Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

Deviser - Seasons Of Darkness



Αν και ποτέ δεν έλαβαν την αναγνώριση που τους άξιζε, οι δημιουργημένοι στην Κρήτη, το 1989, Deviser, μετρούν 22 χρόνια ύπαρξης στα μουσικά δρώμενα, εγχώρια και μη. Εντυπωσιακή η διάρκεια τους και ας μην ήταν ποτέ υπερπαραγωγικοί. Αυτό δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο ήταν ηθελημένο ή όχι, αλλά σίγουρα δεν θα το αναλύσουμε σε τούτο το ποστ, μιας και προτιμώ να γράψω για το τελευταίο τους πόνημα, με τίτλο: Seasons Of Darkness, που αν και ηχογραφήθηκε το 2006, κυκλοφόρησε μόλις πριν από λίγες μέρες. Με ιδιαίτερη χαρά αλλά και έκπληξη, προμηθεύτηκα το νέο τους άλμπουμ και πάτησα το Play..

..Και οι πρώτες νότες του δίσκου με έπιασαν εντελώς απροετοίμαστο, καθώς, το εισαγωγικό τραγούδι ξεκινά με ηλεκτρονικό ήχο, σχεδόν industrial ή EBM, κάτι που ειλικρινά, δεν περίμενα. Στην εξέλιξη του όμως, το εναρκτήριο κομμάτι με επανέφερε στην πραγματικότητα με το δυνατό του riff και τα υπέροχα σολαρίσματα και leadαρίσματα της κιθάρας. Τα υπόλοιπα 8 κομμάτια που απαρτίζουν τον διαρκείας 43 λεπτών, περίπου, δίσκο κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος με το πρώτο τραγούδι. Τα συνηθισμένα και πολυαγαπημένα riffs, πάντα συνοδευόμενα από τα ονειρικά leads κιθάρας και πλήκτρων -που νομίζω ότι σε τούτη την κυκλοφορία έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, τα φωνητικά που μοιράζονται σε brutal, βαθιά gothic αλλά και καθαρά -ακόμη μια καινοτομία για τον ήχο της μπάντας. Χωρίς το μπάσο και τα ντραμς βέβαια, όλα τα παραπάνω δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν, οπότε θα ήταν άτοπο να μην επισημανθεί η σημαντική συνεισφορά τους στο ηχητικό σύνολο του δίσκου.

Ο δίσκος λοιπόν, είναι περισσότερο μελωδικός και λιγότερο τραχύς από προηγούμενες δουλειές του συγκροτήματος, καθώς το black στοιχείο έχει υποχωρήσει σημαντικά. Το gothic ή dark metal στοιχείο -αν υπάρχει τέτοιος όρος, είναι κυρίαρχο στο υποφαινόμενο άλμπουμ και μάλιστα, έχει διανθιστεί σε αρκετά σημεία του από industrialίζον πινελιές. Δεν ξέρω αν η μπάντα επιχειρεί μια γενικότερη στροφή στον ήχο της και δεν είναι της παρούσης θα έλεγα, διότι, πολύ απλά, το σημαντικό εδώ είναι ότι οι Deviser επέστρεψαν στο προσκήνιο. Κι όχι μόνο επανήλθαν στις επάλξεις, αλλά, το έκαναν και με φρέσκιες ιδέες, εισάγοντας νεοτερισμούς στον ήχο τους, όπως προαναφέρθηκε. Μακάρι, ο επόμενος δίσκος να μην καθυστερήσει πολύ. Τα χρόνια αναμονής για το Seasons Of Darkness ήταν πολλά.

ΥΓ. Στις 12 του Μάη, ημέρα Πέμπτη, ώρα 22:00, σε μαγαζί στην περιοχή των Εξαρχείων, θα διεξαχθεί Release Party με αφορμή την νέα τους κυκλοφορία. Για περαιτέρω πληροφορίες αλλά και περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά, μπορείτε να κάνετε κλικ εδώ.


Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Fen - Epoch



Οι Βρετανοί, Fen, δημιουργημένοι το 2006, κυκλοφόρησαν τον περασμένο Φλεβάρη το δεύτερο full length άλμπουμ τους, με τίτλο: Epoch. Ο στόχος τους, όχι μόνο στη νέα τους δουλειά αλλά γενικότερα και απ' την πρώτη στιγμή της ύπαρξής τους, είναι να ταξιδέψουν τον ακροατή σε μουσικά τοπία, ερημομένα, παγωμένα και απόμακρα. Όπως είναι και τα τοπία της γενέτειράς τους, The Fens ή Fenlands, που βρίσκονται στην ανατολική πλευρά του Ηνωμένου Βασιλείου και όπως μαρτυρά η ονομασία της περιοχής, πρόκειται για ελώδες μέρος, με ότι αυτό συνεπάγεται. Κρύο, γκρίζο, αιχμάλωτο της υγρασίας και της μουντής συννεφιάς. Εκεί μεγάλωσαν, εκεί ζουν, λογικά λοιπόν, έχουν περάσει κάποια απ' τα στοιχεία αυτά στη μουσική τους, συνδυάζοντας το black metal με post rock και shoegaze.

Αποτελούμενο από 8 κομμάτια και με διάρκεια που πλησιάζει τα 65 λεπτά, το Epoch, περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που βοήθησαν τους Fen να ξεχωρίσουν απ' τον σωρό, με το ντεμπούτο τους, δυο χρόνια πριν. Δεν επαναπαύτηκαν όμως σ' αυτό και προσέθεσαν κάποια νέα στοιχεία στον ήχο τους που έδωσαν μια αίσθηση φρεσκάδας στον νέο τους πόνημα. Η παραγωγή του δίσκου είναι αρκετά καλή αλλά σίγουρα θα μπορούσε να ήταν πολύ περισσότερο προσεγμένη. Οι κιθάρες ακούγονται μια χαρά και δεν ενοχλούνται όταν το μπάσο δανείζεται τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε κάποια σημεία. Τα πλήκτρα πάντα διακριτικά αλλά συνάμα τόσο ταιριαστά στο όλο σύνολο καθώς προσφέρουν πολλά χωρίς να στερούν κάτι. Τα φωνητικά είναι μοιρασμένα σε χαμηλόφωνους επικούς βρυχηθμούς, σε black τεχνοτροπίας ουρλιαχτά αλλά και σε βελτιωμένα, σε σχέση με τον πρώτο δίσκο, αλλά όχι εξαιρετικά, καθαρά. Τα ντραμς, όπως είναι φυσικό, προσφέρουν το πολύτιμο λιθαράκι τους, αν και ελέω παραγωγής δεν ακούγονται όπως πρέπει, κατά την ταπεινή μου γνώμη. Οι στίχοι, καταπιάνονται και πάλι με μεγάλη επιτυχία, με τη φύση αλλά και με ανθρώπινα συναισθήματα. Απόλυτα ταιριαστοί με το μουσικό περιεχόμενο του δίσκου.

Τα τραγούδια μπορεί να μην έχουν κάποια ευδιάκριτη δομή, αλλά, αυτό προσδίδει κάτι το ξεχωριστό στο δίσκο. Άλλωστε, βοηθάει στην καλύτερη ακρόασή του, καθώς, είναι σαν να σου λέει το ίδιο το άλμπουμ, ότι πρέπει να το ακούσεις ολόκληρο και όχι κομμάτι κομμάτι. Ιδανικό για βροχερές, μουντές μέρες. Φθινοπωρινό άκουσμα που ίσως αποτελεί και εξαιρετική συντροφιά για κάποιο ταξίδι. Ένα βήμα προόδου για το συγκρότημα. Μπορεί να μην πιάσανε ταβάνι με αυτόν τον δίσκο, αλλά, δείχνουν σαφέστατα σημάδια βελτίωσης και θαρρώ, πως αρχίζουν να κατασταλάζουν σε πιο ήρεμα, μελωδικά black μονοπάτια.


Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Sun Of Nothing - The Guilt Of Feeling Alive



Ο τρίτος δίσκος, των Αθηναίων Sun Of Nothing, με τίτλο The Guilt Of Feeling Alive, είναι σε κυκλοφορία από τον περασμένο Ιανουάριο. Το post, το black, το doom καθώς και άλλα παρακλάδια της σκληρής μουσικής, αναμειγνύονται δημιουργώντας  μια ατμόσφαιρα αποπνικτική, ένα άκουσμα εξωπραγματικό. Τα συναισθήματα, που εμφανίζονται ακούγοντάς τον δίσκο, είναι τόσο δυνατά σαν κάποιος να σε μαστιγώνει με σιδερένιες βέργες βουτηγμένες στη σκουριά. Θαρρείς πως δεν θα τη βγάλεις καθαρή μέχρι το τέλος του άλμπουμ. Είσαι όμως αποφασισμένος να το τολμήσεις? Εγώ πάντως το τόλμησα και..

..δικαιώθηκα! Ο δίσκος είναι ένα αριστούργημα! Τα 4 μέλοι του συγκροτήματος κάνουν κατάθεση ψυχής σε αυτό το δίσκο και αυτό είναι κάτι που καταλαβαίνεις από τις πρώτες νότες του. Τα φωνητικά είναι σχιζοφρενικά, καθώς ακροβατούν από τις στριγγλιές της απόγνωσης, στα τσαντισμένα brutal και από εκεί, στα στρυφνά ουρλιαχτά, που προδίδουν συναισθήματα τόσο βίαια, αλλά και τόσο κατευναστικά συγχρόνως, που σε συντροφεύουν ως την λύτρωση, αφού πρώτα σε έχουν περάσει μια βόλτα από την παράνοια στη λογική ή/και το ανάποδο. Το μπάσο αποτελεί τη ραχοκοκαλιά και των 5 συνθέσεων, διαρκείας 42 λεπτών συνολικά, που περιλαμβάνονταί στο δίσκο, αλλά αρκετές φορές παίζει πρωτεύοντα ρόλο και στις ζωτικές λειτουργίες του μουσικού αυτού οργανισμού. Ο οποίος οργανισμός, έχει βασίσει την ύπαρξή του στην κιθάρα, καθώς, αυτή κάνει τα πάντα και μάλιστα με απόλυτη επιτυχία, όχι απλώς για να τον κρατήσει εν ζωή, αλλά και ακμαίο. Κι ας εποφθαλμιούν τα ντραμς που με τα σκόρπια τους blastbeats σπέρνουν τον πανικό, διαλύοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Η ψυχή, του εν λόγο μουσικού οργανισμού, είναι οι στίχοι. Όταν τους διαβάσετε και αφού τους ακούσετε ερμηνευμένους, τότε σίγουρα, θα καταλάβετε γιατί το λέω αυτό και ίσως συμφωνήσετε μαζί μου.

Ένας τρομακτικός δίσκος, γεμάτος συναίσθημα. Οι συνθέσεις χτίζονται σε drone μοτίβα ενώ αναπτύσσονται με post τεχνοτροπία. Όμως, δεν αργούν να σου δείξουν τον πραγματικό black εαυτό τους. Η μπάντα, έχει πλέον αποκτήσει έναν ολοδικό της, ξεχωριστό ήχο αν και αυτό θα μπορούσε κάποιος να το ισχυριστεί ήδη απ' τις πρώτες δουλειές τους, όμως, εδώ γίνεται ξεκάθαρο με τον πλέον εμφατικό τρόπο. Οι προσδοκίες που είχαν δημιουργήσει με τις πρότερες δουλειές τους, ξεπεράστηκαν εύκολα με αυτή, τη νέα τους κυκλοφορία, τόσο σε καθαρά μουσικό περιεχόμενο όσο και σ' ότι αφορά το artwork του δίσκου. Το εξώφυλλο άλλωστε είναι εκπληκτικό. Σε βάζει κατευθείαν στο κλίμα του άλμπουμ, καθώς, το μουντό του φόντο σε συνδυασμό με το χαοτικό και απλανές βλέμμα της φιγούρας, είναι προπομπός του μουσικού μυστηρίου που θα ακολουθήσει και προφανώς, θα σε καθηλώσει.

Η αίσθηση της ενοχής, τα συναισθήματα που σε κάνουν να νιώθεις ζωντανός και ειδικά τα πιο δυνατά από αυτά, όπως ο πόνος, σε βοηθούν να σκύψεις και να ψαχουλέψεις στα βάθη της ψυχής σου -το τι θα βρεις εκεί το ξέρεις εσύ και μόνο. Καθώς η ματιά στον καθρέπτη είναι τόσο διαπεραστική, που τον κάνει χίλια κομμάτια, η λύτρωση πλησιάζει αργά και βασανιστικά, έτσι ώστε να σιγουρευτεί, ότι ποτέ δεν θα ξεχάσεις αυτήν την εμπειρία. Σε ελευθερώνει, απενοχοποιώντας την αίσθηση ζωντάνιας που αισθάνεσαι, κάνοντας σε να δεις τη ζωή σου με άλλο μάτι, πιο καθαρό, πιο διαυγές. Κι αυτό είναι κάτι ανεκτίμητο.



Κυριακή 17 Απριλίου 2011

Ethereal Riffian - Shaman's Visions



Από το Κίεβο, της παγωμένης Ουκρανίας, έρχονται οι Ethereal Riffian, που δημιουργήθηκαν μόλις πέρυσι, το 2010. Αν και η χώρα καταγωγής τους δεν φημίζεται για τέτοιου είδους μουσικές, το νεοσύστατο τρίο, μας προσφέρει ψυχεδελικό stoner, μέσα από την πρώτη επίσημη κυκλοφορία τους, το φετινό EP που τιτλοφορείται Shaman's Visions και προσφέρεται δωρεάν από τη μπάντα, αρκεί να κάνετε ένα κλικ πάνω στον τίτλο και θα γίνει δικό σας. Αν πάλι θέλετε να το ακούσετε πριν το κατεβάσετε τότε απλά κάντε κλικ στο όνομα του συγκροτήματος, έτσι θα μεταφερθείτε στη σελίδα του myspace τους όπου και μπορείτε να το ακούσετε ολόκληρο.

Η παραγωγή, είναι ογκώδης και προσδίδει μια θολούρα στο ηχητικό αποτέλεσμα που απογειώνει τις εξαιρετικές συνθέσεις του συγκροτήματος. Η κιθάρα παράγει τόσο μεγάλα, υπέρβαρα και ογκώδη riffs, που θαρρείς πως ένα κύμα από άμμο της ερήμου, σε διαστάσεις τσουνάμι, έρχεται καταπάνω σου για να σε πνίξει, όμως, την τελευταία στιγμή, σαν από μηχανής θεός, τα τρελαμένα και μαστουρωμένα solo της σε σώζουν, οδηγώντας σε, σε μέρος ασφαλές αλλά συνάμα, υποχθόνιο και επικίνδυνο, καθώς το μπάσο καραδοκεί για να σε μαγέψει σαν άλλη Σειρήνα, σε μορφή αράχνης, που υφαίνει μαγεμένες μελωδίες με ένα τρόπο στιβαρό αλλά και νωθρό που είναι ικανός να σε γονατίσει, αιχμαλωτίζοντας σε έτσι, σε μια δίνη που μοιάζει και είναι υπερφυσική. Όχι, ούτε τα ντραμς θα καταφέρουν να σε σώσουν απ' τον λήθαργο που έπεσες γιατί αν δεν θυμάσαι καλά, αυτά ήταν που έδιναν τον ρυθμό στα προαναφερθέντα έγχορδα όταν εκείνα σε μαγνήτιζαν. Το πνευστό που νόμιζες ότι άκουσες, όπως σωστά κατάλαβες, ήταν κι αυτό στο κόλπο του προσηλυτισμού σου. Όσο για τις ψαλμωδίες του γέρο-Σαμάνου, ξέρεις πολύ καλά που αναφέρονται και σε ποιόν απευθύνονται αλλά δεν θέλω να πω κάτι παραπάνω σχετικά γιατί ήδη η θέση μου είναι τόσο επιβαρυμένη όσο κι η δική σου.

Μόλις 30 λεπτά διαρκεί το τελετουργικό, που είναι χωρισμένο σε 5 κομμάτια, αλλά οι συνέπειες του είναι τόσο σοβαρές που θέλοντας και μη, σαν μια αόρατη δύναμη να σε κατευθύνει, πατάς συνεχώς το repeat και βυθίζεσαι, ξανά και ξανά, σε γνωστικές αναζητήσεις και διανοητικές ενδοσκοπήσεις τέτοιες που όμοιες τους έχουν καταφέρει να ελέγξουν -όχι στον απόλυτο βαθμό βέβαια- ελάχιστα άτομα, που συνήθως ντύνονται είτε στα λευκά και συχνάζουν σε αχανή κι απομονωμένα κτίρια, είτε στα πορτοκαλί και συχνάζουν στα υψηλότερα σημεία του πλανήτη Γη, αν και γι' αυτό δεν παίρνω και όρκο. Μοιραία ωθήστε σε φανταστικές (?) ομιλίες με πλάσματα και όντα από κάποια άλλη διάσταση, από κάποιο άλλο σύμπαν, παράλληλο ίσως, εκεί όπου η λογική δεν υφίσταται ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Εάν και όταν επιστρέψω, απ' αυτό το γοητευτικά σαλεμένο ταξίδι, ίσως έχω την απάντηση, με βασική προϋπόθεση φυσικά, να έχει επιστρέψει μαζί μου και η δυνατότητα επικοινωνίας μου με τα εγκόσμια..

Υ.Γ. Αγαπητοί άνθρωποι των δισκογραφικών εταιριών, πολυεθνικών και μη, κάντε συμβόλαιο σε αυτά τα παλικάρια, όχι σήμερα, ούτε χθες, όπως συνηθίζεται να λέμε σε ξεσπάσματα υπερβολής, αλλά πέρυσι κιόλας!
 

Τρίτη 12 Απριλίου 2011

Weathers - Heavy Truck


Στα τελειώματα του 2009, δημιουργήθηκαν οι Weathers, που εδρεύουν στην Πελοπόννησο. Το 2010, λίγους μόλις μήνες μετά την δημιουργία τους, κυκλοφόρησαν ένα promo αποτελούμενο από τρία τραγούδια, ένα εκ των οποίων, σε διαφορετική έκδοση βέβαια, βρίσκεται και στο ολόφρεσκο EP με τίτλο Heavy Truck που αποτελεί την πρώτη τους επίσημη κυκλοφορία, καθώς ηχογραφήθηκε και βγήκε στην πιάτσα τον περασμένο Μάρτη.

Sludge Rythmic And Down Tempo Heavy Rock! Έτσι περιγράφουν οι ίδιοι την μουσική τους και δεν έχω παρα να συμφωνήσω. Αν και με τρώει να προσθέσω κάτι ακόμη. Ανίχνευσα και λίγη, υφέρπουσα μεν, υπαρκτή δε, ψυχεδέλεια στα κομμάτια τους. Η παραγωγή είναι όσο γυαλισμένη πρέπει έτσι ώστε να μην χαθεί η ουσία, αλλά και όσο βρώμικη αρμόζει για το μουσικό αυτό είδος. Τα φωνητικά είναι αλήτικα, με σαφείς αναφορές στον Αμερικάνικο Νότο, η κιθάρα παράγει υπέρβαρα riffs, το μπάσο προσδίδει το απαραίτητο groove ενώ τα ντραμς συμπληρώνουν με εξαίσιο τρόπο τα προαναφερθέντα όργανα.

Αν, όλα τα παραπάνω δεν βοήθησαν στο να πιάσετε το νόημα, τότε, δεν έχετε παρα να ρίξετε μια ματιά στο εύγλωττο, πολύχρωμο και ταιριαστό με το μουσικό περιεχόμενο artwork αλλά και στις μπάντες που τα παιδιά αναφέρουν ως επιρροές. Έτσι, θα καταλάβετε σίγουρα τι παίζει εδώ και θα προστεθείτε κι εσείς μαζί με εμένα αλλά και πολλούς ακόμη, αν κρίνω απ' το ήδη υπάρχον feedback, στην λίστα αναμονής μιας ολοκληρωμένης δουλειάς απ' το υποφαινόμενο συγκρότημα. Κάτι που υποψιάζομαι πως δεν θα αργήσει και πάρα πολύ γιατί ήδη το group δουλεύει πάνω σε κάτι τέτοιο. Ως τότε ας βολευτούμε με την ελπιδοφόρα και άκρως ικανοποιητική πρώτη τους δισκογραφική προσπάθεια.


Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

Brotherhood Of Sleep - Dark As Light


Το φθινόπωρο του 2006 δημιουργήθηκαν οι Αθηναίοι Brotherhood Of Sleep με κύριο μέλημα τους να παίξουν πειραματική και βαριά μουσική ελληνιστή Experimental Doom Metal. Αυτό, το καταφέρνουν όντας τρία άτομα, ένας κιθαρίστας, ένας ντράμερ κι ένας μπασίστας. Όπως εύκολα μπορεί κάποιος να μαντέψει, η μουσική τους είναι instrumental καθώς δεν υπάρχει κάποιος που να κρατά ένα μικρόφωνο. Αλλά για μια στιγμή. Τα booklet και των δύο cd που έχουν κυκλοφορήσει ως τώρα περιέχουν στίχους. Το ομώνυμο ντεμπούτο του 2009 είναι και concept αλλά και το φετινό Dark As Light που κυκλοφόρησε τον Φλεβάρη είναι concept. Τι γίνεται εδώ λοιπόν? Πάμε μια βόλτα στα ενδότερα μπας και ανακαλύψουμε τι συμβαίνει.

Ας αρχίσουμε απ΄τα εύκολα. Ο δεύτερος δίσκος τους αποτελείται από 4 κομμάτια, οι διάρκειες των οποίων δεν πέφτουν κάτω από τα 11 λεπτά, με αποτέλεσμα ο δίσκος να έχει διάρκεια κοντά στα 50 λεπτά. Η παραγωγή είναι όσο heavy και όσο καθαρή χρειάζεται για να δώσει στο δίσκο ένα live feeling. Πράγμα απολύτως λογικό αν αναλογιστούμε ότι τα κομμάτια τους είναι απόρροια αυτοσχεδιασμών στο στούντιο κάτι που προκύπτει απ' το αγαπημένο χόμπι της μπάντας, το jamάρισμα. Η μουσική τούτου του συγκροτήματος είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί καθώς το doom, το post rock, η ψυχεδέλεια καθώς και άλλα πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους παρακλάδια της μουσικής συμπλέκονται σε μια συγκλονιστική μονομαχία που έχει τελικό νικητή όλους εμάς, τους ακροατές.

Η κιθάρα είναι fuzzαριστή και απόλυτα προσηλωμένη στο να υπηρετεί το σύνολο καθώς δεν αναλώνεται στην δημιουργία riffs αλλά συμβάλει στο χτίσιμο της ατμόσφαιρας του δίσκου είτε με ταξίδια βασισμένα πάνω σε ανατολικές φόρμες είτε με το χαμηλό της κούρδισμα και τα διαστημικά εφέ της. Το μπάσο σιγοντάρει το προαναφερθέν έγχορδο αλλά παίρνει και πρωτοβουλίες που βοηθούν κι αυτές με τη σειρά τους στο ηχητικό αποτέλεσμα καθώς το groove που δημιουργεί σε οδηγεί σε σκοτεινά κι απόκοσμα drone μονοπάτια. Τα ντραμς δίνουν μια jazzy πινελιά στο σύνολο και δεν θα είναι καθόλου υπερβολικός αυτός που θα υποστηρίξει πως αυτά είναι που απογειώνουν το τελικό μουσικό αποτέλεσμα του δίσκου.

Η διάρκεια του άλμπουμ σε συνδυασμό με τα λίγα τον αριθμό, αλλά πληθωρικά από άποψη ποιότητας, κομμάτια που τον απαρτίζουν ίσως αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα για κάποιους που τυχαίνει να μην έχουν ιδιαίτερη σχέση με το ιδίωμα ή που απλά βιάστηκαν να κρίνουν απ' τα συμφραζόμενα. Όσοι όμως γνωρίζουν πως να ακούν μουσική και αποφεύγουν τις παγίδες των εύκολων, ευκαιριακών και άκρως καταναλωτικών προτύπων που χρόνια τώρα πλασάρει η πλειονότητα των μουσικών μέσων, όλων των ειδών (εντύπων, ηλεκτρονικών, ραδιοφωνικών κλπ) θα νιώσουν λες κι ανακάλυψαν κάποιο υπερ-σπάνιο και πολύ καλά κρυμμένο διαμάντι ακούγοντας τον εν λόγο δίσκο.  Και με το δίκιο τους.

Σάββατο 9 Απριλίου 2011

Orchid - Capricorn



Οι Orchid, δημιουργήθηκαν κάπου στα τέλη του 2006, με σκοπό να παίξουν μουσική που να υιοθετεί το όλο vibe και feeling της δεκαετίας του '70, μια δεκαετία κατά την οποία μεγαλούργησαν οι αγαπημένες τους μπάντες, ήτοι: οι πρώτοι όλων Black Sabbath, οι πρωτοπόροι του doom ήχου στην απέναντι πλευρά του ατλαντικού Pentagram, και οι εκπληκτικοί Ιαπωνέζοι Flower Travellin' Band. Όλοι αυτοί, αλλά κι άλλοι πολλοί, όπως ίσως καταλάβατε, αποτελούν και τις κύριες επιρροές τους, κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αντιληφθείς, καθώς, αρκεί μια γρήγορα ματιά στους τίτλους των τραγουδιών τους, στο όνομά τους αυτό καθεαυτό, αλλά και μια ακρόαση του EP που κυκλοφόρησαν το 2009..

..ή του πρώτου τους δίσκου με τίτλο: Capricorn, το οποίο, κυκλοφόρησε στα μέσα του Φεβρουαρίου και έχει διάρκεια 57 λεπτά, ενώ, αποτελείται από εννέα τραγούδια. Ήδη έχει πάρει διθυραμβικές κριτικές αλλά και το ακριβώς αντίθετο, κριτικές που το θάβουν. Εξαρτάται απ' το ποια μεριά το βλέπει κανείς. Είναι Sabbath fan ή όχι? Γουστάρει 70's ή ου? Απ' την απάντηση εξαρτάται και το περιεχόμενο της κριτικής. Δεν είμαι εδώ όμως, ούτε για να κρίνω άλλες κριτικές ούτε και για να το παίξω Πόντιος Πιλάτος, αλλά για να καταθέσω την ταπεινή μου άποψη. Κάτι που θα κάνω ευθύς αμέσως.

Απ΄τη στιγμή που πάτησα το play και οι πρώτες νότες έφτασαν στα αυτιά μου, νιώθω λες και είμαι μέσα σε μια χρονοκάψουλα και ταξιδεύω στο παρελθόν. Συγκεκριμένα, ο προορισμός μου είναι, όπως μάλλον ήδη μαντέψατε εύστοχα, η δεκαετία του εβδομήντα. Τότε που οι Sabs κυκλοφορούν δισκάρες όπως το Paranoid ή το Vol.4, τότε που οι Pentagram κυκλοφορούν το ένα demo μετά το άλλο, τότε που οι Trouble ακούγοντας όλα αυτά αποφασίζουν να γρατζουνίσουν τις κιθάρες τους, τότε που οι Flower Travellin' Band με το υπέρβαρο ψυχεδελικό Rock τους στρέφουν τα βλέμματα και την προσοχή όλων προς Ιαπωνία μεριά, τότε που οι Hawkwind αρχίζουν τα διαστημικά τους ταξίδια, τότε που οι Pink Floyd βρίσκονταν, για τα καλά, υπό την επήρεια παραισθησιογόνων ουσιών και τέλος, τότε που οι Led Zeppelin βρίσκονται σε δημιουργικό και όχι μόνο, οργασμό. Βρίσκομαι πλέον εκεί, στην δεκαετία που για πολλούς, inclunding me, όπως λέμε και στο χωριό μου, παίχτηκε η καλύτερη rock μουσική ever. Αυτή η vintage ατμόσφαιρα, αυτός ο retro ήχος, αυτές οι χίπικες μυρωδιές του τότε, ξεχύνονται μέσα από τα ακουστικά μου και με βυθίζουν σε μια δίνη μυσταγωγίας, τόσο μαγική, όσο και η Χώρα του Ποτέ.

Μετά από αυτή την εμπειρία, ποσώς με ενδιαφέρει το αν οι Orchid δεν προσφέρουν κάτι καινούριο, κάτι που δεν έχουμε ξανακούσει. Άλλωστε, όπως εύστοχα έχει ειπωθεί, στις τέχνες, και συγκεκριμένα στη μουσική, είναι πλέον εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι εντελώς αδύνατο, να υπάρξει παρθενογένεση. Προσωπικά, μου είναι υπεραρκετό το γεγονός πως μου έδωσαν τη δυνατότητα να ταξιδέψω έστω και νοητά σε μια εποχή που δεν υπήρχα ούτε καν σε μορφή σπερματοζωαρίου. Ένα όνειρο μου εκπληρώθηκε και αυτό οφείλεται στο Capricorn που με το σπαθί του πλησιάζει στην κορυφή των φετινών μου προτιμήσεων έστω κι αν δεν καταφέρνει να την αγγίξει, στο τέλος, θα βρίσκεται κάπου εκεί κοντά.


Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Mogwai - Hardcore Will Never Die, But You Will


Στα μέσα του περασμένου Φλεβάρη κυκλοφόρησε επίσημα η νέα δισκογραφική δουλειά των αγαπημένων μου, Σκοτσέζων, Mogwai με τίτλο Hardcore Will Never Die, But You Will. Ανέφερα τη λέξη επίσημα, γιατί είχε ήδη, απ' το τέλος του περασμένου έτους, διαρρεύσει στο internet. Πράγμα, σίγουρα όχι τόσο σπάνιο στις μέρες μας -το αντίθετο μάλιστα,  αλλά η χρονολογική διαφορά επίσημης και μη κυκλοφορίας του συγκεκριμένου δίσκου είναι αν μη τι άλλο, υπερβολική. Ας μην ξεφύγω όμως, πάμε στα του δίσκου.

Με σχεδόν 15 χρόνια στο κουρμπέτι, είναι σχεδόν αδύνατον να μην έχει κάποιος fan υψηλές προσδοκίες από αυτή τη μπάντα. Θες γιατί ποτέ δεν έβγαλαν κακό δίσκο αλλά στη χειρότερη απλά καλό, θες γιατί ήταν από τους πρωτοπόρους του post rock -κι ας απεχθάνονται οι ίδιοι τούτο τον χαρακτηρισμό -κατά βάση εδώ ανήκουν, η αναμονή για την καινούρια τους δουλειά χτύπησε κόκκινο, όπως ακριβώς και οι προσδοκίες, για τους άνωθι λόγους αλλά και για ακόμη περισσότερους.

Για αρχή, ο τίτλος του δίσκου είναι: ευρηματικός, πρωτότυπος, εμπνευσμένος. Αυτό έλειπε, για τους Mogwai μιλάμε, άλλωστε. Ένα συγκρότημα που μας έχει χαρίσει πολλούς αλλόκοτους τίτλους, είτε τραγουδιών είτε δίσκων. Στη συνέχεια, το εξώφυλλο. Μια πραγματικά μαγευτική στιγμή που αιχμαλώτισε ο φακός, μια όμορφη άποψη της Νέας Υόρκης. Απίστευτη φωτογραφία που όμως νομίζω, πως δεν ταιριάζει στο μουσικό περιεχόμενο του άλμπουμ, διότι σε προϊδεάζει για κάτι μελαγχολικό, για κάτι γκρίζο για κάτι μη χαρούμενο. Γιατί, κι ας επαναλαμβάνομαι, για τους Mogwai μιλάμε, δεν γίνεται να ακούγονται χαρούμενοι. Στα 53 περίπου λεπτά που διαρκεί ο δίσκος και μέσα από τα 10 τραγούδια του διακρίνω μια κάποια αισιοδοξία. Προσοχή, όχι χαρά αλλά αισιοδοξία. Ένα συναίσθημα που υπήρχε και σε προηγούμενες δουλειές τους αλλά δεν ήταν ποτέ κυρίαρχο, αλλά κυρίως, γινόταν ορατό μέσα από τα ξεσπάσματά τους. Αλλάζουν οι καιροί όμως, μεγαλώνουν και ωριμάζουν οι άνθρωποι οπότε είναι λογικό κι επόμενο το ίδιο να συμβεί και με τη μουσική τους. Να μεγαλώσει, να ωριμάσει και -γιατί όχι, να εξελιχθεί.

Τα πειράματα που έκαναν με τη μουσική και τον ήχο τους, δεν τους απομάκρυναν σε υπερβολικό βαθμό από τις ρίζες τους μιας και υπάρχουν κι εδώ κάποια κοινότυπα στοιχεία του post rock ήχου. Τα ηλεκτρονικά στοιχεία που έχουν προσθέσει δεν μου άρεσαν και πολύ αν και έδεσαν σχετικά καλά με το όλο μουσικό περιβάλλον του δίσκου, προτιμώ τα πιο space, με ίχνη ακόμη και από krautrock, στοιχεία που υπάρχουν σκόρπια στον δίσκο. Σκόρπια είναι και μερικά φωνητικά, μοιρασμένα σε δυο-τρία κομμάτια με τη μορφή sample ή ψιθυριστού και παραμορφωμένου λόγου. Σχετικά απλές οι δομές των τραγουδιών και αρκετές μελωδίες που σου μένουν στο μυαλό, καθιστούν τον δίσκο εύκολο άκουσμα. Σίγουρα υπάρχουν σημεία που ξεχειλίζουν από έμπνευση αλλά θαρρώ πως το συγκρότημα γονάτισε απ' τις πολλές απαιτήσεις, που όμως το ίδιο δημιούργησε με τις δουλείες του.

Τέλος, ο δίσκος είναι καλός. Ίσως, όχι τόσο καλός όσο περίμενα ή ήθελα, αλλά περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Έχω την αίσθηση πως αρκετοί απ' τους παλιούς fans θα ξενίσουν αλλά αρκετοί από αυτούς που ακούν Post rock και τρομάζουν, βάζοντάς το στα πόδια, εδώ θα κάνουν μια στάση. Τους βοηθά και η ροή του δίσκου άλλωστε, που κυλάει σαν νεράκι. Δεν νομίζω να είναι πολλοί αυτοί που θα ακούσουν τον δίσκο στο repeat ξανά και ξανά αλλά αντιθέτως, θαρρώ, πως οι περισσότεροι θα αρκεστούν σε στιγμές, όπως, για παράδειγμα, το κάτωθι τραγούδι που είναι ένα απ' τα πιο δυνατά σημεία του δίσκου.

Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

SubRosa - No Help For The Mighty Ones


Το 2005 στο Salt Lake City της Utah των Ηνωμένων Πολιτειών, 5 γυναίκες μουσικοί με αξιοσημείωτο μουσικό παρελθόν στα τοπικά μουσικά δρώμενα της περιφέρειας τους -συμμετοχές σε διάφορες μπάντες καθώς και σε συμφωνικές ορχήστρες, αποφάσισαν να ενώσουν τις εμπνεύσεις και τις γνώσεις τους περί μουσικής και να δημιουργήσουν μια μπάντα. Το όνομα που διάλεξαν είναι: SubRosa, ελληνιστί και σε ελεύθερη μετάφραση, Υπό το Ρόδο. Ο μουσικός τους προσανατολισμός βρίσκεται κάπου μεταξύ sludge και stoner ή πιο απλά, doom metal. Στην ως τώρα πορεία τους έχουν κυκλοφορήσει ένα demo με τίτλο The Worm Has Turned, ένα EP με τίτλο Swans Trapped In Ice και δύο full length κυκλοφορίες, μια το 2008 με τίτλο Strega -που ήταν και η πρώτη μου γνωριμία μαζί τους, μια γνωριμία που εξελίχθηκε σε καυτό ειδύλλιο- και μια φέτος, τον Φλεβάρη του 2011, με τίτλο No Help For The Mighty One -που αναζωπύρωσε για τα καλά τον ερωτά μου γι' αυτές.

Μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους και πριν τις ηχογραφήσεις του νέου τους δίσκου, υπήρξαν κάποιες αλλαγές στη σύνθεση τους. Αποχώρησαν, για λόγους προσωπικούς, η ντράμερ -εξαιτίας μετακόμισης και η μπασίστρια που έφερε στον κόσμο δίδυμα κοριτσάκια -να σας ζήσουν! Τη θέση τους πήραν δύο άντρες και αν και δεν είναι πια μια all female μπάντα διατηρούν την υπεροχή οι γυναίκες. Υπεροχή όχι μόνο αριθμητική αλλά και ουσιαστική καθώς οι γυναίκες της μπάντας παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο με τα βιολιά τους, την κιθάρα τους και τα φωνητικά τους. Αν και συμμετέχουν όλοι στη σύνθεση των κομματιών, αυτές είναι που κάνουν τη διαφορά. Οι άντρες στο rhythm section αποτελούν την σπονδυλική στήλη της μουσικής τους και οι γυναίκες αποτελούν το μυαλό και τα άκρα αυτού του μουσικού σώματος. Πιο απλά, αυτές είναι που κινούν τα νήματα.

Ο νέος τους δίσκος, λοιπόν, έχει διάρκεια περίπου μια ώρα και αποτελείται από 8 κομμάτια -δύο εκ των οποίων υπάρχουν και στο EP που κυκλοφόρησαν το 2009 αλλά εδώ τα βρίσκουμε ελαφρώς αλλαγμένα και σαφώς βελτιωμένα, ενώ υπάρχει κι ένα κομμάτι που αποτελεί διασκευή ενός πολυτραγουδημένου και πολυδιασκευασμένου Εγγλέζικου παραδοσιακού τραγουδιού, μια ενδιαφέρουσα αν μη τι άλλο, επανεκτέλεση. Τα υπόλοιπα 5 κομμάτια είναι νέες συνθέσεις που μαζί με τις 3 προαναφερθείσες συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα. Οι επιρροές από YOB, The Coven, Isis και Neurosis είναι εμφανέστατες στα riffs της κιθάρας αλλά και τον τρόπο που χρησιμοποιείται το μπάσο -ενισχύοντας και όχι απλά συμπληρώντας τα riffs. Όλα αυτά συνοδεύονται από το αργό αλλά βασανιστικά επιτυχημένο drumming, δεν είναι απαραίτητο να παίζει κανείς γρήγορα για να θεωρηθεί επιτυχείς η προσπάθειά του, άλλωστε. Τα φωνητικά έχουν έντονες PJ Harvey επιρροές -αν και μειωμένες σε σχέση με τα πρώτα χρόνια και τις πρώτες κυκλοφορίες τους καθώς και μια occult αισθητική περασμένων δεκαετιών αν και δεν λείπει ένα brutal ξέσπασμα. Η όλη ουσία του δίσκου όμως θαρρώ πως βρίσκεται στην εξαίσια, στην πραγματικά, εκπληκτική δουλειά που γίνεται από τα δύο ηλεκτρικά βιολιά που άλλοτε μαγεύουν δημιουργώντας μια αιθέρια ατμόσφαιρα και άλλοτε είναι τόσο αλλόκοτα που σε στέλνουν συστημένο σε κάποιο από τα πολλά και ακμάζοντα στις μέρες μας, κέντρα ψυχικής αποκατάστασης.

Το μουσικό περιεχόμενο υποστηρίζεται εύστοχα από το τρομερό εξώφυλλο αλλά και το γενικότερο artwork του δίσκου. Ενός δίσκου που έχει πιάσει θέση στα υψηλότερα πατώματα των μουσικών μου προτιμήσεων για το έτος 2011 και δεν ξέρω αν και πως θα κατέβει χαμηλότερα. Νομίζω πως κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο. Αν νομίζετε ότι υπερβάλω, τότε θα σας δώσω δύο λόγους που το διαψεύδουν αυτό: Ο ένας είναι ότι δεν έχω να κερδίσω τίποτα αποθεώνοντας τον εν λόγο δίσκο και ο άλλος είναι το τραγούδι που ακολουθεί. Ένα τραγούδι που αυτή τη φορά δεν αποτελεί μόνο μια μικρή πρόγευση του άλμπουμ αλλά αποτελεί και την επιβεβαίωση των λεγομένων μου, ότι πρόκειται για ενάν επιεικώς κορυφαίο δίσκο, δηλαδή. Βάλτε τα ακουστικά σας, δυναμώστε την ένταση και πατήστε το Play στο youtube gadgetάκι πιο κάτω, τότε θα καταλάβετε για τι μιλάω.

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

DoomSword - The Eternal Battle


Νέος δίσκος για τους Ιταλούς, με καταγωγή απ' το Βαρέζε της Λομπαρντίας που βρίσκεται στους πρόποδες των Άλπεων στα βόρεια της χώρας, DoomSword. Ο δίσκος αυτός είναι ο πέμπτος της, σχεδόν, 15χρονης καριέρας τους και ο τίτλος του είναι, The Eternal Battle. Επικό doomίζον Heavy Metal έχουμε κι εδώ. Όσο κι αν έχει αλλάξει ο ήχος τους μέσα από το πέρασμα του χρόνου, κάποια πράγματα, αποδεικνύεται, ότι παραμένουν σταθερά. Αναφέρομαι στην ποιότητα της εν λόγο μπάντας, οι κυκλοφορίες της οποίας, κινούνται τις περισσότερες φορές, αν όχι όλες, σε υψηλότατο επίπεδο.

Το νέο τους πόνημα, έχει διάρκεια, σκάρτα, 43 λεπτά και αποτελείται από 9 τραγούδια. Η παραγωγή του δίσκου είναι πολύ καλή, πολύ δυνατή. Ιδιαίτερα ογκώδης αλλά συνάμα καθαρή, αναδεικνύει με το καλύτερο τρόπο τα κομμάτια αλλά και τα συναισθήματα που η μπάντα θέλει να μας περάσει. Συναισθήματα, που όλοι όσοι έχουν ακούσει έστω κι έναν δίσκο του συγκροτήματος, θα γνωρίζουν ότι προέρχονται απ΄τα πεδία μαχών. Κάθε είδους μάχη, νικηφόρα και μη, ιστορικά καταγεγραμμένη ή μυθική. Για αυτές μιλούν και οι περισσότεροι στίχοι του συγκροτήματος, κάτι που δεν είναι καθόλου δύσκολο να το μαντέψει κάποιος. Αρκεί να ρίξει μια ματιά στους τίτλους, δίσκου και τραγουδιών.

Η φωνή του Deathmaster, είναι απλά κορυφαία, όπως κι αν αποφασίσει να την χρησιμοποιήσει. Ακόμη και σε αυτόν τον δίσκο, που τραγουδά πιο σκυθρωπά, η εκφραστικότητα του είναι συγκλονιστική, καθώς, θαρρώ πως βγάζει μια επική κατήφεια. Ας μην ξεχνάμε, ότι στις μάχες, εκτός απ' τους θριαμβευτές υπάρχουν και οι ηττημένοι. Εκτός αυτού, από όποια πλευρά του πολεμικού πεδίου κι αν βρίσκεσαι, θα γίνεις μάρτυρας σφαγιασμένων σωμάτων, φρικιαστικών εικόνων και σπαραχτικών ανθρώπινων ιστοριών. Το rhythm section είναι στιβαρό όσο δεν πάει και αξιοποιεί ή αξιοποιείται στο έπακρο απ΄την παραγωγή του δίσκου. Κάτι που ισχύει και για την κιθαριστική δουλειά του άλμπουμ. Στιβαρά πομπώδη riffs, πολύπλοκα leads και πολύ καλά δουλεμένα και ταιριασμένα στο σύνολο solos. Φαίνεται, ότι όλα είναι πολύ καλά καμωμένα σε αυτόν το δίσκο.

Η κυκλοφορία αυτή, νομίζω πως θα φέρει νέους οπαδούς στην μπάντα, κάτι που λογικά αποτελεί και ζητούμενο. Αυτό όμως, δεν σημαίνει πως οι παλαιότεροι οπαδοί θα δραπετεύσουν απ' το άρμα. Όσο κι αν τους ξένισαν κάποια πράγματα που ακούγονται στο δίσκο, θα παραμείνουν πιστοί. Μόνο έτσι άλλωστε, με πίστη κι ενότητα, μπορούμε να βγούμε νικητές ή χαμένοι αλλά με ψηλά το κεφάλι, απ' τις κάθε είδους μάχες που όλοι μας δίνουμε καθημερινά. Παράσημο μας, η δημιουργία τέτοιων δίσκων, η ακρόαση των οποίων, μας αφήνει με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο, έτοιμους για νέες περιπέτειες στη ζούγκλα της πεζής πραγματικότητας και της αδίστακτης ρουτίνας. 


Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Blood Ceremony - Living With The Ancients



Πριν μερικά χρόνια, στο Τορόντο του Οντάριο, μια παρέα τεσσάρων ατόμων, τριών ανδρών και μιας γυναίκας, αποφάσισαν να μετατρέψουν την αγάπη τους για τις καλτ ταινίες τρόμου, ευρωπαϊκές κυρίως αλλά όχι μόνο, σε ήχο, σε μουσική, μιας και είχαν γνώση του πως να χειριστούν κάποια βασικά και μη, όργανα μουσικής. Ντραμς, κιθάρα, μπάσο και φωνή. Τέσσερα άτομα και τα τρία πιο βασικά όργανα της μέταλ και ροκ μουσικής και φυσικά τα φωνητικά. Αυτά, όμως, δεν ήταν αρκετά για την εν λόγω παρέα που ακούει στο όνομα Blood Ceremony, το οποίο όνομα και εμπνεύστηκε από μια ισπανική horror ταινία της δεκαετίας του 70, που αποφάσισε να προσθέσει στον ήχο της, μελωδίες από φλάουτο και organ, το γνωστό στους περισσότερους και ως Εκκλησιαστικό Όργανο ή ακόμη και σκέτο, Όργανο. Με αυτές τις όχι και πολύ διαδεδομένες προσθήκες στον ήχο τους, θεώρησαν πως θα ξεχωρίσουν απ' τον σωρό των υπόλοιπων συγκροτημάτων με παρόμοια μουσική και στελέχωση -με γυναίκα στη φωνή δηλαδή- και όπως αποδεικνύεται δεν είχαν άδικο. Ενδιαφέροντα, όλα αυτά, αλλά για να δούμε τι θα δούμε ή για να το πω σωστότερα, για να ακούσουμε τι μας προτίνουν οι, δημιουργημένοι το 2006, μα εξαιρετικά ρετρό, Καναδοί.

Το Living With The Ancients με το οποίο θα ασχοληθούμε σε αυτό το ποστ, είναι ο δεύτερος δίσκος τους και κυκλοφόρησε στις αρχές του Μαρτίου. Περιέχει εννέα κομμάτια και η συνολική του διάρκεια είναι περίπου 3/4 της ώρας, δηλαδή, 45 λεπτά. Η μουσική που ακούμε εδώ ακροβατεί ανάμεσα σε πολλά και ενδιαφέροντα είδη και υποείδη της σκληρής μουσικής. Από doom metal εώς acid folk, progressive rock και ψυχεδελικό occult rock περασμένων δεκαετιών, με ιδιαίτερη αναφορά στις μουσικές των 60's και 70΄s. Πολύ χονδρικά μπορώ να πω πως ακούγονται σαν ένα μείγμα Black Sabbath και Jethro Tull. Η αναφορά σε αυτές τις δύο μπάντες ίσως είναι λίγο αφελής καθώς αν τσεκάρετε τα όσα οι ίδιοι αναφέρουν ως επιρροές τους, θα καταλάβετε ότι όλα όσα αναφέρουν, ακούγονται σε αυτόν το δίσκο. Ακόμη και οι μη μουσικές επιρροές τους, καθώς η ατμόσφαιρα που δημιουργείτε εδώ, είναι απόρροια μιας γενικότερης αισθητικής που έχει το συγκρότημα ως ομάδα αλλά και ως μονάδες. Μια αισθητική, που τη διακρίνουμε ξεκάθαρα και στο στιχουργικό κομμάτι που ασχολείται με μάγους, ανθισμένα τοπία σε εποχές περασμένες, πλάσματα μυθικά και Θεούς της αρχαϊκής εποχής. Όμορφα πράγματα δηλαδή.

Ο εν λόγο δίσκος, κάλλιστα μπορεί να χαρακτηριστεί ρετρό, δοσμένο όμως, μέσα από ένα σύγχρονο πρίσμα. Κάπως έτσι θα ακουγόταν τα δύο προαναφερθέντα συγκροτήματα, αν είχαν συμπυκνωθεί σε ένα, και έβγαζαν τον πρώτο τους δίσκο τη φετινή χρονιά. Η κιθάρα, και τα riffs που αυτή παράγει είναι groovάτα και δυναμικά τόσο ώστε να σε πωρώσουν και να σε κάνουν να χωθείς με τα μούτρα στη συλλογή βινυλίων του πατέρα σου, προς αναζήτηση παρόμοιων μουσικών διαμαντιών που όμως κυκλοφόρησαν τότε που ο γονιός σου ήταν χίπις και εσύ μάλλον αγέννητος ακόμη, τότε που μια γενιά νέων διοργάνωσε την, σημαντικότατη από πολλές απόψεις συναυλία στα χωράφια του Woodstock. Το rhythm section, δηλαδή μπάσο και ντραμς, είναι απίστευτα δεμένα και νομίζω πως αυτά, με τον τρόπο που τα χρησιμοποιούν, δίνουν περισσότερο τη χίπικη αισθητική παρελθόντων δεκαετιών στον δίσκο. Τα φωνητικά είναι μια χαρά, χωρίς υπερβολές, αλλά με πολύ συναίσθημα, καθώς η τραγουδίστρια το έχει πιάσει το νόημα πολύ σωστά και δίνει περισσότερη βάση στο φλάουτο και το Όργανο που σε αντίθεση με την απλά καλή φωνή της, αυτά τα δύο όργανα τα μεταχειρίζεται άψογα. Τόσο, που ίσως, κλέβουν τη δόξα απ' τα φωνητικά της, πράγμα που ουδόλως πρέπει να την απασχολεί, γιατί αυτό, λειτουργεί θετικά όσον αφορά το ζητούμενο, δηλαδή, το μουσικό αποτέλεσμα αλλά και τη ροή του δίσκου.

Ένας πολύ καλός δεύτερος δίσκος για αυτό το σχετικά νέο συγκρότημα. Τίποτα το ριζοσπαστικό σε σχέση με τη μουσική που ακούμε εδώ και αυτή που ακούσαμε στο ντεμπούτο τους. Τούτος, μοιάζει να αποτελεί τη φυσική συνέχεια του προηγούμενου, με την μοναδική σημαντική διαφορά που παρατήρησα να βρίσκεται στο συνθετικό κομμάτι. Η μπάντα φαίνεται να έχει προοδεύσει όσον αφορά τη δημιουργία συνθέσεων καθώς έχω την εντύπωση πως αυτά που ακούω τους βγήκαν χωρίς να ζοριστούν ιδιαίτερα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως όλα είναι τέλεια, κι ας είναι εξαιρετική η νέα τους προσπάθεια. Άλλωστε, είναι δυσκολότερο να παραμείνεις στην κορυφή από το να καταφέρεις μονάχα να την αγγίξεις. Όλα καλά λοιπόν, μόνο που αν θέλουν, όχι απλώς να εδραιωθούν στο χώρο, κάτι που κατάφεραν με το φετινό τους δίσκο, αλλά να γίνουν απ' τα μεγαθήρια του είδους και να ξεκολλήσουν μια και καλή απ' τον σωρό, θα πρέπει να κάνουν το βήμα παραπάνω τόσο σε επίπεδο συνθέσεων όσο και με κάποιες προσωπικές βελτιώσεις στην απόδοσή τους. Έχω την εντύπωση πως στην επόμενη δουλειά τους θα το καταφέρουν αυτό. Ως τότε, ας απολαύσουμε τη νέα τους δουλειά που είναι πολύ καλή αλλά και πολύ ταιριαστή με την εποχή την οποία διανύουμε, την Άνοιξη. Πολύ καλό timing κυκλοφορίας του δίσκου πραγματικά. Εξαιρετικό soundtrack για ανοιξιάτικες αποδράσεις κι όχι μόνο.