass and vocals follow. A very unspectacular process because except Ludwig, we actually don't know what we're doing on our instruments, so it's just about the feeling, haha.
What are your main lyrical influences? And why are all of them written in your native language?
I read a lot of german poetry like Storm, Goethe or Heine and because of that my lyrics are influenced by their style of writting. I'm not a genius but it just feels right this way. They're written in German because that's my mother tongue and it's the best way to express that special kind of feelings and thoughts. I could write English lyrics as well but it wouldn't work with "Mondstille".
The presence of death and nature is really intense in your lyrics. Is there any specific concept in them?
My lyrics always were kind of a therapy for myself and they reflect different periods of my life. So there is no real concept or great idea in my lyrics but I think they all point in the same direction. "Am Ende Ι" was a very depressing and negative album because as I wrote the lyrics I was very down and had to get over some things. "Seelenwund" otherwise is still melancholic because that's my disposition, but it's melancholic in a positive way. It's about longing and searching for freedom, independence, strength and self-discoveryΙ But I had to use 1-2 older lyrics on this album, so there's still some death, haha
Moving on to Seelenwund, would you please inform us about the recordings and the production of it? Are you satisfied with the final result?
We're totally satisfied with the final result. The recordings were very simple, in my opinion. We recorded every idea that came to our mind and started the pre-production at the same point. After all the tracks were finished, we re-recorded all tracks at home and sent the final stuff to Norbert Leitner (Udio Media). He then mixed and mastered the whole album and sent it back to us. Despite some technical issues we had a very good workflow and everything turned out great.
Your second album, in my opinion, is magnificent, and I've noticed that the great majority of feedback about it is really positive. Did you expect this success and how do you feel about it?
Honestly, we didn't expect "Seelenwund" to be that popular amongst our fans and some underground webzines. We're totally overwhelmed by the success and feedback we're getting from our fans and friends. It feels really great and it's like kind of a reward to all the hours of pain and suffering, haha We spoke with so many people and all of them told us how much they'd love "Seelenwund".
The album was self-released and without any record company involved. Is this some kind of the band's policy or it just happened to be this way?
We decided to release "Seelenwund" this way because of the very disappointing experiences we had with "White Bird" and "Am Ende ...". This time we wanted to retain full control about the whole production and shipping process. So if things get fucked up, it's just our fault. The second reason we released "Seelenwund" on ourselves, is because we wanted no one to interfere in our creative process and the way we're handling the whole thing. If you're signed to any record label there'll always be someone expecting you writing new stuff constantly and that's not the way of "Mondstille". We need our time to compose our music and write the lyrics.
Not long after the pre-orders for the album begun, it was leaked, and you made a statement regarding this. I think that your approach was really kind and I can't resist to ask you about this incident and also your opinion about piracy in general. What's your point of view?
That's right, we made a statement on our Facebook page about that piracy thing. We're not mad about that fact, because for us it's like free promotion and it's great to see, that people are regarding the hard work we put into "Seelenwund", writing us they've downloaded our new album and now want to buy it because they like it that much. Therefore we're totally ok with this. If there's a new album of a band I like, I'll "check it out" too. But if I really like the music on it, I'll buy it. Immediately.
While checking out your website, I found out that your live shows are not as many as I thought and I was wondering why you guys don't do concerts more often?
Because we don't have a regular drummer it's very hard to prepare ourselves for a show to play. We're all working people and have to arrange our hobby "Mondstille" with that situation. It's very hard to find dates where all of us can practice for upcoming live events. Therefore we played most of our shows in Vienna.
As you said, almost all of your shows were played at your native Vienna. How come you've never played live abroad?
First of all, it's because of the reasons I've already mentioned. We had some offers to play in other european countries, but we weren't able to manage that because of our working situation. We would've been really glad to play in different cities and countries but now we decided to stop playing gigs for a while until we'll find a new drummer.
Recently, you've shared the stage with two well-known french bands, Alcest and Les Discrets. What was the vibe of this concert and maybe you have any good stories to share with us from that night?
That night was great, because the whole band setting kicked ass. The location was almost sold out and every band played a great show. Speaking of me, I couldn't enjoy that evening as the others did , because I was too busy managing all that merchandise and band business. But that's ok and it definitely has been a night to be remembered.
Just before the closure of this interview, I think it would be interesting to share with us your wildest dream about the band and also, to let us know what's your highest ambition regarding Mondstille?
My wildest dream? I think it would be a world tour with Lantl™s, haha To be honest, we don't have any high ambition regarding Mondstille. We just do what we have to, we write music for our personal purpose, enjoying that people like our stuff. Nothing more ...
Thank you very much for this interview guys. Feel free to add anything you want, since the epilogue belongs to you.