Οι άκρως ελπιδοφόροι Royal Thunder δημιουργήθηκαν το 2006 στην Atlanta της πολιτείας Georgia της Αμερικής από τον κιθαρίστα Josh Weaver, ο οποίος επέλεξε να συμπληρώσει το line up της μπάντας με την ταλαντούχα Mlny Parsonz σε φωνητικά και μπάσο, αλλά και τον ικανότατο Lee Smith στα ντραμς, με το οποίο αμφότεροι είχαν συνυπάρξει παλαιότερα σε διάφορα μουσικά projects, ενώ το line up της μπάντας έκλεισε ο κιθαρίστας Josh Coleman.
Το 2009 τούτη η ανερχόμενη μπάντα από τον Νότο των Η.Π.Α. κυκλοφόρησε την πρώτη, αυτοχρηματοδοτούμενη κι ομώνυμη δουλειά της, η οποία παρόλο, που είχε την μορφή EP, κατάφερε να αιχμαλωτίσει την προσοχή του heavy κοινού κι όχι μόνο, καθώς το μουσικό της περιεχόμενο ήταν αναμφίβολα, πολλά υποσχόμενο, κάτι, που αποδεικνύεται κι από το γεγονός, πως η φημισμένη Relapse Records, έσπευσε να τους προσφέρει συμβόλαιο συνεργασίας.
Τρία χρόνια μετά την πρώτη τους εμφάνιση, αλλά και δύο χρόνια μετά την επανακυκλοφορία του ντεμπούτου EP τους, οι Royal Thunder επιστρέφουν δυναμικά στα heavy δρώμενα, καθώς τούτες τις μέρες κυκλοφορεί επίσημα, μέσω της ως άνω αναφερθείσας δισκογραφικής εταιρείας, ο πρώτος full length δίσκος τους, με τίτλο CVI, που στο λατινικό σύστημα αρίθμησης αντιστοιχεί στον αριθμό 106, ο οποίος περιέχει δέκα κομμάτια συνολικής διάρκειας 63 περίπου λεπτών.
Η παραγωγή του δίσκου είναι εξαιρετική, καθώς ο Joey Jones κατάφερε να προσδώσει διαύγεια στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, δίχως όμως να αφαιρέσει κάτι από την πνιγηρή ατμόσφαιρα του δίσκου. Το artwork του άλμπουμ είναι εντυπωσιακό, αν και το σημαντικότερο είναι, πως και οι 10 συνθέσεις, που αποτελούνε το σαγηνευτικό CVI, διακρίνονται για την περιπετειώδη μουσικότητα τους, καθώς η έντονα ράθυμη αύρα τους συνυπάρχει αρμονικά με τη ταξιδιάρικη αισθητική τους.
Τα riffs της κιθάρας του Josh, τα οποία διακρίνονται για την bluesy αύρα τους, όπως και για τα ανάγλυφα 70's prog στοιχεία τους, είναι ιδιαιτέρως heavy, ενώ συνοδεύονται εξαιρετικά από το ογκώδες μπάσο της Mlny, η οποία θαρρώ, πως κλέβει την παράσταση με την εκπληκτική της απόδοση στα φωνητικά, καθώς το ηχόχρωμα, αλλά και το εύρος της φωνής της, καθιστά την παθιασμένη ερμηνεία της, που εκτός από θεατρικότητα, βρίθει και συναισθήματος, γοητευτική.
Οι lead κιθάρες του Weaver, οι ηλεκτρισμένες μελωδίες των οποίων, μοιάζουν βγαλμένες από την rock & roll σκηνή αλλοτινών εποχών, οδηγούν τις συνθέσεις του CVI σε εντυπωσιακά heavy prog ηχοτοπία, εκεί όπου το doom rock βασιλεύει, ενώ τα δυναμικά ντραμς του Lee, με μαεστρία πλαισιώνουν τα προαναφερθέντα έγχορδα, αποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο, πως το δέσιμο, αλλά και η απόδοση όλων των μελών της μπάντας, βρίσκονται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα.
Η αλήθεια είναι, πως δυσκολεύομαι να περιγράψω την μουσική των Royal Thunder, καθώς παρόλο τις συνεχείς ακροάσεις του CVI, δεν μπόρεσα να αποκρυπτογραφήσω σε ποιο από τα πολλά ιδιώματα του σκληρού ήχου ταιριάζουν καλύτερα, αν και οφείλω να ομολογήσω, πως η ουσία, που είναι η μουσική τους, αυτή καθεαυτή, είναι τόσο καλή, που είμαι σίγουρος, πως στο τέλος της χρονιάς, το μαγικό CVI, δίκαια θα καταλάβει πολύ υψηλές θέσεις στις σχετικές λίστες.
Relapse Records: Official Website
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου